«Φιλενάδα μου, το ξέρεις ότι εγώ δε συμφωνώ με όλο αυτό».
Και εννοούσε, η φίλη μου η καλή,το θρησκευτικό στοιχείο με το οποίο ήταν διανθισμένο ένα από τα βιβλία μου, αλλά και ως γνωστό και η ζωή μου.
Και συνέχισε:
«Όμως, αφού εσύ μπορείς και βρίσκεις διέξοδο εκεί, μπράβο σου! Τι να πω;»
Και μια άλλη φίλη, πολύ καλή κι εκείνη και το εννοώ, παρομοίως είχε εκφραστεί κάποτε:
«Τίνα μου, είσαι γεμάτη από ταμπού και η κουλτούρα σου η θρησκευτική, που είναι αυτή του απαγορευμένου, κυριαρχεί στο μυαλό και στη ζωή σου».
Ποτέ δεν απάντησα σε αυτές τις παρατηρήσεις. Όχι, από αδυναμία, αλλά γιατί σεβάστηκα την ελευθερία της έκφρασης και δεν ένιωσα καν την ανάγκη να επιχειρηματολογήσω υπέρ μου, αφού τα συμπεράσματα είχανε βγει εκ προοιμίου.
Άλλωστε τέτοιου τύπου συζητήσεις παίρνουν ώρες, μέρες και κάποτε ακόμα και χρόνια.
'Oμως, κάθε φορά που η Μεγαλοβδομάδα αρχίζει να βαθαίνει και οι ακολουθίες πληθαίνουν και μαζί τους πληθαίνουν τα αναγνώσματα και οι ύμνοι, η μία και μοναδική απάντηση μου δίνεται ξεκάθαρα και είναι πάντα η ίδια από τότε που ήμουνα μικρό παιδί.
Δεν είναι ταμπού, το να γνωρίζεις πως είσαι ένα από τα πλάσματα του Θεού που αν και μονίμως αμαρτωλό και κακομαθημένο, επιμένεις να τριγυρνάς στα πόδια Του και κάτω από το βλέμμα Του.
Δεν είναι ταμπού, μα είναι χαρά, να είσαι μέσα στην εκκλησιά, να κοιτάς ξανά και ξανά τις ίδιες αγιογραφίες και να μιλάς με τους ίδιους Αγίους, λες και είναι οι καλύτεροί σου φίλοι.
Δεν είναι ταμπού, μα είναι συγκίνηση, να συναντάς ενάρετους πνευματικούς, γεμάτους από μυστικές αρετές και εμπειριες και να νιώθεις πως ακόμα κι αν είναι πολύ μακριά ή ακόμα κι αν έχουν περάσει στην αιώνιο ζωή, τους κουβαλάς μέσα σου για πάντα.
Δεν είναι ταμπού, μα είναι δάκρυ, να ακούς τον ιερέα στη θεία λειτουργία να δέεται μυστικώς «υπέρ όλου του κόσμου».
Δεν είναι ταμπού, μα είναι συντριβή της καρδιάς, όταν η αμαρτία σου σε κοιτάει ξεγυμνωμένη.
Δεν είναι ταμπού ο ψίθυρος που γίνεται ικεσία, την ώρα που κάτω από τον Σταυρό τα κρίματα σου αφήνεις και δυνατά σαν τον ληστή θέλεις να το φωνάξεις το…
«Μνήσθητι μου Κύριε».
Δεν ειναι ταμπού, όσα βάσανα κι αν έχεις, όσες δοκιμασίες και αν σε βρίσκουν, να μαλακώνουν και ελαφρύτερα να γίνονται καθώς σκύβεις και προσκυνάς και το μέτωπό σου εκεί το ακουμπας στην εικόνα της ωραίας μας Παναγίας.
Δεν είναι ταμπού, μα είναι ελευθερία να αγαπάς τον Θεό και ολόκληρη η ζωή σου να περιστρέφεται γύρω από Εκείνον.
Να βρίσκεις τις απαντήσεις που ζητάς κάθε στιγμή στα δικά Του λόγια.
Να βρίσκεις τον Ίδιο, σε τόπους και σε κουβέντες, σε ώρες και σε πρόσωπα που δεν μπορούν να φωτογραφηθούν, ούτε να διαφημιστούν.
Την Κυριακή των Βαΐων, συναντήσαμε από μια ευλογημένη τύχη, τον άνθρωπο που μετέφερε τον άγιο Πορφύριο τελευταία φορά στο Άγιον όρος. Τον Κύριο Βαγγέλη. Περιγράφει ο ίδιος την ώρα που έφτασαν στον αρσανά της μονής με το καραβάκι.
«Όταν κατεβήκαμε, μας είπε ο γέροντας, ο Άγιος Πορφύριος:
-Αφήστε με, να κάτσω λίγο εδώ και μας έδειξε μια μεγάλη πεζούλα. Κάναμε όπως μας είπε και τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ένα σμήνος από πουλιά και ήρθε και στάθηκε πάνω από εμάς και πάνω από τον άγιο. Εμείς, αναρωτιόμαστε, τι πουλιά είναι αυτά και ο καθένας έλεγε την δική του χαζομάρα.
Και τότε ο γέροντας μας λέει:
-Βρε σείς! Τι λέτε; Δεν τα ακούτε πώς κελαηδάνε; Αηδόνια είναι.
Είναι γνωστή η αγάπη που είχε ο γέροντας στα αηδόνια. Και ναι, ένα σμήνος ολόκληρο είχε έρθει να υποδεχθεί τον άγιο που ανέβαινε για τελευταία φορά στο Άγιον 'Ορος και να τον συνοδεύσει στην τελευταία επίγεια κατοικία».
Δεν ήταν αυτά τα αηδόνια, ούτε διέξοδος ψυχολογική. Ήταν και θα είναι κάθε τέτοιο μικρό ή μεγάλο γεγονός, σχέση αγάπης με τον Θεό τον ίδιο, επικοινωνία, και παρηγοριά που ούτε φωτογραφίζεται ούτε διαφημίζεται, μα δίνει πνοή στα άπνοα και φως μόνιμο, χαροποιό, μοναδικό, σπουδαίο.
Φίλες και φίλοι αγαπημένοι,
πορευόμαστε σε μια πορεία προσωπική και ευσυγκίνητη, ετούτη τη Μεγάλη Εβδομάδα, για τα λάθη και τα πάθη που κουβαλάει ο καθένας από εμάς.
Είτε το πιστεύουμε, είτε όχι, είτε το βλέπουμε είτε όχι, από τον Γολγοθά περνάει ετούτη η πορεία και στην Ανάσταση καταλήγει, κάθε που έρχεται
του Μεγάλου Σαββάτου το βράδυ!
Δεν ειναι διέξοδος ψυχολογική, όταν τα μάτια με δάκρυα πλημμυρίζουν, την ώρα που ακούγεται το «Χριστός Ανέστη» και τα κεριά μας καίγονται και λιώνουν από το φως του Αναστημένου Χριστού.
Γιατί όλοι, μα όλοι, πλαστήκαμε για το φως και είναι κρίμα να μένουμε κρυμμένοι στα σκοτάδια.
Και τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, όταν οι καμπάνες θα ηχήσουν χαρμόσυνα και το «Χριστός Ανέστη» θα το ψάλλουν όλων τα χείλη,
μαζί με τις αγκαλιές και τα φιλιά και τις αγάπες που θα γίνουν μεταξύ εχθρών και φίλων, ας αναφωνήσουμε με τον αείμνηστο Μωραιτΐδη, τόσο δυνατά που να ακουστεί πάνω από ένα σύστημα παγκόσμιο που αιώνια νοσεί:
«Αχ, πατρίδα μου μικρή, πόσο μεγάλη είναι η θρησκεία σου!»
Σας ασπάζομαι με πολλή αγάπη!
ΤΒΜ
Φωτ. Σαντορίνη