«Μια μέρα ήρθε το φθινόπωρο,
που τόσο αγαπάς,
μα εσύ,
εκεί στέκεις
και το κοιτάς
με μάτια δακρυσμένα
και την καρδιά σφιγμένη
από τον πόνο.
Σιωπάς, μόνο σιωπάς
κι όλα σιωπούν μαζί σου.
Κι οι μέρες του,
περνούν εμπρός σου
και χάνονται
βουβές κι αυτές,
από το βάρος του σταυρού σου τσακισμένες.
"Κράτα καρδιά μου
μη λυγίζεις",
έτσι τα σύννεφα
σου γνέφουν
στο φύσημα του αγέρα.
«Και αν τώρα φθινοπώριασε,
καρδιά μου,
και αν της λεύκας μας
της αγέρωχης,
τα φύλλα κιτρινίσαν
και την αυλή μας όλη τη σκεπάσαν…
Και αν άγρια η βαρυχειμωνιά την περιμένει
και αν τα γυμνά της τα κλαδιά
ποθεί το ξεροβόρι να παγώσει…
"Κράτα καρδιά μου,
μη λυγίζεις".
Στην Άνοιξη, καρδιά μου,
η ματιά σου,
στην Άνοιξη μαζί και η φτωχή σου ελπίδα….
Στην Άνοιξη,
την κόρη του καιρού,
τη λευκοφορεμένη,
εκεί,
στο βάθος του ουρανού,
με την Ανάσταση των πάντων,
εκείνη σε προσμένει».
ΤΒΜ