Μενού
"Ο Καλογιάννος", ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

 

Ιωάννῃ Βαλαωρίτῃ
τω γλυκυτάτω μου υιώ

Μη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·

πατρίδα εγώ δεν έχωπαρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί· 

με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.

Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά· 

πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά. 

Λίγη δροσούλα τ’ ουρανού τ’ ακούραστο λαρύγγι μου το ξεφρύγει, όταν διψώ, και ζω μ’ ένα μυρμήγκι. 

Ξυπνώ το γλυκοχάραμα· του ήλιου την αχτίδα φορώ μαλαμοκέντητη βασιλική χλαμύδα

κι αρχίζω το τραγούδι μου.

Στα σύγνεφ’ ανεμίζει περήφανος σταυραϊτός, τον κόσμο φοβερίζει, κι εγώ τον βλέπω και γελώ…

Δεν του φθονώ την τύχη, ούτε με σκιάζει τ’ άσπλαχνο, το φοβερό του νύχι,

γιατί δεν καταδέχεται μ’ εμένα να χορτάσει θεριό που προς τη δόξα του βρίσκει στενήν την πλάση. 

Το κράζουν αυτοκράτορα… του φόρεσαν κορόνα, μας το ’πλασαν δικέφαλο… του γράφουν την εικόνα… 

Στη μια τη φούχτα να κρατεί χρυσή τού δίνουν σφαίρα,

στην άλλη του γυμνό σπαθί… κι επήρε ο νους του αγέρα! 

Το πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι

είν’ η ξανθή μου η κυκλαμιά.

Εγώ με το τραγούδιτ ην ανακράζω από ψηλά

κι εκείνη στη φωνή μου γοργά προβαίνει ολόχαρη.

Πιστόν προξενητή μου

το πρωτοβρόχι δέχεται στο φτωχικό κρεβάτι

και δείχνεται στο φίλο της εντροπαλή, δροσάτη… 

Δεν σε ζηλεύω σταυραϊτέ!

Του πριναριού μου η μάζα αξίζει την κορόνα σου και τα χρυσά τσαπράζα.

 Δεν ανεβαίνω σαν εσέ και σαν εσέ δεν πέφτω

στην αρπαγή, στο σκοτωμό, κι άλλο ποτέ δεν κλέφτω

παρά με το τραγούδι μου καμιά καρδιά καμένη. 

Εσέ σε βάφουν αίματα, εμέ η δροσιά με πλένει. 

Ζω με τα φύλλα τα χλωρά, με τ’ άνθη θα πεθάνω, 

κι αφήνω χωρίς κλάματα τον κόσμο αυτόν τον πλάνο. 

Μια μόνη αγιάτρευτη πληγή έχω βαθιά κρυμμένη

στην άκακή μου την καρδιά, και κάποτε πικραίνει,

 διαβάτη, αυτή μου τη χαρά… 

Είχ’ αγαπήσει μια φοράστο πρώτο το ταξίδι μου μια καλογιαννοπούλα,

γκόλφι του λόγγου ατίμητο,

και σαν εμέ φτωχούλα. 

Σ’ ένα κλαρί παράμερο, μακρά από κάθε μάτι, 

εγώ κι εκείνη εστήσαμε το νυφικό κρεβάτι, 

και με τραγούδια αδιάκοπα και με τον έρωτά μας

κρυφά κρυφά αναθρέψαμε, διαβάτη, τα παιδιά μας.

Μια νύχτα που την έσφιγγα γλυκά με τα φτερά μου

κι ένιωθα μου λαχτάριζε στη φλογερή αγκαλιά μου, 

ακούω που τρέμει το κλαρί και βλέπω έναν αστρίτη

που κοίταζε να καταπιεί το φτωχικό μας σπίτι. 

Τα μάτια που μου κάρφωσε στην όψη το θερίο,

η γλώσσα του η διχαλωτή, το χνότο του το κρύο, 

διαβάτη, με μαρμάρωσαν…

εσβήστηκα… δεν είδατη φοβερή μας τη σφαγή…

Στην πρώτην την αχτίδα του ήλιου, που μ’ επύρωσε,

ξυπνώ στη γη ριμένο… Μου λείπαν όλα τα παιδιά…

Βαρύ, κουλουριασμένο το σερπετό εκοιμότουνε μες στη φωλιά χορτάτο

κι η μάνα ετοιμοθάνατη, που σπάραζε στο βάτο, είχε τη σάρκα ολάνοιχτη…

Ορμώ, την αγκαλιάζω· του κάκου σκούζω, δέρνομαι, του κάκου τηνε κράζω… 

Κι εκεί που της εμάλαζα τα ξεσχισμένα στήθη, διαβάτη μου, το αίμα της στην τραχηλιά μου εχύθη. 

Κι από τα τότε μὄμεινε μες στην καρδιά η πικράδα

και στο λαιμό παντοτινά γραμμένη η κοκκινάδα… 

Αλλά… δε θέλω κλάματα· μακρά από μένα ο πόνος. 

Βασιλικό παλάτι μου είναι τ’ αράμνου ο κλώνος

και βιο μου είν’ η χαρά. Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.

[1878]

 


[Επιστολή που συνοδεύει την πρώτη δημοσίευση, Εστία, Γ' 151 (Νοέμβρ. 1878), 751-752]
Δεν εντρέπομαι να ομολογήσω, φίλτατε Παύλε, ότι και ως γέρων ραψωδός παράξενος και ως απλούς θνητός έχω κι εγώ τας αδυναμίας και τας ιδιοτροπίας μου.

Μεταξύ τούτων υπάρχει και η απέραντος συμπάθειά μου προς έν των κοινοτέρων και των ταπεινοτέρων φθινοπωρινών πτηνών μας, τον λάλον, τον αγαθόν Καλογιάννον.
Αγνοώ πόθεν προήλθε το όνομά του ή αν απανταχού της Ελλάδος ούτω πως ονομάζεται η εριθανής ή πυραλίς των αρχαίων, η motacilla grisea του Λινναίου, ο pettirosso των Ιταλών και ο rouge-gorge των Γάλλων.

Και το μεν δημοτικόν ελληνικόν όνομα μαρτυρεί πιθανώς περί της αγαθότητος του ήθους και της φυσικής αυτού τάσεως προς την οικειότητα,

το δε αρχαίον, καθώς το ιταλικόν και το γαλλικόν, πηγάζει εκ της ωραίας ερυθροειδούς κηλίδος, ήν γαυριών επιδείκνυται επί του τραχήλου.
Πολλαχού της Εσπερίας Ευρώπης τα χαριέστατα ταύτα πτηνά εμφανίζονται κατά το έαρ, αλλ’ εν Ελλάδι μόνον μετά τας πρώτας βροχάς του φθινοπώρου

έρχονται και δίδουν ζωήν εις τα νεκρά μας δάση.

Φθάνουν δε ταυτοχρόνως τόσον πολλά και τόσον εκθύμως, ευθύς μετά την άφιξίν των, επιδίδονται εις το προσφιλές κελάδημά των,

ώστε μένει τις εκστατικός ενώπιον τοιαύτης συμφωνίας.
Ο Καλογιάννος είναι το πρωινότερον των πτηνών μας, δίδει εις τον γεωργόν το σύνθημα των εργατικών εργασιών και τον ανακουφίζει διά του άσματός του,

όταν παρά τον κορμόν σκιερού δένδρου αναπαύεται εκ του πολλού κόπου.

Το λάλημά του είναι μεν βραχύ, αλλά γλυκύτατον, και το επαναλαμβάνει αδιακόπως, χωρίς να ταράττεται διόλου εκ της παρουσίας των ανθρώπων,

μεθ’ ών αρέσκεται να συζή, και εις τας κατοικίας των οποίων αφόβως εισέρχεται και ζητεί την τροφήν του, όταν η χιών, καλύπτουσα το έδαφος, κρύπτη τα έντομα, δι’ ών συντηρείται.

Εγώ δε είδον αυτόν ενίοτε καθήμενον αταράχως επί των κεράτων των αροτήρων βοών και ψάλλοντα χωρίς να φοβήται διόλου ούτε την βουκέντραν ούτε τον σάλαγον του ζευγηλάτου.
Ο μέγας φίλος και προστάτης των μικρών και αδυνάτων πτηνών Michelet ισχυρίζεται ότι ο Καλογιάννος είναι φύσει ζηλότυπος, και διηγείται ότι εκείνος,

όστις επί πολλά έτη έζη ελεύθερος εν τω γραφείω του, επετέθη μανιωδώς κατά μιας αηδόνος, ήν είχεν αποκτήσει και προς την οποίαν απένεμεν εξαιρετικάς περιποιήσεις.

Πολλάκις δε τον παρηνώχλει καθήμενος επί των δακτύλων ή επί της κεφαλής, όταν κατελάμβανεν ότι ο κύριός του, βεβυθισμένος εις την μελέτην, παρημέλει τον γηραιόν φίλον του.
Και όμως τον Καλογιάννον περιφρονούν οι ποιηταί. Δεν τον καταδέχονται, είναι φτωχό πουλί, είναι χωριάτης.

Δεν έχει τους ερωτικούς ρεμβασμούς της αηδόνος· εξυπνά πάρα πολύ πρωί, είναι χυδαίος, πάντοτε εύθυμος, πάντοτε καλοκαρδισμένος, δεν μελαγχολεί ποτέ,

ενί λόγω, είναι λαός.
Αλλ’ εγώ τον ηγάπησα εκ νεαράς μου ηλικίας και όταν κατά την έναρξιν του φθινοπώρου συναντώμαι μετά του πρώτου Καλογιάννου και της πρώτης κυκλαμιάς

(διότι το άνθος και το πτηνόν συγχρόνως εμφανίζονται), η καρδία μου σκιρτά, ως αν αίφνης έβλεπον παλαιούς φίλους επανερχομένους εκ μακράς αποδημίας.
Απέναντι των παραθύρων του εν Μαδουρή εξοχικού μου οίκου εγείρεται παμμεγέθης ελαία, ήτις είναι αληθής αγορά του λαού των Καλογιάννων.

Εκεί συνέρχονται, ιδίως όταν επίκειται χειμών ή τρικυμία, και συναναστρέφονται μετ’ εμού και με ευφραίνουν διά των κελαδημάτων των.

Χίλιες φορές μού διεσκέδασαν τα μαύρα νέφη της φαντασίας! Χίλιες φορές με παρηγόρησαν και μου εγλύκαναν τα κρυφά φαρμάκια της ψυχής!
Χρεωστώ εις αυτούς τόσην ευγνωμοσύνην!
Τίποτε λοιπόν παράδοξον, αν συνέλαβα την ιδέαν να πληρώσω τας φιλοφροσύνας των δι’ ολίγων στροφών, δι’ ενός ταπεινού ειδυλλίου,

αφού μάλιστα δεν εμπρέπουν εις ημάς πλέον άσματα πολεμικά και διθύραμβοι.


Σος πάντοτε
Οκτώβριος 1878
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ