''Η Κατίνα έσκυψε και φίλησε την κορούλα της, την Ευτυχία.
-Να μην κουράζεις τον πατέρα σου , της είπε . Να διαβάζεις τα βιβλία σου και να τον βοηθάς . Γύρισε και κοίταξε τον άντρα της , βουρκωμένη . Τον φίλησε και μπήκε στην βάρκα. Ήταν θαρραλέα γυναίκα η Κατίνα γι αυτό και δεν αρνήθηκε να πάει νοσοκόμα στην Σπιναλόγκα.
-Μην το κάνεις , Κατίνα μου ! Την Ευτυχίτσα μας δεν την σκέφτεσαι; την παρακαλούςε ο άντρας της .
Αγύριστο κεφάλι η Κατίνα .
-Θα κάνω τον Σταυρό μου και θα πάω , είπε ....
Και πήγε !
Η γειτονιά της το ξέκοψε:
- Άκου να σου πω Κατινα! . Μην αρχίσεις τα σούρτα φέρτα . Αποφάσισες Σπιναλόγκα να πας; Εκεί και θα μείνεις !
Έτσι της είπαν, δυο τρεις γλωσσοκοπάνες που είχαν βάλει και τα χέρια στη μέση. Τίποτα δεν άκουσε η Κατίνα.
Την υποδέχτηκε ο παπα Χρύσανθος. Καλογερόπαπας, με τα όλα του! Καλοσυνάτη μορφή. Η παρηγοριά των λεπρών, στη Σπιναλόγκα . Τους ευλογούσε , τους κοινωνούσε, τους νοιαζόταν. Κι όταν ήρθε η Κατίνα , είχε μεγάλη χαρά . Μαζί, τους νοιαζόντουσαν τους έρμους ανθρώπους, τους ξεχασμένους, τους απόκληρους. Μαζί γνώριζαν , τις μαύρες σελίδες του πόνου , της δυστυχίας και της απαξίωσης του ανθρώπου. Πληθωρική γυναίκα ,δυνατή και δυναμική . Αφού τους γιατροπόρευε κατά την ανάγκη του καθενός, μετά τους συγύριζε και πολλές φορές, τους μαγείρευε κιόλας.
Όταν της ήρθε το μαύρο μαντάτο, για τον θάνατο του αντρός της, ο παπα -Χρύσανθος της είπε:
-Πήγαινε κόρη μου να τον κηδέψεις και κοίτα τι θα κάνεις με το παιδί . Μήπως και βρουν κάποια άλλη να πορευτούμε εδώ κι εσυ μείνεις στο σπίτι σου πια μαζί με την κορούλα σου.
Γύρισε στην Κρήτη η Κατίνα κι έθαψε τον άντρα της.
Μόνοι, με τον παπά , τον εκήδεψαν και με την Ευτυχίτσα . Κανείς δεν ήρθε στην κηδεία , μη και τους κολλήσει τίποτα η νοσοκόμα της Σπιναλόγκα.
Ετοίμασε τη βαλίτσα της Ευτυχίτσας, η Κατίνα, κλειδαμπάρωσε το σπίτι , την πήρε από το χέρι και μπήκε στη βάρκα ξανά για το νησί των λεπρών .
Κι έμεινε εκεί η Κατίνα μαζί με την Ευτυχία. Παντού μαζί την είχε. Κι έβλεπε η Ευτυχίτσα τους έρμους τους λεπρούς που δεν είχαν καμία εργασία, να διασκεδάζουν κοιτάζοντας τη θάλασσα και τότε πήγαινε κοντά και τους μιλούσε και τους κράταγε παρέα. Άλλες φορές τους έβλεπε να γλεντούν να πίνουν και να μεθούν και να καταριούνται μεγαλόφωνα την τύχη τους. Μια φορά άκουσε πως κάποιος κρεμάστηκε από την απελπισία του και τότε έκλαιγε για μέρες η Ευτυχίτσα . Έβλεπε άλλους να παραμορφώνονται, άλλους να ακρωτηριάζονται και άλλους να τυφλώνονται. Όταν μεγάλωσε λιγάκι, έμαθε από τη μάνα της, πώς να τους περιποιέται. Ακόμα και πώς να τους κάμει ενέσεις έμαθε κι ας ήταν όλα τα δάχτυλα του χεριού κλειστά μέσα στην παλάμη, από γεννησιμιού της.
Κι όταν κάποιος έφευγε από ετούτη τη ζωή, η Κατίνα με την Ευτυχία, τον ετοίμαζαν, τον νεκροστόλιζαν και ύστερα τον έψελναν, μαζί με τον παπα-Χρύσανθο, συνοδεύοντάς τον , όπως του έπρεπε, να αναπαυτεί στην τελευταία του κατοικία.
«Δεν φοβάσαι μην και κολλήσεις τίποτα Ευτυχίτσα;» τη ρώτησαν μια φορά δυο αδελφούλες που είχαν κι αυτές την αρρώστια. Κι εκείνη τους είπε να μη την ξαναρωτήσουν γιατί στενοχωρεύεται .
Φεύγοντας από εκεί η Ευτυχία, πήρε για πάντα μαζί, τις πιο μαύρες σελίδες, στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας και μαζί με τη μάνα της,την Κατίνα ,άφησαν πίσω τους τα απομεινάρια της ντροπής, να μαρτυρούν τον ανείπωτο πόνο χιλιάδων ανθρώπων, που θανατώθηκαν ψυχικά και σωματικά όχι μόνο από τη λέπρα μα και από τη λεπρή συμπεριφορά των συνανθρώπων τους".
ΥΓ. Την κυρα Κατίνα και την Ευτυχία, τις γνώριζα από πολυ μικρή που ήμουν. Στεμνιτσιώτισσες γαρ και Περιστεριώτισσες.
Περισσότερο έζησα την Ευτυχία.Όπου βρισκόταν και όπου στεκόταν η γυναίκα αυτή, μοίραζε την καρδιά της. Όλη τη γειτονιά, γιατροπόρευε, εκεί κάτω στην Τσαλαβούτα, κάνοντας ενέσεις όπου χρειαζόταν, και μαγειρεύοντας φαγητό για απόρους και μη. Δεν υπολόγιζε ποτέ τον εαυτό της κι ας είχε μείνει με μισό στομάχι από τα χειρουργεία και με μια καρδιά σμπαράλια. Κι όταν χρειάστηκε κάποτε να κάνω κι εγώ πολλές ενέσεις, η Ευτυχία ήρθε. Τι κι αν είχε χέρι δεξί με δάχτυλα κλειστά; Η αγάπη της για τον άνθρωπο , το έκανε χέρι, απαλό , άγιο και αγγελικό . Καλύτερο κι από το χέρι της καλύτερης νοσοκόμας. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τον πόνο που έχει η ένεση λαδιού.
Αναπαύεται εν ειρήνη, εδώ και μερικά χρόνια, μαζί με την κυρα Κατίνα, στη γη της Στεμνίτσας. Εκεί που βασιλεύει η ομορφιά της ορτανσίας, που τόσο αγαπούσε και φρόντιζε η θεία η Ευτυχία.
Κι εγώ νιώθω ευλογημένη που γνώρισα το μεγαλείο της ψυχής τους.
Αιωνία σας η μνήμη, γυναίκες της παρηγοριάς και της ελπίδας.
Την ευχή σου να έχουμε , παπα Χρύσανθε!
Κι όλοι μαζί, πρεσβεύετε για την σκληράδα των δικών μας ψυχών...
.