Σφιχταγκαλιασμένη από κυκλώπειους κοκκινωπούς βράχους, η μονή των Αιμυαλών στέκεται εκεί ψηλά, με τα χνάρια της ιστορίας της να χάνονται μέσα στους αιώνες.
Εδώ, σε τούτο τον τόπο με τα έντονα στοιχεία της φύσης, ο άνθρωπος αναζητά τον Θεό.
Το τάλαντο χτυπά και μας καλεί σε εγρήγορση κι εγώ θυμάμαι πως όταν ήμουνα παιδάκι, μου είπαν ότι αυτό ήταν το κάλεσμα του Θεού στον Αδάμ, όταν εκείνος ακόμα βρισκόταν στους κήπους της Εδέμ.
«Θαρρείς πως προσεγγίζεις τον Παράδεισο, αφήνοντας πίσω καθετί το φθαρτό».
Αυτό το συναίσθημα βίωσα όταν ήρθα για πρώτη φορά σε αυτό το μοναστηράκι κι ήμουν ακόμα στου παππού μου την αγκαλιά. Το ίδιο συναίσθημα νιώθω μέχρι και σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια μετά, κάθε φορά που πλησιάζω στην πύλη του.
Δέος με καταλαμβάνει και μια ακαταμάχητη επιθυμία να ριχτώ σε μια αγκαλιά που νιώθω πως είναι εκεί και περιμένει ολάνοιχτη και φιλόστοργη να αγκαλιάσει τον πόνο και το παράπονο, να χαϊδέψει και να γιατρέψει την πληγή, να σηκώσει το φορτίο των θλίψεων και των πειρασμών, να μοιραστεί τη χαρά και να φωτίσει το νου και τη σκέψη.
«Είναι η Χάρη της Παναγίας μας», θα πει κάποτε ο ηγούμενος και είναι αλήθεια αυτό. Είναι η Παναγία μας, η οικοδέσποινα που καλοδέχεται, που φιλοξενεί, που γλυκαίνει με το ευλογημένο κέρασμα και δροσίζει με το καθάριο νερό της πηγής. Είναι η Παναγία μας που κυριαρχεί παντού με την αγία και ταπεινή σιωπή της και με το δόσιμό της το ολοκληρωτικό, στου Θεού τον Λόγο και το Θέλημα, που Βασίλισσα και Τιμιωτέρα της γης και του Ουρανού την έχρισε.
Ο παππούς μου ο Κωνσταντής, που ευλαβούνταν ιδιαιτέρως την Παναγία, δούλεψε σε τούτο το μοναστηράκι πολλές φορές, φτιάχνοντας τη σκεπή που χαλούσε μετά από τις βαρυχειμωνιές του τόπου. Κι είχε να λέει ξανά και ξανά ετούτη την ιστορία, με την Παναγία και το μοναστήρι των Αιμυαλών:
«Είχε, λέει, ο Κωνσταντής, εκείνη τη φορά, μαζί του τον Μήτσο, σπουδαίο μάστορα στις σκεπές, που όμως ταλαιπωρούνταν από ένα πολύ κακό συνήθειο. Εβλασφημούσε τα θεία όταν θύμωνε πολύ επειδή κάποια δουλειά δεν του γινόταν καλά. Το ίδιο έκαμε κι εκείνη τη φορά, που δούλευε με τον μπαρμπα-Κωνσταντή. Δεν του καθότανε σωστά ένας κορμός, έτσι που να τον καρφώσει και να έρθει όμοια με τους άλλους. Τον έφερνε από ’δώ, τον πλανούσε από κει, μα τίποτα. Όταν επήγαινε να τον βάλει στη σκεπή, πάλι στραβός, ολόστραβος ήτανε.
– Άσε με να σε βοηθήσω, του λέει ο Κωνσταντής που έκαμε την ίδια δουλειά στην άλλη μεριά της σκεπής.
– Φεύγα κι εσύ και παράτα με! του απαντά, μαύρος από τον κακό θυμό ο Μήτσος και ξεστομίζει βαρύ και βλάσφημο λόγο για την Παναγία.
Ταράζεται ο Κωνσταντής, μα δεν χάνει τα λόγια του.
– Βρε παιδί, μην το κάνεις τούτο το πράμα! Χίλιες φορές σου το ’χω πει, του λέει με στεναχώρια και παρατά αμέσως τα εργαλεία του και τη δουλειά στη μέση, κατεβαίνει από τη σκεπή και πάει ίσα στου μοναστηριού το Καθολικό κι έκλαψε σαν παιδί εμπρός στην εικόνα της Παναγιάς.
– Παναγιά μου, ’σχώρα μας, της έλεγε, και μην μας ξεσυνερίζεσαι...
Δεν τον κατέδειξε τον Μήτσο, μα ζήτησε και ο Κωνσταντής σχώριο από την Μάνα Παναγιά, γιατί πάντα έλεγε πως όλοι παιδιά του Ίδιου Πατέρα είμαστε και, όταν ο ένας πονεί, πονάμε όλοι.
Ωστόσο ο Μήτσος παρέμεινε στη σκεπή, παράτησε τον κορμό και καταπιάστηκε με άλλο πράγμα. Κι εκεί που δούλευε σκυφτός, βλέπει να περπατά πάνω στη σκεπή μια γυναίκα ρασοφορεμένη και να έρχεται προς το μέρος του. Στην αρχή την πέρασε για την ηγουμένη, μα, όταν εκείνη πλησίασε, κατάλαβε πως δεν μπορούσε ούτε το πρόσωπό της ν’ αντικρίσει, γιατί έλαμπε από ένα φως δυνατό κι απόκοσμο. Κι η γυναίκα του είπε σιγανά και με φωνή γλυκιά και πικραμένη μαζί:
– Να προσέχεις, παιδί μου...
Κι ύστερα η γυναίκα η ρασοφορεμένη εξαφανίστηκε κι έμεινε εκεί ο Μήτσος, χλωμός και παγωμένος κι ακούνητος. Κι όταν ανέβηκε ο Κωνσταντής να δουλέ- ψει ξανά μαζί του, έτσι τον βρήκε. Ώρα πολλή πέρασε, μέχρι να του ’ρθει η φωνή και να του πει τι είχε συμβεί. Κι όταν του το’πε ο Κωσταντής ταράχτηκε μα δεν το’δειξε.
-Βρε συ, Μήτσο, μπα κι ήτανε η γερόντισσα η Φιλοθέη; ‘Όμως τον ρώταγε για να τον ρωτήσει και για να διασκεδάσει και το δικό του τρέμουλο που είχε αρχινίσει αφού την ηγουμένη την είδε να έχει ανοίξει δουλειά στην κουζίνα, καθώς περνούσε να ξανανέβει στη σκεπή.
-‘Όχι, μπαρμπα-Κώστα…του λέει ξέψυχα ο Μήτσος. Δεν ήταν η ηγουμένη. Σου λέω, δεν μπορούσα να τη δω στο πρόσωπο!
– Η Παναγία ήταν, σταυροκοπήθηκε ο Κωνσταντής με δέος και ο Μήτσος που λύθηκε σε λυγμούς και δάκρυα ποτέ ξανά από τότε βλαστήμια δεν ξεστόμισε».
Αυτή η ιστορία, καταγράφεται μέσα στο βιβλίο μου, «Ν ’αγαπάς πολύ». Είναι μια αληθινή και αυτούσια ιστορία, που συνέβη στους χρόνους που το μοναστήρι ήταν γυναικείο και επί ηγουμενίας της γερόντισσας Φιλοθέης. Μια ιστορία της οποίας δεν έχω πειράξει ούτε ένα και, παρά μόνο το όνομα του σπουδαίου μάστορα και αυτό για ευνόητους λόγους. Μια ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα «το αληθές του λόγου», του ηγουμένου:
«Είναι η χάρη της Παναγίας μας», που κυριαρχεί σε όλο το μοναστήρι και αγιάζει και ευλογεί και όλους εμάς τους κεκμηκότας οδοιπόρους.
Σήμερα, 8 του Σεπτέμβρη, που η εκκλησία μας τιμά τη γενέθλια ημέρα, της πιο γλυκιάς Μάνας του Ουρανού και της Γης, της Παναγίας μας, συναχτήκαμε με ευλάβεια αλλά και με χαρά, στη Χάρη της, στη μονή των Αιμυαλών.
Συναχτήκαμε να την προσκυνήσουμε, να τις ανοίξουμε τις καρδιές μας, να την ψάλλουμε, να την ικετέψουμε, να την επικαλεστούμε ξανά και ξανά, να της ζητήσουμε ψιθυριστά, χάρη να μας κάνει και να μας δείξει δρόμους φωτός και μετάνοιας και να της ομολογήσουμε ταπεινά πως δεν αντέχεται τούτο το βάρος της ζωής χωρίς τις δικές της μεσιτείες.
Κι εκείνη, η μάνα μας και Κυρία των Αγγέλων και των Ουρανών, ντυμένη στα πορφυρά, στα βασιλικά τα χρώματα και στολισμένη με ρόδα αμάραντα και ευωδιαστά, άναψε τα κεριά στους πολυελαίους και μας τίμησε με εσπερινούς και λειτουργιές. 'Ολα τους μεγάλα και πανηγυρικά, επίσημα και ιεροπρεπή.
Σταυροφόροι ηγούμενοι, περιβεβλημένοι με μια αρχοντική ταπεινότητα, σεμνοί ιεροψάλτες, καλόγεροι αφιερωμένοι, ακτήμονες, προσευχόμενοι, διάκοσμος ιλαρός μέσα σε ένα ημίφως τόσο λαμπερό και η χαρά να ανθίζει στις καρδιές μας καθώς ασπαζόμαστε το ιερό της προσκυνητάρι και παίρνουμε την άγια μεταλαβιά. Το Τίμιο σώμα και αίμα του Υιού Της, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, οι πολυέλαιοι χορεύουν στον χορό των αγίων και των προφητών και κάτω από τον μεγάλο πλάτανο τράπεζα στρώνεται με κεράσματα και καφέδες και άρτους και ευλογίες.
Και στις δώδεκα το μεσημέρι, άλλο σήμαντρο σημαίνει και μια γιορτινή πομπή με ηγουμένους, ιερείς, μοναχούς και πιστούς ξεκινά από το καθολικό για να πορευτεί με ιεροτελεστία προς τη μεγάλη τράπεζα και να παρακαθήσει στο επίσημο και γιορτινό γεύμα, που η Παναγία μας, παραθέτει, ετούτη τη γενέθλια ημέρα της.
Ανείπωτη η ομορφιά αυτών των γλυκύτατων συναισθημάτων, ετούτης της ημέρας. Της ημέρας της Γενέθλιας της Θεοτόκου. Της ογδόης του μηνός Σεπτεμβρίου.
Μετά την τράπεζα, η ίδια ευλαβική πομπή των ηγουμένων,των μοναχών και των πιστών, κατευθύνεται ξανά στο καθολικό για να ακουστεί εκεί το δυνατόν "πολυχρόνιον" και να σειστεί και πάλι ο πολυέλαιος με τα κεριά του, όλα αναμμένα.
Τα πάντα λάμπουν και εντυπωσιάζουν μέσα από μια ταπεινή απλότητα, σε μια ατμόσφαιρα μοναδικά κατανυκτική.
Ψυχική αγαλλίαση και γαλήνια ταξίδια στα τρίσβαθα της ψυχής μας. Λαμπρότητα ταπεινή και ιερότητα μεγαλειώδης.
Με μια ασυναίσθητη κίνηση τα χέρια σταυρώνονται στο μέρος της καρδιάς σα να θέλουν να τη σφίξουν και να τη φυλακίσουν, τώρα ετούτη τη στιγμή και έτσι όπως χτυπά. ‘Ησυχα, ειρηνικά, γαλήνια, γιορτινά, έμπλεη από τη χάρη της Παναγίας.
Η πανήγυρη τελειώνει πάντα με τον μεθέορτο εσπερινό και το μεγάλο κτιτορικό μνημόσυνο.
Ο ήλιος εγνώρισε τη δύση του. Πόση σοφία κρύβουν ετούτες οι λέξεις;
Πένθος γεμάτο από φως. Δεκάδες ονόματα κτιτόρων που μνημονεύονται σε μια τράπεζα ύμνων και ευχών.
Οι ευχές των ηγουμένων, οι πρόθυμοι διακονητές, οι αφιερωμένοι μοναχοί...τα γλυκά κόλυβα, τα απολυτίκια και τα χιλιάδες "δόξα σοι". Κι όλα τους να θυμίζουν το στεφάνι της νίκης, μετά τον πολύμοχθο αγώνα και την σκληρή πορεία, μέσα στον αβάσταχτο χειμώνα της ζωής.
Κι ύστερα στο αρχονταρίκι. Το στάρι μοιράζεται. Το φως δύει. Οι μοναχοί ατάραχοι και υπομονετικοί μέσα την υπακοή στην εγκάρδια ευγένεια και στη ρωμαλέα απλότητα, που αν το θελήσεις κι εσύ κι εγώ, οδηγεί στην αλήθεια, στο νόημα, στην αξία, στην αληθινή σημασία του κόσμου.
"Είναι η Χάρη της Παναγίας", θα πούν κι εκείνοι, όπως λέει κι ο γέροντάς τους.
'Ενας άλλος κόσμος μια άλλη ζωή. Τόσο μακριά μα και ταυτόχρονα τόσο κοντά....
Καθώς το φεγγάρι βγαίνει σιγά σιγά πίσω από τα αρκαδικά βουνά, παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού. Εκείνο μοιάζει να μας ακολουθεί έχοντας μαζί του το φως, τους ύμνους, τη χαρά και την λαμπρότητα της πανηγύρεως του Γενεθλίου της Παναγιάς μας. Παρηγοριά και παραμυθία στη ζωή μας, την τόσο αναγκεμένη από φως. Το φως του Χριστού που "φαίνει πάσι". Και το μοναστήρι της Παναγιάς μας έχει φως ακόμα κι όταν η νύχτα απλώνεται πάνω από το φαράγγι. Κι είναι τούτο το φως της άσκησης, της ακτημοσύνης, της αναχώρησης, της ξενιτείας, της φυγής, της προσευχής υπέρ του κόσμου όλου, υπέρ των μισούντων και αγαπώντων. Κι είναι τούτο το φως, η αγάπη στον Θεό, η υπακοή και το δόσιμο στο Άγιο Θέλημά Του. Είναι φως μέσα στη νύχτα ενός άλλου κόσμου, αποκαλυπτικού. Μια άλλης ζωής, ευλογημένης.
Η χαρά μας μεγάλη, μυστική και σπουδαία. Κι ένα αεράκι, όμοιο με τη δρόσο του Αερμών, δροσίζει τα πρόσωπά μας και ευφραίνει τις ψυχές μας. Η κορυφή της αρετής όσο μακριά κι αν φαίνεται άλλο τόσο κοντά μπορεί να είναι. Κι αν ακόμα είμαστε στους πρόποδες; Τι με αυτό; Ελπίζουμε στον αγώνα με βοηθό τη χάρη της Παναγιάς μας!
Και του χρόνου, περισσότερο ΦΩΣ, χαροποιό, δυνατό, σπουδαίο, ακένωτο!
Χρόνια πολλά, φωτισμένα και ευλογημένα.
Στιγμές Πανηγύρεως