Λουλούδιασε η αμυγδαλιά
μες του χειμώνα την καρδιά
κι έγειρε ο ήλιος πάνω της
να την καλωσορίσει
και λόγια αγάπης μυστικά
να της κρυφομιλήσει.
Στο άγγιγμά του το ζεστό,
εκείνη ευωδίασε,
στα λόγια του τα τρυφερά,
τ´αχείλι της μειδίασε.
«Ήλιε μου,φως μου κι όνειρο
κι ανείπωτη χαρά μου,
που λάμπεις στην καρδούλα μου,
ζεσταίνεις τα κλωνιά μου,
κει στα μπαλκόνια τ´ουρανού
πάρε κι εμέ μαζί σου
και κάνε με αιώνια,
ένα με την ζωή σου».
Κι ο ήλιος χτυποκάρδισε
κι έλαμψε απ´αγάπη
και σκόρπισε τα χάδια του
σ´ολόκληρη την πλάση.
«Τοιμάστε τα παλάτια μου,
για τη βασίλισσά μου
που έκλεψε την αγάπη μου
και την χρυσή καρδιά μου».
«Ο ήλιος υπανδρεύεται»,
έψαλλαν τα αηδόνια
και πέπλα από άνθη ολόλευκα,
στείλαν τα χελιδόνια.
Να τα φορέσει η μυγδαλιά
σα νύφη που θα γίνει,
κι η ομορφιά της να γενεί,
της φύσης καλοσύνη.
Κρύος βοριάς σαν τ´άκουσε
του γάμου τα χαμπέρια,
εζήλεψε κι εφύσηξε
τη νύφη την αιθέρια,
και με κακό εχάλασε
τη νυφική της μέρα.
Τα πέπλα της αμυγδαλιάς
γύρω εσκορπιστήκαν
στον ουρανό τα σύννεφα
όλα εμαζευτήκαν.
Το φως του ήλιου κρύφτηκε
εβούρκωσε η καρδιά του
τ´αστέρια θρύψαλα έγιναν
κι όλα τα όνειρά του.
Μα εκείνη η πανέμορφη,
η μυγδαλιά, η νύφη,
καθώς εκεί που στέκονταν
στο άγριο ξεροβόρι,
με τα σχισμένα πέπλα της
και την καρδιά κομμάτια
λόγια γλυκά του μήνυσε
με δακρυσμένα μάτια:
«Ήλιε μου και αγάπη μου,
μοναδική κι αιώνια,
όρκο σου δίνω ιερό
την καθε ημέρα που θα ζω
πιότερο να σε αγαπώ
το χάδι σου να καρτερώ
και στο δικό σου φίλημα
να λάμπω
να ανασαίνω».