Στις αυλές των σπιτιών έβέλαζε ήδη ο άμωμος αμνός, ο οποίος είχε εγκαίρως αγοραστεί από τις ποιμενικές μάνδρες που βρισκόντουσαν στα όρη του νησιού. Τα παιδιά κάθε σπιτιού τον έτρεφαν με άφθονη χλόη και πολύ περισσότερο με αφθονότερους ασπασμούς. Λίγα μόνο και πιο πολύ τα μεγαλύτερα, μπορούσαν να φανταστούν πόσο πόνο θα προκαλούσε στις τρυφερές τους καρδιές η ανελέητη σφαγή του, το πρωί της μεγάλης Πέμπτης.
Ω,τότε! Επέστρεφαν τα αγόρια από τα κάλαντα της μεγάλης Πέμπτης με τα καλάθια και τα μαντήλια γεμάτα από αυγά και αντίκριζαν ως κεραυνόπληκτα τον αγαπημένο και καλοθρεμμένο αμνό, κρεμασμένο από το τσιγκέλι με την κεφαλή προς τα κάτω σφαγμένη και τη γλώσσα δαγκωμένη. Θα μπορούσε να δικαιολογήσει κάνεις τους μεγάλους λέγοντας ότι δεν υπήρχε αποτελεσματικότερος τρόπος κατηχήσεων των μικρών στο νόημα της αδίκου σφαγής του άκακου Ναζωραίου για να αισθανθούν βαθύτερα την ανάγνωση του «οίκου» της Μεγάλης Πέμπτης που θα άκουγαν το βράδυ στην ακολουθία των Παθών:
Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα·
(Η Παρθένος Μαρία, βλέπουσα τον Υιό της συρόμενο προς τον θάνατο, όπως βλέπει η αμνάς το αρνάκι της να σύρεται επί τη σφαγή, ακολούθησε κι εκείνη μαζί με άλλες γυναίκες, βασανιζόμενη από τη λύπη και λέγουσα μεγαλοφώνως προς Αυτόν: Πού πηγαίνεις παιδί μου;)
‘Ετσι και τα κορίτσια του σπιτιού έφευγαν κι αυτά μακριά από το κρεμασμένο αρνάκι ρουφώντας τα δάκρυα τους. Βεβαίως κανείς δεν έδινε σημασία βλέποντας αυτές τις παιδικές ευαισθησίες. Μόνο παπΑ-Φραγκούλης κάθε φορά που αντίκριζε τη μικρή του θυγατέρα να κλαίει μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του:
«Ω και ν’ αγαπούσαμε μαθές και το Χριστό ωσάν το αρνίον του Πάσχα».
Ευτυχώς όμως τα παιδιά με τις αθώες ψυχές τους παρηγορούνταναν σύντομα. Οι εκτενείς Ακολουθίες των Παθών με το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» με την περιφορά του Επιταφίου με το μεγάλο Σάββατο και το «Ανάστα ο θεός», με τα Βάγια ανάμεικτα με πέταλα ανθέων να ραίνουν τους πιστούς και προπαντός με την ακολουθία της Λαμπρής και της πολύκροτου Αναστάσεως. ‘Ολες αυτές οι συγκλονιστικές εντυπώσεις αποσπούσαν την προσοχή και την σκέψη των παιδιών από την εικόνα του σφαγμένου αρνιού. Και αυτή την λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως, στο πασχαλινή τράπεζα κανείς δεν αμφέβαλλε πως αυτή η θεσπέσια γεύση, μετά από υόσες εβδομάδες αποχής από το κρέας, προερχόταν από το πολύκλαυστο και πολυθρήνητο και τέως αγαπημένο και καλοαναθρεμμένο αρνάκι.
Και πάνω στην ώρα όπου προσπαθούσαν να το απωθήσουν στα έσχατα όρια της μνήμης τους, ακουγόταν ο παπα Φραγκούλης να εξηγεί στο δωδεκαετή Σπύρο του,τον οποίον χαϊδευτικά αποκαλούσε Λαμπράκη:
«‘Ετσι που λες Λαμπράκη μου. Κι εμείς πικραινόμαστε βλέποντας τον Χριστό στον Σταυρό κρεμασμένο. Αλλά σε τρεις μερίτσες και αυτές κουτσουρεμένες νατην η Ανάσταση με τα φώτα, με τα τσουγκρίσματα, τον οβελία και το κοκκινέλι. Δεν το είπε και ο ίδιος ο Κύριος πως και η λύπη χαρά θα γίνει;»
Και ο δωδεκαετής Λαμπράκης είχε πάντα λόγο εκείνη την ώρα να λησμονήσει κάθε λύπη γευόμενος τον ψημένο οβελία και τα εύγευστα αυγά.
Τι ωραία που ήταν τα κατακόκκινα αυγά που είχε βάψει η παπαδιά για να προσφέρει σε κάθε επισκέπτη τις ημέρες αυτές μαζί με την απαραίτητη πασχαλινή κουτσούνα;
Ο Λαμπράκης κοίταζε το δικό του αυγό και σκεφτόταν:
«Ω! πόσο ωραίο ήταν να το κρατάει. Κι έτσι κατακόκκινο και γυαλιστερό που ήταν έμοιαζε να του υπόσχεται ότι θα σπάσει όλα τ’άλλα αυγά. Ωραίο όμως ήταν και στη γεύση, μετά από μία Μεγάλη Σαρακοστή ακόμα και για τα παιδία.
Πώς θα γινόταν και κανείς να μη σου το σπάσει αλλά και να το γευτείς;
Ο δωδεκαετής Λαμπράκης ή αλλιώς ο Σπύρος, ο χαϊδεμένος μοναχογιός του παπα Φραγκούλη συνελάμβανε ήδη την ιδέα της παραλόγου πλοκής των ανθρωπίνων επιθυμιών.
Και πόσο πολύ εντυπωσίαζε τον Λαμπράκη και η εγκάρδια και αρχοντική πασχάλια φιλοξενία στο σπίτι του του παπά και πατέρας του; Στο τραπέζι τους εκτός από την οικογένεια τους καθόταν και ο γείτονας ο κυρ-Παναγής ο μαραγκός με τη γηραιά συμβία του γιατί δεν είχαν κανένα στον κόσμο αυτοί ως άτεκνοι που ήταν, όπως έλεγε η μητέρα του. Καθόταν ακόμα και η θεία η Μαλάμω η οποία είχε συγγενείς αλλά τους είχε θάψει όλους καθότι επέμενε να ζει ίδια και μετά τα ενενηκοστά της γενέθλια. Τέλος στην άκρη της Πασχαλινής τράπεζας, επάνω ακριβώς στην τελευταία γωνία, σχεδόν αμίλητη καθόταν η Χριστίνα η δασκάλα όπως την φώναζαν. Ο Λαμπράκης δε γνώριζε γιατί την ονόμασαν δασκάλα αφού δεν την είχε δει ποτέ στο σχολείο να διδάσκει. ‘Και ενώ οι κόρες των ματιών της ήταν λευκασμένεςσαν να ήταν γριά, τα ίδια της τα μάτια ήταν λες και συνδύαζαν το ύφος της υπομονής και της αγάπης και της αφοσιώσεως. Χθες ο Λαμπράκης είχε κρυφακούσει τους γονείς του να συζητούν για την Χριστίνα που είχε ασπρίσει αστεφάνωτη.
«Ας όψεται ο κομματάρχης ο Παντελής, ο Ντεληκανάτας», έλεγε η παπαδιά.
«Αυτή τον περισσότερο είναι η περισσότερο σταυρωμένη από όλους μες στο χωριό», παρατηρούσε ο ιερέας.
Και η μητέρα συμπέρανε:
«’Αρα κι αυτηνής της αξίζει περισσότερο από όλους εμάς η ανάσταση». Ο Λαμπράκης δεν καταλάβαινε όσα άκουγε για την Χριστίνα αλλά την συμπαθούσε υπερβολικά, ιδίως όταν έβλεπε τη μητέρα του να συμπεριφέρεται προς αυτή με άδολη αγάπη και σεβασμό.
Με όλα αυτά τα πρόσωπα στον κόλπο του σπιτιού τους και με την ειλικρινή και αρχοντική αγάπη του πατέρα του, του παπα-Φραγκούλη, προς όλους, ο δωδεκαετής Σπύρος ή χαϊδευτικά ο Λαμπράκης είχε την αίσθηση ότι κατανοεί «την βασιλεία των ουρανών», που ακούγεται τόσο συχνά στο ευαγγέλιο. Τώρα εν τέλει κατανοεί ο Λαμπράκης και δικαιολογεί μέσα του την σφαγή του άμωμου αμνού, εφόσον προσεφέρετο δι’ αυτής τόση ευφροσύνη σε τόσο πολλούς και τόσο αξίους.
Κωνσταντίνος Γανωτής
Διασκευή του παραμυθιού με τίτλο: "Σε Παπαδιαμάντειο ύφος"