Ποιοι είναι οι Αρβανίτες
Ιστορικά στοιχεία
Η κάθοδος των Αρβανιτών στον ελλαδικό χώρο ξεκινά τον 14ο αιώνα και σταματά περίπου το 1600.
Πρώτη φορά αναφέρονται στις βυζαντινές πηγές ως φύλο με κοιτίδα την περιοχή Άρβανον στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην κεντρική περιοχή της σημερινής Αλβανίας.
Κατά τον 14ο αιώνα, κατέφθασαν στον ελλαδικό χώρο διάφοροι Αλβανοί φεουδάρχες και φύλαρχοι µε τους στρατούς τους, όπως οι Σπάτα και οι Λιόσα, όπως και Αλβανοί χωρικοί οι οποίοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν την καταπίεση των φεουδαρχών ή των νέων κυριάρχων τους, κυρίως Σέρβων.
Οι πληθυσμοί αυτοί έφθαναν μαζικά στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, μετακινούμενοι αργότερα στην Εύβοια, την Αττική και την Πελοπόννησο.
Εκεί συνάντησαν ευμενή υποδοχή από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και ιδίως από τους δεσπότες του Μυστρά, καθώς θα βοηθούσαν
στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος των επικρατειών τους.
Έτσι, τους δόθηκε καλλιεργήσιμη γη και εντάχθηκαν στον στρατό.
Περί το 1425, οι Βενετοί με υποσχέσεις για φοροαπαλλακτικά μέτρα προσελκύουν αρβανίτικους πληθυσμούς στη νότια Εύβοια, που παρουσίαζε δημογραφική πτώση εξαιτίας της πανώλης, η θέση της οποίας ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή αφού γειτνίαζε με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η περιοχή εγκατάστασης των Αρβανιτών στην Εύβοια οριοθετήθηκε από τους Βενετούς αυστηρά στις ορεινές περιοχές της Καρυστίας, ώστε να λειτουργούν και ως προπύργιο σε εχθρικές επιθέσεις εναντίον της Αττικής.
Οι αρβανίτικες φατρίες γενικά ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία, ένα μέρος τους όμως ασπάστηκε το Ισλάμ.
Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες.
Οι περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν και εντοπίζονται αρβανίτικοι πληθυσμοί είναι η Αττική[12][13], η Βοιωτία (με δυτικότερο άκρο το χωριό Στείρι), η Επαρχία Καρυστίας της νότιας Εύβοιας και συγκεκριμένα η περιοχή νοτίως του Αλιβερίου και του Αυλωναρίου (εξαιρουμένων των περιοχών της Καρύστου, του Πλατανιστού και του Μαρμαρίου), τα νησιά του Αργοσαρωνικού, η Άνδρος (βόρειο κομμάτι), η Παραδημή Ροδόπης, καθώς και τμήματα της Κορινθίας, Αργολίδας, Αχαΐας, Μεσσηνίας.
Λεπτομερής ανάλυση του αυθεντικού κειμένου του Ατταλειάτη, όπου αναφέρονται δύο φορές «Αλβανοί» και μία φορά «Αρβανίτες», οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο μεν όρος «Αλβανοί» αναφέρεται σε Νορμανδούς που είχαν κατέλθει πρόσφατα στην Ιταλία από την «πέραν των Άλπεων Γαλατία», ενώ ο όρος «Αρβανίται» στους κατοίκους των Βαλκανίων. Αυτή η αναφορά του Ατταλειάτη σε «Αρβανίτες» είναι και η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά στους Αρβανίτες της Βαλκανικής.
Ο όρος αρβανίτικα προέρχεται από τη λέξη Αρβανίται.
Η ετυμολογία του ελληνικού επιθέτου αρβανίτικα προέρχεται από τη ρίζα Αρβανίτ- του ουσιαστικού Αρβανίτης, σύμφωνα με το λεξικό του Γιάννη Κουλάκη.[18]
Σύμφωνα με το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, η λέξη προέρχεται από το τοπωνύμιο Άρβανα το οποίο προήλθε από το αλβανικό Ärbena.
Οι Αρβανίτες, κυρίως μετά την ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού, αλλά και λόγω της συμπόρευσής τους με το ελληνικό στοιχείο, απορρίπτουν οποιαδήποτε συσχέτιση με τους Αλβανούς.
Στη δεκαετία του 1990, ο Αλβανός Πρόεδρος Σαλί Μπερίσα περιέγραψε τους Αρβανίτες ως αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση πολιτιστικών οργανώσεων Αρβανιτών.[19]
Σε πηγές του 19ου αιώνα «Αρβανίτες» ονομάζονται και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί που μάχονταν με το Οθωμανικό κράτος ή τον Αλή Πασά ή και αυτόνομα ως ληστές (βλ. δημοτικά τραγούδια συλλογής T. Kind).[20]
Καθώς οι Αλβανοί συνήθως ήταν επαγγελματίες οπλοφόροι, την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, «Αρβανίτες» ή «Αρναούτηδες» ονομάζονταν επίσης οι οπλοφόροι διάφορων εθνικοτήτων.[21][22]
Η φάρα είναι μορφή κοινωνικής οργάνωσης με βάση την καταγωγή (παρόμοια με το γένος).
Οι Αρβανίτες ήταν οργανωμένοι σε φάρες, κυρίως κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν ο οπλαρχηγός και η φάρα έπαιρνε το όνομά του (π.χ. η φάρα του Μπότσαρη.
ΠΗΓΗ: wikipedia/Αρβανίτες
Συνταγή (για ένα ταψί 30 εκατ.)
- 1 κιλό απανάκι
- 1 μάτσο κρεμμυδάκια ψιλοκομμένα
- 1 μάτσο άνιθος ή μάραθος
- 1 μάτσο καυκαλήθρες, εάν υπάρχουν
- 1κρεμμύδι ψιλοκομμένο
- 1 μάτσο δυόσμος ψιλοκομμένος
- 2 φλ. τσαγιού αλεύρι σταρένιο, κίτρινο
- 3/4 φλ.τσ. ελαιόλαδο
- Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 200 βαθμούς.
Βάζουμε το σπανάκι πλυμμένο και κομμένο σε μια λεκάνη και το τρίβουμε με αλάτι (2-3 κ.σούπας) να μαραθεί. Το στίβουμε πολύ καλά και το ανακατεύουμε με τα υπόλοιπα μυρωδικά που είναι ήδη ψιλοκομμένα. Αλατοπιπερώνουμε και ρίχνουμε 1 1/3 φλ.τσ. χλιαρό νερό. Συνεχίζουμε σταδιακά και πασπαλιστά να ρίχνουμε το αλεύρι και ανακατεύουμε μέχρι να πετύχουμε έναν χυλό μέτρια πυκνό και σχετικά ρευστό.
Λαδώνουμε το ταψί και ρίχνουμε τον χυλό. Το πάχος του δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,5 δάχτυλο.
Κάνουμε στο κέντρο μια λακουβίτσα να φεύγει ο ατμός και ραντίζουμε με λάδι την επιφάνεια.
Ψήνουμε την πίτα περίπου 1 ώρα στους 180-200 βαθμούς.
Η σωστή όψη της πίτας γίνεται σκούρα και η υφή της τραγανή.
Μ'σούντα. Η χορτόπιτα που δεν έχει φύλλο, είναι σκουρόχρωμη, τραγανή και με αρβανίτικη καταγωγή. Κυρίως όμως...είναι πολύ πολύ εύκολη!