«Ήσυχα κι απρόσμενα
που έπεσε το χιόνι
κι απαλά εκάθισε
στον τρούλο της μεγάλης εκκλησιάς,
στου μικρού σπιτιού τα κεραμίδια.
Ήσυχα κι απρόσμενα
που έπεσε το χιόνι
κι όμορφα εστόλισε
της ροδιάς μας τα γυμνά κλαριά
και τον φράχτη έντυσε
με λευκά, δαντελωτά προικιά.
Ήσυχα κι απρόσμενα
που έπεσε το χιόνι
και λόγια μυστικά κι αμόλυντα
ψιθύρισε και είπε
στου κήπου την ωραία κοιμωμένη,
τη μικρή, την τριανταφυλλιά.
Ήσυχα κι απρόσμενα
που έπεσε το χιόνι
και στοργικά εσκέπασε
τα κεφαλάκια των πουλιών
και όλα τα αθώα ονείρατα
των μικρών παιδιών.
Κι έτσι όπως,
ήσυχα κι απρόσμενα
κι αθώα κι απαλά,
έπεσε το χιόνι,
ο χρόνος μαρμάρωσε εμπρός του
και γαλήνεψε
και μια στιγμή εστάθηκε
κι έγραψε πάνω στο λευκό του,
λέξεις μαλαματένιες κι ασημιές
για αθώες καρδιές
για ψυχές καθαρές
για ζωές γαληνεμένες
για απρόσμενες χαρές.
ΤΒΜ
21.01.2024
«Απρόσμενες χαρές»
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ