Μενού
«Μυρωμένη πίτα»

 Γνωστή η αδυναμία μου στις πίτες. Και αν μπορούσα να γράψω έναν ύμνο γι αυτές σίγουρα θα τον έγραφα. Γιατί όλες μου αρέσουν κι όλες τις αγαπώ.
Μα την καρδιά μου, μία μου την κλέβει. Και είναι αυτή «η πίτα η μυρωμένη».
Γιατί την έχω ονοματίσει έτσι;
Μα γιατί είναι μια πίτα με ένα ολόκληρο κατεβατό από μυρωδικά. Καυκαλήθρες, μυρώνια, λάπαθα, άνιθο, κρεμμύδι ξερό και κρεμμυδάκι χλωρό, σέσκουλα και σπανάκια. Κι όλα αυτά μέσα στο καταχείμωνο. Κι άμα πιάσει λίγο η Άνοιξη; Μπαίνει στον χορό κι η παπαρούνα κι η τσουκνίδα κι ό,τι τραβάει η ψυχή σου και γίνεται τότε μια χορτόπιτα που έχει όλα τα χόρτα του βουνού μέσα στο ταψί.
«Έχε τα μάτια τέσσερα όταν περπατάς στο βουνό και μάθε να ξεχωρίζεις το καλό το χόρτο που καταδέχεται να βγαίνει μόνο στο καθαρό το χώμα», μου έλεγε η μια γιαγιά μου. Και δεν είχε άδικο. Τι μάζευαν τα χέρια της και πόσο γρήγορα το μάζευαν κάθε χόρτο εκλεκτό, δε λέγεται. Κι άλλο χόρτο ήτανε για βράσιμο και άλλο για την πίτα. Κι όταν έμπαινε μπροστά να γίνει η πίτα, ξεκινούσε από το φύλλο, γιατί το έτοιμο ούτε που το ήξερε ούτε που ήθελε και να το μάθει. Σταρένιο αλεύρι ανακατεμένο με λίγο λευκό, λάδι, τσίπουρο ή ξύδι για το τραγάνισμα, νερό, ζύμωμα, ξεκούραση και τέλος ο πλάστης να πιάνει φωτιά. Μπελαλίδικο ή όχι αυτό ήταν και για τη γιαγιά μου τη Μαριγώ και για τη γιαγιά μου τη Σταματίνα.
Ευτυχώς που λίγο από τις γιαγιάδες μας, λίγο από τη μάνα μας κάτι μάθαμε κι εμείς και φτιάχνουμε την χορτόπιτα με ό,τι χόρτο μας δώσει η εποχή.

 Μα ετούτη «η μυρωμένη» με τα χορταρικά που φυτρώνουν μες στου χειμώνα την καρδιά, θαρρώ πως είναι η καλύτερη από όλες και νηστίσιμη και αρτήσιμη.
Η νηστίσιμη, ως η παρηγοριά στην στέρηση κι η αρτήσιμη ως η απογείωση της μυρωδικών του βουνού, του κάμπου, του περιβολιού. Μια πίτα μυρωμένη λοιπόν, με φύλλο του χεριού και του πλάστη, φέτα σκληρή και πιπεράτη, αυγό και λάδι και με λογής-λογής χορταρικά. Απλή και απόλυτα γευστική, χωρίς να έχει ανάγκη τους βαρύγδουπους τίτλους των γαστρονομικών αναζητήσεων, φτιάχνεται με κόπο αλλά και με χαρά για όσους αγαπάς πολύ.
Κι αν είναι πολλοί αυτοί… σε παίρνει το απόγευμα.

 

Συνταγή

Για το φύλλο

1 κιλό αλεύρι (700 γρ. σταρένιο-300 γρ. για όλες τις χρήσεις)

1 κούπα λάδι

1φλ.του καφέ ξύδι ή τσίπουρο 

νερό όσο πάρει για να γίνει μια ζύμη λεία και εύπλαστη που δεν θα κολλάει στα χέρια

1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι

Ζυμώνουμε όλα τα υλικά και αφήνουμε τη ζύμη σκεπασμένη να ξεκουραστεί.

Για τη γέμιση:

800 γρ. σπανάκι

300 γρ. σέσκουλο

250 γρ. καυκαλήθρες

250γρ. μυρώνια

250 λάπαθα

1 μεγάλο κρεμμύδι ξερό

4-5 κρεμμυδάκια χλωρά

1 κιλό φέτα σκληρή

1 αυγό

Λίγο πιπέρι και λάδι

Πλένουμε τα χορταρικά και τα χοντροκόβουμε. Λίγο πιο χοντρά από τη μαρουλοσαλάτα, όπως μου έλεγε η μαμά μου. Τα αλατίζουμε με 4-5 κουταλιές αλάτι και τα τρίβουμε να βγάλουν τα νερά τους. Στη συνέχεια τα παίρνουμε λίγα λίγα και τα στίβουμε στις χούφτες μας. Σε ένα μεγάλο μπωλ βάζουμε τα στιμμένα χορταρικά, τρίβουμε το τυρί, ρίχνουμε το αυγό χτυπημένο, λίγο πιπέρι, ένα με ενάμισι φλιτζάνι λάδι και ανακατεύουμε. 

Ανοίγουμε ένα φύλλο για τον πάτο του λαδωμένου ταψιού το οποίο είναι λίγο χοντρό, τόσο που να αντέξει τη γέμιση. Ρίχνουμε τη μισή γέμιση κι ύστερα σκεπάζουμε με ένα φύλλο που θα το έχουμε  ανοίξει αρκετά λεπτό. Ραντίζουμε με λίγο λάδι και ρίχνουμε την υπόλοιπη γέμιση.Τελειώνουμε με ένα φύλλο λεπτό και ένα  ακόμη χοντρό. Με ό,τι περισσεύει από το ταψί φτιάχνουμε κορδόνι γύρω από την πίτα και χαράζουμε σε κομμάτια , μπήγοντας το μυτερό μαχαίρι μέχρι κάτω για να ψηθεί καλά η πίτα. Λαδώνουμε πολύ καλά την επιφάνεια.  Ψήνεται σε καλά προθερμασμένο φούρνο στους 180-200 βαθμούς, και στην τελευταία θέση, περίπου μια ώρα. Η γεύση αυτής της πίτας είναι ανεπανάληπτη όταν ψηθεί στον ξυλόφουρνο. Αλλά ο πολιτισμός και η τεχνολογία παρόλο που μας έλυσαν τα χέρια όπως λέει και η κόρη μου, μας στέρησαν ταυτόχρονα και κάποιες σταλαγματιές από τις γεύσεις της παράδοσης που πάντα θα κάνουν τη διαφορά.