Οι βουνίσιοι όγκοι
γύρω -τριγύρω,
γίγαντες σιωπηλοί και καλοκάγαθοι,
άρχοντες του τόπου
που ντύθηκαν βασιλικούς μανδύες ομίχλης γκριζωπής.
Η παγερή βουή του ποταμού
που στο διάβα του το αέναο,
καημό βουίζει κι ερημιά
και αποθυμιά αγάπης.
Ο χειμώνας,
ο ακριβομίλητος, ο λιγόλαλος,
ο βαρύς και σιγαλός χειμώνας,
με την άσπρη του την μακριά γενειάδα,
την κάπα του που εφόρεσε
και μέσα στους καιρούς περιπολεύει.
Ο μικρός κοκκινολαίμης της αυλής μας
που κάθισε καμαρωτός στη νεαρή την κυδωνίτσα πάνω
και από το κρύο δεν τρομάζει.
Ταψηλά τα ολόγυμνα τα δέντρα, με όρθια ολόρθα τα γκριζωπά κλαριά τους
που στέκονται φρουροί ακοίμητοι των λιγοστών κατοίκων του χωριού μας.
Τα πρόβατα, τα αθώα,
που ησυχάζουνε στα χειμαδιά.
Το στερνό, το λιγοστό, το τελευταίο της μικρής ημέρας φως, που την ματιά σου αποχαιρετά. Της γιαγιάς οι λαλαγγίδες,
Της γιαγιάς οι λαλαγγίδες, τα παραμύθια,
οι θρύλοι, οι μύθοι, οι ιστορίες,
για παγανά που τρέχουν να κρυφτούν στα έγκατα της γης.
Η αγιαστούρα που έρχεται τον τόπο να αγιάσει.
Η νύχτα που πέφτει ανάστερη και παγωμένη.
Ο αγέρας που φυσά στο έρημο,
το πέτρινο το καλντερίμι.
Τα ξύλα που ανάφτουν και μες στη σόμπα μπουμπουνιζουν.
Οι γιορτές του χειμώνα που παρατείνονται, παρηγοριά στις μακριές τις νύχτες της ζωής μας, που κάποτε ελπίζεις να τελειώσουν.
Τα γέλια των παιδιών που έχουν μεγαλώσει κι όμως γελούν ακόμα σαν παιδιά,
σημάδι χαράς κι ελπίδας αυτό.
Εσύ…εσύ που ήρθες και δεν θες ποτέ ξανά να φύγεις.
Ζάτουνα, 4 Ιανουαρίου 2024