12 Σεπτεμβρίου 2022. Τα σχολεία ανοίγουν. Ο Μέλιος του Λουντέμη, από το βιβλίο του με τίτλο, "'Ενα παιδί μετράει τ'άστρα", είναι ο ήρωας των μαθητικών μα και των διδασκαλικών μου χρόνων. Σε κείνη τη μεγάλη χρονική περίοδο της πορείας μου στα σχολεία, τον συνάντησα αρκετές φορές, άλλοτε σαν αγόρι και άλλοτε σαν κορίτσι και ποτέ με το ίδιο όνομα. Προς το τέλος της πορείας μου, τον συνάντησα με το όνομα Δημήτρης. 'Ολη τη χρονιά καθόμαστε δίπλα δίπλα, πότε εκείνος στην έδρα μου και πότε εγώ στο θρανίο του.
Η μητέρα του Δημήτρη, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών ενώ η μητριά του είναι στη φυλακή για εμπόριο. Ο Δημήτρης είναι ένα κακοποιημένο παιδί με πολλές ταμπέλες κρεμασμένες στον λαιμό του από την κοινωνία. Την κοινωνία της γειτονιάς, του σχολείου, της τάξης του, των φίλων και των συγγενών. Πλήρωνε πάντα για όλους και για όλα. Πλήρωνε πάντα για όσα δεν έκανε, για ό,τι δεν έφταιξε. Οι άλλοι γονείς δεν τον ήθελαν γιατί πείραζε τα παιδιά τους και τα παιδιά τον πείραζαν και τον προκαλούσαν γιατί είχε γούστο να υπάρχει ένας «αποδιοπομπαίος τράγος» κάθε φορά που θα δημιουργούνταν μια φασαρία. «Να φύγει… να φύγει…να φύγει… δεν έχει θέση εδώ. Έχει προβλήματα πολλά και δημιουργεί ακόμα πιο πολλά…».
Αυτός ήταν ο υπόκωφος ψίθυρος που ακουγόταν κάθε φορά που εκείνος εμφανιζόταν.
Εγώ έφυγα πριν από τον Δημήτρη. Κι εκείνος τώρα πια πρέπει να πηγαίνει στην πρώτη τάξη του Λυκείου. Πρέπει… Δεν ξέρω όμως τι κάνει…Κάποια ακούσματα που έχω δεν είναι και πολύ καλά.
Δεν τον ξέχασα ποτέ. Αντίθετα τον σκέφτομαι πολύ συχνά. Ήταν αγνό παιδί, αθώο, χαμογελαστό και άκακο. Κράτησα και από αυτόν ένα τεράδιο για να μου θυμίζει τον Μέλιο του Λουντέμη και την ξεχασμένη μας ανθρωπιά:
Κράτησα και από αυτόν ένα τεράδιο για να μου θυμίζει τον Μέλιο του Λουντέμη και την ξεχασμένη μας ανθρωπιά:
«Ορίστε τα «βιβλία» μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σάς θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε!»
Στο άνοιγμα των σχολείων παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα, σαν φόρο τιμής σε όλους τους Μέλιους και τους Δημήτρηδες και σε όλα τα παιδιά που διψούν για τη γνώση του καλού και της αρετής.
«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», (απόσπασμα)
Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το ’βαλε κάτω και το παίδεψε, το ’πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα ’πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει αυτά που του ’κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ’ τα μουστάκια τους. Θα ’πιανε αγάπες με τις ζουγραφιές, με τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες», που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια. Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι*, δεν είχε χαρτοπουλειά*. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ’βαλε στη χούφτα κάνα δυο μεταλλίκια* και, «σε παρακαλώ», του λέει, «αν βρεις, εκεί που πας κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ’ το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως...». Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα ’δωσε πίσω. «Πάρ’ τα», του λέει. «Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια... μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...». Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε...», είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;» Σε τρεις μέρες του ’φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ’ το βαγγέλιο, και του το ’δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ’ το εσύ, μην ’πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε». Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ’μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ’χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε. Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ’ όλα τα σπίτια. Το ’μαθε κι ο δάσκαλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει. —Α, έλα δω..., του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια; —Δε φταίω γω..., έκανε το παιδί. —Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά καμωμένα είν’ αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ’ αγαπάς; Γράμματα του σκολειού! Αν τ’ αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μάθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ’ αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ’ αυτόν τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί; Πάει, λοιπόν, με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα θα μαζέψει κάμποσα, να πάει στο δάσκαλο και να του πει: «Να, πάρε, και δώσ’ μου γράμματα, γράμματα καλά όμως, του σκολειού...». Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε. Και τώρα, να, ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν, λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει. —Τ’ είν’ αυτό; ρωτά ο δάσκαλος. —Χρήματα. —Πού τα ’βρες; —Τα κέρδισα. —Και γιατί τα κουνάς; —Είναι για γράμματα. Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό, κυρ δάσκαλε; —Αν μπορεί;... Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια. —Λοιπόν..., πήγε να του πει. Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σα βραχνή. —Άσ’ τα... Άσ’ τα εκεί, είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα..., του λέει. —Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια; —Όχι, όχι, καλό μου παιδί... Πώς είναι τ’ όνομά σου; —Μέλιος. —Όχι, Μέλιο. Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή. Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ’ το παράθυρο, σα να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούριος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει. Απ’ τ’ άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σα συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγιζότανε, έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι του δάσκαλου. Τα ’χανε συμφωνήσει οι δυο τους, να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά".
cover: Photo by Dimitris Harisiadis. From the archive of Benaki Museum.