Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά!
Τα ποτήρια τσουγκρίζουν κι οι ευχές γεμίζουν το σπιτικό. Η γιαγιά σπάει το ρόδι κι εύχεται αργά-αργά και μέσα από την καρδιά:
‘’Όσα και τα σπόρια ετούτου του ροδιού, τόσα και του Θεού τα καλά, που τις καρδιές μας όλο το χρόνο θα γεμίζουν!’’
Μια μεγάλη βασιλόπιτα με μπόλικη άχνη στο κέντρο του τραπεζιού περιμένει τον σπιτονοικοκύρη να την μοιράσει. Τη σταυρώνει ο παππούς κι αρχίζει τη μοιρασιά…. Του Χριστού, της Παναγιάς, του 'Αγιου Βασίλη, του φτωχού….του πατέρα, της μητέρας…..
Η Μαρία περιμένει με αγωνία να ακούσει το όνομά της. Θέλει πολύ να της τύχει το φλουρί! Κι ο παππούς συνεχίζει… του Μιχάλη της Μαρίνας, της Μαρίας….
Μέχρι να πάρει το κομμάτι της η Μαρία από τα χέρια του παππού, ο Μιχάλης φωνάζει χαρούμενος : Νάτο! Το φλουρί! Νάτο! Είμαι ο τυχερός της χρονιάς! Και κρατώντας το στο χέρι του, κάνει τον γύρο του τραπεζιού. Ο παππούς τον φιλάει και του δίνει τον μποναμά του κι ύστερα για άλλη μια φορά όλοι σηκώνουν τα ποτήρια τους και τσουγκρίζουν κι εύχονται: ‘’Καλή χρονιά!’’
Η Μαρία έχει βουρκώσει….Χωρίς να την πάρει χαμπάρι κανείς ανοίγει την πόρτα και γλιστράει στην αυλή. Πάει και κάθεται κάτω από τη γέρικη σοφή ελιά, έτσι την έλεγε ο παππούς της που είχε την ίδια ηλικία με αυτήν. Κι εκεί, κάτω από την ελιά, αρχίζει το κλάμα η Μαρία. Κι είναι ένα κλάμα αναφιλητό ! Ο σπουργίτης που έπαιζε πηδώντας στα γυμνά κλαριά της αμυγδαλιάς, σταμάτησε το παιχνίδι και φτερούγισε κοντά στο μικρό κορίτσι. Παίρνοντας ύφος σοβαρό ρωτά:
-Ποιοοος κλαίει εδώ;
Καμμιά απάντηση δεν παίρνει και το κλάμα τώρα, γίνεται πιο δυνατό.
Ξεροβήχει ο σπουργίτης και ξαναρωτά:
-Κοριτσάκι; Γιατί κλαις; Πηδά λίγο δεξιά από τη Μαρία ….κι ύστερα λίγο αριστερά….και ξαναλέει φέρνοντας τη φτερούγα του στο μέρος της καρδιάς:
-Έλα πες μου σε παρακαλώ! Δεν μπορώ να σε βλέπω να κλαις! Μου ματώνεις την καρδιά…
Τότε η Μαρία του λέει με λυγμούς:
-Ήθελα να κερδίσω το φλουρί της βασιλόπιτας….ήθελα να είμαι η τυχερή της χρονιάς κι εγώ μια φορά! Ποτέ μου δεν το έχω κερδίσει!
-Μμμ….μάλιστα είπε ο σπουργίτης που τά ‘χε βρει λίγο σκούρα αφού πρώτη φορά του τύχαινε να κανακέψει μικρό παιδί…..
‘-Έχει πολλααά φλουριά ετούτος ο κόσμος μα και ολόκληρος ο χρόνος, που τη ζωή σου τυχερή, μα πιο πολύ όμορφη μπορούν να κάνουν'', την παρηγόρησε τότε η γέρικη, η σοφή Ελιά και με τη βοήθεια του αέρα έσκυψε και τη χάιδεψε με τα ασημένια της τα φύλλα….
-Και ποια είναι αυτά΄; ρωτά η Μαρία που δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα.
-Είναι τα φλουριά της αγάπης και της μοιρασιάς….Είναι τα φλουριά που όταν σου τύχουν κάνουν την καρδιά δέντρο της χαράς!’’
-Τι παράξενα φλουριά είναι αυτά; Και πού θα τα ψάξω; Και πώς θα τα τύχω και πώς θα τα βρω; ξαναρωτά τώρα η Μαρία με μεγαλύτερη απορία….
‘’Έχε τα μάτια της καρδιάς σου ανοιχτά’’…. είπε η γέρικη σοφή ελιά και καθώς το βοριαδάκι φύσηξε τα ασημένια φύλλα της έσκυψαν και χάιδεψαν ακόμα μια φορά τα μαλλάκια του μικρού κοριτσιού που τώρα είχε ησυχάσει κάπως από το κλάμα.
Αμέσως την άλλη στιγμή ο σπουργίτης που χρόνια τώρα φίλος καλός είναι της ελιάς και στις φυλλωσιές της μέσα χώνεται χειμώνα , καλοκαίρι κι όλα τα βλέπουν κι όλα τα συζητούν οι δυο τους, πέταξε και κάθισε στον ώμο της μικρής Μαρίας.
-'Ελα μικρή! Πάμε να σου δείξω κάτι, της ψιθύρισε.
Φτερούγισε τότε μπροστά ο σπουργίτης και πήγε και κάθισε στο παράθυρο του διπλανού σπιτιού.
‘’Κοίτα Μαρία, κοίτα εδώ ,μέσα σε τούτο το σπιτικό’’ , της είπε σιγανά .
Και κοίταξε η Μαρία κι είδε τον Βασιλάκη με τους γονείς του να τρώνε, στο τραπέζι το πρωτοχρονιάτικο που δεν ήταν καθόλου μα καθόλου γιορτινό. Ούτε ποτήρια με κόκκινο κρασί τσουγκρίζανε, ούτε γαλοπούλα γεμιστή είχαν, ούτε γλυκά. Λίγο κοτόπουλο, λίγες πατατούλες και δυο φετούλες ψωμάκι….Και η πίτα πού ήταν; Χρονιάρα μέρα και δεν θα κόψουν πίτα; Και κάτω από το δέντρο κανένα δώρο κλειστό ή ανοιχτό δεν υπήρχε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της η Μαρία για να δει καλύτερα. Και τότε είδε τα πρόσωπά τους που δεν είχαν ούτε χαμόγελο, ούτε χαρά… Η Μαρία είχε σαστίσει. Πρώτη φορά έβλεπε πρωτοχρονιάτικο τραπέζι , χωρίς λογιών λογιών φαγητά, χωρίς βασιλόπιτα , χωρίς φώτα, χωρίς χαμόγελα.
Ο σπουργίτης πέταξε ξανά και τούτη τη φορά πήγε κάθισε επάνω στην Ελιά . Ξοπίσω του, τρέχει η Μαρία.
-'Ε...στάσου που πας; Γιατί στο σπίτι του Βασιλάκη, δεν είναι τίποτα γιορτινό; τον ρωτά.
-Γιατί ο πατέρας του, είναι μήνες πολλούς χωρίς δουλειά….’’ της λέει τότε ο σπουργίτης κι η Ελιά κουνά τα φύλλα της με λύπη.
Η Μαρία κατεβάζει το κεφάλι ντροπιασμένη….Εκείνη τα έχει όλα!
Και μπαμπά με δουλειά και σπίτι γιορτινό και λογιών φαγητά και δώρα πολλά! Μόνο το φλουρί δεν έχει και αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να κλαίει χωρίς σταματημό! Τι ντροπή! σκέφτηκε και χωρίς να πει κουβέντα άλλη, μπαίνει ξανά στο σπίτι.
Το βράδυ δυσκολεύεται να κοιμηθεί γιατί όλα αυτά στο μυαλό της τριγυρνούν και το πρωί ξυπνά πολύ νωρίς. Ετοιμάζεται γρήγορα και μπαίνει στην κουζίνα. Καλημερίζει τους γονείς της και τα αδέλφια της, κάθεται μαζί τους και τους λέει όλα αυτά που είδε στο σπίτι του Βασιλάκη.
Η μαμά της, μόλις τ'ακούει, φοράει την ποδιά της, χτυπά τα χέρια της ρυθμικά και λέει αποφασιστικά:
-Ας συντονιστούμε λοιπόν! Θα μαγειρέψουμε φαγητό γιορτινό! Για το Βασιλάκη και τους γονείς του!
Το μεσημέρι είχαν τα πάντα ετοιμαστεί. Σούπα ζεστή, γαλοπούλα γεμιστή, ψωμί με καρύδια και μια βασιλόπιτα μοσχομυριστή!
-Θα δωρίσω στο Βασιλάκη και το ποδήλατό μου! λέει με ενθουσιασμό η Μαρία καθώς κοιτά το καινούριο ποδήλατο που πήρε για δώρο τις γιορτινές μέρες.
Η μητέρα της, την κοιτά παραξενεμένη και τη ρωτά:
-Έναν ολόκληρο χρόνο μας έφαγες τα αυτιά γι αυτό το ποδήλατο! Και τώρα που το πήρες θα το δωρίσεις;
-Μα ο Βασιλάκης γιορτάζει και δεν έχει πάρει ούτε ένα δώρο, λέει η Μαρία και η μητέρα της χαμογέλασε γλυκά.
…………………………………………………………………………………………………………………………………..
Το μεσημέρι της δεύτερης μέρας του χρόνου, στο σπίτι του Βασιλάκη τα ποτήρια τσουγκρίσαν και χαρούμενες ευχές σκορπίσαν στον αέρα.
Κι ήταν κι η Μαρία εκεί και το φλουρί της πίτας σ’εκείνη έπεσε!
‘’Γιατί ήταν αυτό το φλουρί της αγάπης και της μοιρασιάς…
Γιατί ήταν αυτό το φλουρί που όταν σου τύχει, κάνει την καρδιά σου δέντρο της χαράς’’
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
ΤΒΜ