Το να απλοποιεί κανείς τη ζωή του, χωρίς αυτή να χάνει την ποιότητα που ταιριάζει στις γεύσεις της, μάλλον είναι δείγμα πως τα χρόνια περνούν και ο κάματος της ζωής επιβάλλει να μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων, χωρίς περιττά λόγια και καλλιτεχνίες. Την συνταγή τη γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ετούτη την τροποποίηση που ανακατεύεις τη ζύμη με τα τυριά, χωρίς να κάθεσαι με τις ώρες να κάνεις τα καλλιτεχνικά μισοφέγγαρα, πρώτη φορά που δοκίμασα να τη φτιάξω ήταν ένα Σαββατόβραδο, που ήμουν στο χωριό. Στο σπίτι μέναμε δυο οικογένειες και τα κομμάτια που θα έβγαιναν από τον φούρνο, έπρεπε να είναι ανάλογα με τον αριθμό των μελών του σπιτιού και βάλε... Έτσι το μυαλό κατεργάστηκε ετούτο το ανακάτεμα, που έδωσε ένα γρήγορο, άκοπο και πολύ γευστικό αποτέλεσμα.
«Ποιος μπορεί να δει αν έγιναν τα τυροπιτάκια;»
φωνάζω από το άλλο δωμάτιο, ενώ τα τυροπιτάκια ψήνονται στον φούρνο.
Καμία απάντηση δεν παίρνω και φωνάζω για δεύτερη φορά για να μην πάρω ξανά καμία απάντηση.
Στο σαλόνι κάθονται, η Μαρία η κόρη μου, ο Άγγελος ο ανιψιός μου και η Παρούλα, η βαφτιστηρούλα μου. Και οι τρεις φαίνονται απορροφημένοι από την ταινία που παίζει στην τηλεόραση. Τους κοιτώ και αποφασίζω να πάω εγώ προς την κουζίνα και με το γνωστό το δασκαλίστικο ύφος που ακόμα δε λέει να με αποχωριστεί και να το αποχωριστώ, λέω:
«Πολύ ωραία, πάω εγώ, αλλά αύριο το πρωί που θα γυρίσουμε από την εκκλησία, δεν θα φάει κανένας, κανένα τυροπιτάκι!»
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη φράση μου και η Παρούλα έχει σηκωθεί ενώ ταυτόχρονα, λέει προσπερνώντας με, σαν τον σίφουνα:
«Αμέσως νονά μου, πάω εγώ να τα δω…»
Ξαφνικά πυροδοτήθηκε η προθυμία της και πετάχτηκε σαν ελατήριο από την πολυθρόνα της, σπάζοντας έτσι την βαρηκοϊα που την είχε προσβάλλει αλλά και τη ραστώνη που την είχε καταβάλει. Και δεν πυροδοτήθηκε μόνο η δική της προθυμία, αφού ακολούθησαν και οι υπόλοιποι και πριν περάσουν δυο λεπτά, έξω από τον φούρνο ήταν τρία ζευγάρια ματια να κοιτούν αν ψήθηκαν τα τυροπιτάκια.
Τους κοιτώ με τα δικά μου μάτια γουρλωμένα και γεμάτα απορία γιατί στο μικρό τους πρόσωπο βλέπω και όλους εμάς, μικρούς και μεγάλους ανθρώπους που από τότε που θα γεννηθούμε, αρεσκόμαστε σε στόχους και επιβραβεύσεις.
Από εκείνη τη φορά, όποτε τα παιδιά δουν να έχω φτιάξει αυτά τα κυριακάτικα τυροπιτάκια, ρωτούν με κρυφό γέλιο:
«Είναι αυτά τα τυροπιτάκια, που αν δεν τα προσέχαμε την ώρα που ψήνονται, δεν θα τρώγαμε κιόλας;»
Και γελώ με μένα, που μια ζωή θα κουβαλάω τη δασκάλα μέσα μου και πάντα θα πιστεύω πώς οι σχέσεις που οικοδομούνται ανάμεσα στους ανθρώπους πάντα θα περικλείουν μια διδασκαλία από όπου κι αν προέρχεται αυτή:
Στην ιστορία με τα Κυριακάτικα τυροπιτάκια η διδασκαλία για τα παιδιά…προήλθε αρχικά από τη ρήση του Απ. Παύλου
«Ει τις ου θέλει εργάζεται, μηδέ εσθιέτω»
προς Θεσσαλονικείς Β´, 3:10
(μετάφραση: όποιος δεν θέλει να εργάζεται δεν θα τρώει)
και βέβαια από όλους εκείνους τους συμπεριφοριστικούς ψυχολόγους, Skinner, Pavlov, Bandura και πάει λέγοντας…
Καλή Κυριακή και μια ευλογημένη εβδομάδα σε όλους μας!
Συνταγή
Για τη ζύμη
100 γρ. σπορέλαιο
1 αβγό
200 γρ. γάλα
200γρ. γιαούρτι
40 γραμ. ξηρή μαγιά
1 κ. γλ. ζάχαρη
1 κ. γλ. αλάτι
4-5 φλιτζ. τσαγιού αλεύρι μέχρι η ζύμη να ξεκολλάει από τα χέρια.
Για τη γέμιση
1/2 κιλό τυρί φέτα
200 γραμ. κίτρινο τυρί της αρεσκείας μας, τριμμένο στον χοντρό τρίφτη.
Ζυμώνουμε πρώτα όλα τα υλικά μέχρι να γίνουν μια λεία μπάλα.
Συνήθως, δοκιμάζω να κάνω τη ζύμη μπάλα, βουτώντας τα χέρια μου στο σπορέλαιο και όχι προσθέτοντας κι άλλο αλεύρι.
Αν δούμε ότι η ζύμη δεν ξεκολλάει σωστά από τα χέρια ούτε με το σπορέλαιο, τότε με προσοχή ρίχνουμε λίγο ακόμα αλεύρι.
Όταν ζυμωθούν καλά όλα τα υλικά , τα σκεπάζουμε και τα αφήνουμε σε ζεστό μέρος, μέχρι η ζύμη να διπλασιαστεί σε όγκο.
Στη συνέχεια πατάμε τη ζύμη απαλά να φύγει ο αέρας και ρίχνουμε μέσα όλα τα τυριά.
Πλάθουμε τη ζύμη σε μπαλάκια μικρά που τα πατάμε ελαφρώς από πάνω και τα τοποθετούμε σε ταψί στρωμένο με λαδόκολλα, τα περνάμε με αυγό για να γυαλίσουν και…
Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 180 βαθμούς, περίπου για μισή ώρα ( ανάλογα με το πόσο δυνατά ψήνει ο φούρνος).
ΤΒΜ