Θυμάμαι μια φορά…
«..ήμουν στην αίθουσα και γύρω από την έδρα μου, καθόντουσαν οι τρεις οκτάχρονοι μαθητές μου, ο Δημητράκης, ο Βασίλης και ο Αποστόλης. Και οι τρεις τους είχαν δυσκολίες μεγάλες. Μου λίγωναν την καρδιά ετούτα τα μικρά κι ήθελα να κάνω ό,τι μπορώ…μα ό,τι μπορώ…να τα βοηθήσω.
Τα έπαιρνα λοιπόν κοντά μου και τα τρία.
«Μπορείτε, τους ψιθύριζα. Μπορείτε! Πάμε να συλλαβίσουμε…πάμε να γράψουμε. Μαζί! Μαζί θα δείχνουμε με το μολύβι, συλλαβή-συλλαβή! Μαζί θα γράφουμε γράμμα-γράμμα κι εγώ θα σας κρατώ το χέρι…Μαζί! Μέχρι που θα τα μάθετε καλά μόνα σας να τα κάνετε.»
Εκείνη τη μέρα έβρεχε πολύ και τούτα τα τρία μικρά φαινόταν να έχουν κουραστεί. –«Μια πρόταση με τη λέξη βροχή μα νάχει πάνω από δύο λέξεις.» Μα εκείνα έδειχναν κουρασμένα και πείραζαν το ένα τον άλλο κάνοντας μικρή μια φασαρία που παράσερνε στους ρυθμούς της και τα άλλα παιδιά που κάθονταν στα θρανία τους. Ένας υπόκωφος θόρυβος σα μελισσοβουητό άρχισε να με στριμώχνει…
Σηκώνομαι. Προχωρώ προς το μεγάλο παράθυρο. Οι τρεις ουρές μου, έτσι αποκαλούσα, τον Δημήτρη, τον Βασίλη και τον Αποστόλη, με ακολουθούν. Κολλώ σχεδόν το πρόσωπό μου στο τζάμι και το ίδιο κάνουνε κι εκείνοι. Η υπόλοιπη τάξη παρακολουθεί τις κινήσεις μας και δείχνει να ησυχάζει μάλλον από το πνεύμα της περιέργειας που την έχει καταλάβει. Η βροχή πέφτει σε τόνους σιγανούς, ήσυχους και ποτιστικούς, και οι σπουργίτες πηδοβολούν στην αυλή, πότε από δω και πότε από εκεί τσιμπολογώντας διαρκώς, ό,τι έχει ξεπέσει από το κολατσιό των παιδιών.
Τα τρία αγόρια παρακολουθούν ήσυχα το θέαμα για κάμποση ώρα και ησυχάζουν κι εκείνα. Σα να ξεκουράζονται, μοιάζουν.
Σε μια στιγμή ακούγεται, ο ένας από τους τρεις, ο Βασίλης, να αναφωνεί:
-Κοιτάχτε παιδιά! Κοιτάχτε! Τα πουλάκια κάνουν μπάνιο στην βροχή!
-Ω, ναι! Αναφωνούν και οι άλλοι δύο. Τα πουλάκια κάνουν μπάνιο στην βροχή.
-Κυρία, μπορώ να πάω στη θέση μου και να τα ζωγραφίσω, με παρακαλεί κι εγώ το ξέρω πως έχει αδυναμία στη ζωγραφική.
-Κυρία…θα μου κάνετε αυτή τη μεγάλη χάρη; Τον κοιτάω και σκέφτομαι την ψυχή του που ξεδιπλώνεται κάθε φορά, μέσα από τα σχήματα και τα χρώματα.
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την σκέψη μου και βλέπω τους άλλους δύο να με κοιτούν στα μάτια.
-Θέλουμε κι εμείς να ζωγραφίσουμε, τα πουλάκια που κάνουν μπάνιο, με παρακαλούν.
-Πάμε, λέω εγώ που πιάνω την ευκαιρία από τα μαλλιά. Θα γράψουμε στο τετράδιο:
«Τα πουλάκια, κάνουν μπάνιο στην βροχή» και μετά θα το ζωγραφίσουμε κιόλας.
-Κι εμείς κυρία τι να κάνουμε, ρωτάει η υπόλοιπη τάξη.
-Να σηκωθείτε τρεις-τρεις, τους λέω, να δείτε κι εσείς τα πουλάκια που κάνουν μπάνιο στη βροχή και να το γράψετε στο τετράδιο της αντιγραφής και να το ζωγραφίσετε κιόλας. Αυτό θα έχουμε και για ορθογραφία αύριο.
-Και τι θα γίνει με τις άλλες ασκήσεις, ρωτάει η Ναταλία.
-Θα τις κάνουμε την άλλη ώρα...ή και αύριο...
Κι έτσι κι έγινε.
Και η Ναταλία, που προχωρούσε στα γράμματα με πολύ γρήγορους ρυθμούς, έγραψε:
«’Εξω βρέχει.
Τα πουλάκια κάνουν μπάνιο στη βροχή.
Η τάξη ησυχάζει και η κυρία χαμογελά γλυκά.
Κι εμείς χαμογελάμε μαζί της.
Πόσο πολύ, μου αρέσει η βροχή!»
Κάθε που ερχόταν η νύχτα ονειρευόμουν, πώς θα γίνει, τη μέρα που θα ξημέρωνε τον κόσμο καλύτερο να έφτιαχνα μέσα από των παιδιών τα χαμόγελα.
Και όταν η μέρα ερχόταν, έτρεχα γρήγορα στο σχολειό να φτάσω, να τα αγκαλιάσω πρώτα με τα μάτια κι ύστερα με τα δυο μου τα χέρια, να τους χαμογελάσω και να μου χαμογελάσουν, να τους ανοίξω την ψυχή μου και να τους πω, πως του κόσμου η ελπίδα εκείνα είναι.
Πάντα ήτανε δύσκολος ο δρόμος για το σχολειό…μα και πάντα κάπου εκεί στο τέλος, ήταν λες και περίμενε να σου φανερωθεί ο "κρυμμένος Θησαυρός".
Για τη μέρα του δασκάλου...και του μαθητή, τολμώ να γράψω.
Γιατί αυτοί οι δυο, όταν βρεθούν, γίνονται ένα.
Γιατί ο ένας, δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τον άλλον.
Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά