Τους κολοκυθοανθούς τους γεμιστούς, τούς έμαθα να τους κάνω από τη θεία την Ευτυχία Μελάκη, πού ήτανε, από πατέρα, Κρητικιά και από μάνα, Στεμνιτσιώτισσα. Με τη θεία, που την προσφωνούσαμε έτσι, γιατί έτσι προσφωνούσαμε όλους τους οικογενειακούς φίλους, αφού μάλλον η φιλία, κάποτε είχε αξία συγγενική, δεν βρισκόμαστε μόνο το καλοκαίρι, κάτω από τη σκια του Μαινάλου αλλά και τον χειμώνα, μιας κι έτυχε να μένει στο Περιστέρι. Εκεί, στην Τσαλαβούτα ζούσε, σε ένα σπιτάκι με κεραμίδια και δυο μικρά κηπάρια, όπου κάθε, μα κάθε εποχή του χρόνου ξεφύτρωνα διαφορετικά κι ευωδιαστά κρινάκια, από τους βολβούς που φύτευε η ίδια με τα δυο χεράκια της. Το ένα το καλό και το άλλο με τα δάχτυλα τα κλειστά, τα κολλημένα στην παλάμη. Μόνο ο αντίχειρας του χεριού αυτού, ήταν σωστός. Ποτέ δεν θέλησα να τη ρωτήσω, γιατί ήταν έτσι το χέρι της. Δεν είχα την περιέργεια, δεν είχα την ανάγκη να το ξέρω. ‘Ισως και γιατί δεν μου έκανε εντύπωση, αφού η Ευτυχία ήταν μια γυναίκα που ποτέ δεν στάθηκε σε τούτη τη δυσκολία μα και σε καμιά άλλη και όλη της τη ζωή την πέρναγε μοιράζοντας την καρδιά της χωρίς αντάλλαγμα. Είχε μάθει να ζει και να αναπνέει μόνο για να προσφέρει. ‘Όταν κάποτε χρειάστηκε να κάνω ενέσεις, από εκείνες του λαδιού που πονούν, η Ευτυχία μού τις έκανε χωρίς να καταλαβαίνω το παραμικρό. Και το ίδιο έκαμε και σε όλη τη γειτονιά. 'Οπου την χρειάζονταν εκείνη φώναζαν γιατί δεν καταλάβαιναν ούτε το τσίμπημα. Κι εκείνη ποτέ δεν πήγαινε με άδεια χέρια στο σπίτι του ασθενούς. Πάντα κάτι θα είχε μαγειρέψει για να του γλυκάνει τον πόνο. Ε…ανάμεσα σε αυτά που μαγείρευε για να μοιράσει- εκείνη δεν κράταγε τίποτα, γιατί είχε μισό στομάχι από τα χειρουργεία-ήταν και τα τυλιχτά ντολμαδάκια με το αμπελόφυλλο μα και οι κολοκυθοανθοί οι γεμιστοί, με ρύζι, μπόλικα μυρωδικά και φρέσκο κρεμμυδάκι. Κι όλα αυτά, ενέσεις και μαγειρέματα, τα έκανε με κείνο το ένα το χεράκι, που είχε τα δάχτυλα τα κλειστά. Πώς γινόταν αυτό το χέρι να είναι από μόνο του μια ευλογία ολόκληρη, ο Θεός γνωρίζει. Και βέβαια κάθε φορά που φτιάχνω κολοκυθοανθούς, γεμιστούς με ρύζι, είναι σα να την ακούω:
-Μπόλικο δυοσμάκι θα ψιλοκόβεις μέσα στη γέμιση για να είναι ευκολοχώνευτοι. Πριν τους κλείσεις, θα βάζεις από πάνω τους δεμένα και αλατοπιπερωμένα τα κοτσάνια που σου έχουν μείνει από όλα τα μυρωδικά: μαϊντανό, άνιθο και δυόσμο. Θα τους σταυρώνεις τρεις φορές και θα λες:
"Κάνε Θεέ μου, να είναι ευλογημένο τούτο το φαγάκι που έχω ετοιμάσει με πολλή αγάπη και κάνε ακόμα να ευλογηθούν κι όσοι θα φάνε απ΄αυτό". 'Υστερα θα τους βάζεις να βράσουν. Κι όταν θα τους σβήνεις, πάντα θα τους περιχύνεις με φρεσκοστιμμένο λεμονάκι και θα κουνάς την κατσαρόλα για να πάει παντού. Εκεί να δεις νοστιμιά!"
Βέβαια, την Ευτυχία, δεν χρειάζεται να φτιάχνεις κολοκυθοανθούς για να τη θυμάσαι κι εκείνη και το καρδιακό της δόσιμο και τους λόγους της, τους σοφούς και παρηγορητικούς. Η γυναίκα αυτή, μοίραζε τα πάντα, στους πάντες χωρίς να εξετάζει, αν το έχουν ανάγκη, χωρίς να έχει αγωνία για το αύριο, το δικό της. Μόνο να ανακουφίζει ήθελε, καθε πόνο, ψυχικό και σωματικό.
Πρόσφατα, που μιλούσα με μια καλή συγγένισά της, την άκουσα να μου λέει, δείχνοντάς μου τη φωτογραφία της.
-Να, βλέπεις μωρέ; Εδώ την έχω κάθε μέρα κι όταν βαραίνω από κείνο κι από τ’άλλο, της λέω:
«Αχ, μωρέ Ευτυχίτσα μου, που είσαι να στα πω; Κι εκεί που λέω τούτο τον λόγο και το παράπονο, μου φαίνεται πως την ακούω να με παρηγορεί και να μου τα κάνει στο μυαλό μου, όλα απλά, εύκολα και όμορφα.
‘Όπως απλά και όμορφα, ζούσε και η Ευτυχία, σαν τα κρίνα του αγρού και σαν τα πουλιά του ουρανού, που αφήνονται μόνο στη φροντίδα του Θεού.
ΤΒΜ
Κολοκυθοανθοί με ρύζι, στη γάστρα
-
20 κολοκυθοανθοί
-
1/2 φλ. ελαιόλαδο
-
2 ξερά κρεμμύδια ψιλοκομμένα
-
2 τρυφερά κολοκυθάκια ψιλοκομμένα
-
1 καρότο τριμμένο
-
1/2 φλ. ρύζι Καρολίνα
-
1 ματσάκι φρέσκα κρεμμυδάκια ψιλοκομμένα
-
1/2 ματσάκι άνηθο ψιλοκομμένο
-
1/2 ματσάκι δυόσμο ψιλοκομμένο
-
1/2 ματσάκι μαϊντανό ψιλοκομμένο
-
1 ντομάτα
-
1 λεμόνι
-
αλάτι φρεσκοτριμμένο πιπέρ
Για να μείνει το ρύζι σπυρωτό, το ξεπλένουμε πολύ καλά σε σουρωτήρι να φύγει όλο το άμυλο και το ραντίζουμε με το χυμό λεμονιού.
Ψιλοκόβουμε όλα τα λαχανικά και βότανα. Τρίβουμε τη ντομάτα. Ζεσταίνουμε σε ένα βαθύ τηγάνι και προσθέτουμε το μισό ελαιόλαδο. Σοτάρουμε το κρεμμύδι για 3'.
- Προσθέτουμε τα κολοκύθια, τα φρέσκα κρεμμύδια και το καρότο.
- Σοτάρουμε για 2-3΄ να λαδωθούν. Προσθέτουμε το ρύζι κι ανακατεύουμε.
- Ρίχνουμε 1 φλ. νερό και σε χαμηλή φωτιά αφήνουμε να σκάσει το ρύζι στα λίγα υγρά για 6-7΄.
- Τραβάμε τη γέμιση από τη φωτιά.
- Προσθέτουμε την τριμμένη ντομάτα, τα βότανα κι αλατοπιπερώνουμε.
- Αφήνουμε λίγο να κρυώσει η γέμιση.
- Γεμίζουμε τους ανθούς και κλείνουμε επάνω τα λουλούδια να φυλακίσουμε τη γέμιση.
- Ακουμπάμε τους ανθούς κοντά κοντά στην γάστρα, κάνοντας και στρώσεις αν χρειαστεί.
- Πρέπει να είναι σφιχτά ο ένας πλάι στον άλλο για να μην ανοίξουν.
- Συμπληρώνουμε νερό μέχρι να μισοσκεπαστούν οι γεμιστοί κολοκυθοανθοί.
Δένουμε με σπάγκο τα κοτσάνια από τα πράσινα μυρωδικά, μαϊντανό, άνηθο και δυόσμο και περιχύνουμε με το υπόλοιπο ελαιόλαδο.
Κλείνουμε το καπάκι της πήλινης γάστρας και τη βάζουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 200 βαθμούς για 15', ωσότου πάρει βράση. Στη συνέχεια χαμηλώνουμε σε στους 180 και σιγοβράζουμε για 30΄.
Κλείνουμε τον φούρνο και αφήνουμε την γάστρα σκεπασμένη για 10΄ ακόμα.
Στο τέλος-πρέπει να έχει ελάχιστο ζουμάκι- ρίχνουμε τον χυμό ενός λεμονιού και την ανακινούμε, ώστε να πάει παντού. Μπορούμε να τους σερβίρουμε κρύους και με μια σάλτσα από γιαούρτι, όπου θα έχουμε ρίξει και μια ελάχιστη πρέζα από ψιλοκομμένο άνηθο ή δυόσμο φρέσκο και ψιλοκομμένο. Θα σας μείνουν αξέχαστοι!