(...) Το κρασί όμως ήτανε από τα δικά τους αμπέλια. Όταν μεστώνανε οι ρώγες και γυάλιζαν σαν μαύρα μάτια κάτω από τις πρώτες αχτίδες του ζεστού του ήλιου, τότε άρχιζε το πανηγύρι του τρύγου στο χωριό τους. Όλη μέρα νέοι και γέροι και παιδιά τρυγούσαν τα αμπέλια και τραγουδούσαν. Μαζί ο Κωνσταντής κι η Ακριβή με τον γιο τους και τις κόρες τους, που, όταν τέλειωναν το δικό τους το αμπέλι, βοήθαγαν και στου γείτονα και στου ξαδέλφου και στου κουμπάρου... Γιατί έτσι ήταν τότε. Δεν υπήρχε «δικό μου» και «δικό σου». Ήταν όλα μια τράπεζα αγάπης. Κι όταν ο ήλιος χανό- ταν και στα βουνά σουρούπωνε, τότε παρατούσανε τον τρυγητό και στρώνονταν σε ένα δείπνο απλό και πλούσιο μαζί, κάτω από το θαμπό φως του λυχναριού, γύρω από μια μεγάλη φωτιά. Κάποτε-κάποτε οι μεγα- λύτεροι έπιαναν το τραγούδι και οι νεότεροι στήναν τον χορό, μέχρι που τα αστέρια έδειχναν μεσάνυχτα. Και όταν η φωτιά έσβηνε σιγά-σιγά, έγερνε κουρα- σμένο το χωριό να αποκοιμηθεί. Ένα νυχτοπούλι, λες κι ήταν το ίδιο κάθε φορά, έπιανε τότε το νανούρισμα παρέα με τον γρύλο, μέχρι που έσκαγε ο αυγερινός, για να ξυπνήσει το χωριό και πάλι να μπει στον τρύγο τον ευλογημένο.(...)
''Ν' Αγαπάς πολύ'', (απόσπασμα, σελ. 24)
Tίνα Βλασταράκου-Μεταξά
φωτογραφίες από αρχείο Τάκη Πλούπα, Τρύγος, Ραψάνι 1956, tploypas.gr