Μέσα στην καλή χαρά μας ήρθε ο Φλεβάρης και άρχισε αμέσως να κάνει συντροφιά με τη Λιακάδα.
Και χάρηκε τότε η μικρή μας μυγδαλιά και φόρεσε τα νυφικά της και μια γέρικη ελιά καμαρώνει τα προικιά της:
«Μυγδαλιά μου, μυγδαλιά μου, γιατί βιάστηκες να ανθίσεις;
Δεν φοβάσαι τον χιονιά;
Άκου εμένα που έχω χρόνια».
Μα εκεί δεν άκουγε τίποτα. Κι όλο άνθιζε και όλοι στολιζόταν.
Ο Σπουργίτης φώναξε τότε τους φίλους του και όλοι μαζί θαύμασαν την Μυγδαλιά και πέταξαν και κάθισαν πάνω από τα ολάνθιστα κλαριά της. Οι ανεμώνες που ζήλεψαν βγήκαν κι αυτές από την αγκαλιά της γης κι έγιναν τώρα πολλές και φόρεσαν τα μπλε, τα κόκκινα, τα βιολετιά κι όλες μαζί τραγούδησαν:
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
Η γέρικη ελιά συλλογίστηκε πως… ο Φλεβάρης όταν χαίρεται ξυπνάει τη γη, μα αν τύχει και θυμώσει;
Ξαφνικά, ο Φλεβάρης κάτι θυμήθηκε και παράτησε μοναχή τη Λιακάδα:
-Παίξε μόνη σου, γιατί εγώ θυμήθηκα πως έχω κάτι να κάνω. ‘Ετσι της είπε κι έτρεξε ίσα στο σπίτι του παππού του Χρόνου.
-Βρε, βρε! Καλώς τον! Πώς και θυμήθηκες ναρθεις να δεις τον παππού σου;
-Γεια σου παππού, χαιρέτησε βιαστικά ο Φλεβάρης και το ίδιο βιαστικά τού έσκασε κι ένα φιλί στο μάγουλο. Κι ύστερα έτρεξε ν’ανοίξει το παλιό μπαούλο και να ψάχνει με μανία.
-Τι ψάχνεις αγόρι μου; Μπορώ να σε βοηθήσω, ακούστηκε ο παππούς.
-Ψάχνω να βρω μια στολή για την Αποκριά, λέει βγάζοντας το κεφάλι από το μπαούλο, απογοητευμένος που δεν βρήκε κάτι να του αρέσει.
Όμως εκείνη την ώρα, κοιτάει από το παράθυρο και βλέπει πως η λιακάδα έχει φύγει. Βγαίνει έξω. Γρήγορα. Και τη φωνάζει:
-Λιακάδα, Λιακάδα! Πού είσαι Λιακάδα μου;
Εκείνη όμως δεν απαντούσε γιατί με κλάματα πολλά στην αγκαλιά της ξαδέλφης της, της Συννεφιάς, είχε πέσει που ο Φλεβάρης την είχε αφήσει μόνη.
Τώρα ήταν σειρά του Φλεβάρη να παρεξηγηθεί:
-‘Επρεπε να έχει κατανοήσει και να περιμένει. ‘Ετσι κάνουν οι φίλοι;
Θυμώνει τότε ο Φλεβάρης και φωνάζει τον φίλο του τον Χιονιά για να δείξει στη λιακάδα πως δεν κρέμεται δα κι από πάνω της. Ο Χιονιάς άλλο που δεν ήθελε. ‘Ηρθε με μιας και αρχίσανε τρελό παιχνίδι δυο τους.
-‘Αντε πάλι τα ίδια είπαν οι σπουργίτες και τρύπωσαν στις φωλιές τους.
Ενώ οι ανεμώνες τρέμοντας από το κρύο τώρα τραγουδούν:
«Ο Φλεβάρης κι αν θυμώσει μες στα χιόνια θα μας χώσει»
"Δεν είναι ωραίο να θυμώνει κανείς" , συλλογίστηκε η γέρικη Ελιά ενώ,
«η μικρή μας μυγδαλιά, που δεν φοβάται τον χιονιά
εστολίστηκε διπλά με λουλούδια και με χιόνια»
Μ’ αυτά και μ’αυτά πέρασε ο καιρός και το Τριώδιο άνοιξε και έφερε μαζί του την Αποκριά. Ο Φλεβάρης που είχε ξεχαστεί με τη λιακάδα τον χιονιά και τα πείσματα τώρα τρέχει και δεν φτάνει. Θυμήθηκε πως είχε παρατήσει μες στη μέση το παλιό μπαούλο. Πήγε ξανά στο σπίτι του παππού να το ψάξει, μπας και βρει τίποτα να μασκαρευτεί. Χωμένος μέχρι τη μέση, ψάχνει κι όλο ψάχνει, μα τίποτε δεν βρίσκει. Τίποτα που να του αρέσει. Βγαίνει έξω να πάρει λίγο καθαρό αέρα μπας και που κατέβηκα μια ιδέα. Η Φύση που τον βλέπει καταλαβαίνει πώς πρέπει να του δώσει τη βοήθεια της. Τρέχει λοιπόν στα δέντρα εκείνα που παρ’όλη τη βαρυχειμωνιά επιμένουν να είναι φορτωμένα με φύλλα και καρπούς και τα παρακαλεί να της δώσουν ό, τι μπορούν. Εκείνα που λατρεύουν τη Φύση και ποτέ δεν της χαλούν χατίρι γιατί σαν μάνα τους την έχουν, απλόχερα της δίνουν ό,τι θέλει. Η Λεμονιά κα η Νερατζιά της δίνουν τα πράσινά τους φύλλα κι εκείνη τα ενώνει με μικρές και μεγάλες βελόνες που τής είχαν δώσει ο Πεύκος με τον ‘Ελατο. Και φτιάχνει η Φύση μια στολή πράσινη, καταπράσινη από πάνω ως κάτω.
-Με κάτι πρέπει να σπάσω τούτη την πρασινίλα. Δεν θα του αρέσει του Φλεβάρη, λέει και ζητά πορτοκάλια χοντρόφλουδα από την πορτοκαλιά.
-Μετά χαράς, κυρα Φύση μου, λέει η πορτοκαλιά και της πετά μερικά μεγάλα και χοντρόφλουδα πορτοκάλια. Τα καθαρίζει, δίνει τη σάρκα τους τη ζουμερή στη Βασιλική να την μοιράσει στα πέντε της παιδιά και με τη φλούδα φτιαχνει σιρίτια και στολίζει την καταπράσινη στολή. Και στο τέλος, κρέμα παντού μικρά βελανίδια που χτυπούν μεταξύ τους σαν κουδουνάκια. Ο Φλεβάρης μόλις την είδε, τρελάθηκε από τη χαρά του:
‘Πωπω! Θαύμασε ο Φλεβάρης.Ομοιά της, δεν έχω ξαναδεί! Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!
-Για φόρεσέ τη, να δούμε είναι σωστά τα μέτρα, λέει η Φύση. Κι όταν ο Φλεβάρης τη φορά η Φύση τηον κοιτά προσεκτικά και παρατηρεί:
-Ωραία είναι μα κάτι λείπει από το κεφάλι…
Απλώνει τότε το χέρι στο χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα και κατεβάζει ένα σύννεφο που ήταν βαμμένο λίγο κόκκινο, λίγο πορτοκαλί και λίγο μωβ. Του δίνει το κατάλληλο σχήμα και το φορά στον Φλεβάρη για καπέλο.
-Ωραίος είμαι…αλλά πρέπει να δώσουμε ένα όνομα σε τούτη την στολή, λέει ο Φλεβάργς σκεφτικός και η Φύση του απαντά:
-Μα ακόμα δεν κατάλαβες πώς είσαι Αρλεκίνος; ‘Ενας Αρλεκίνος ευαίσθητος πολύ που αγαπά τη Φύση…εμένα δηλαδή. Και ευθύς αμέσως θα χορέψουμε μαζί ένα βαλσάκι.
Και έτσι έγινε παιδιά: Οι σπουργίτες κι οι κοκκινολαίμηδες έπιασαν τη μουσική και το τραγούδι και ο χορός άνοιξε:
Θα φορέσω τα γιορτινά μου
και θα πάω μες στο χορό.
Θα χορέψω με την καρδιά μου
το χορό που τόσο αγαπώ.
Ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι
φτερά θα κάνω σαν το πουλάκι.
Θα χορέψω με την καρδιά μου
το χορό που τόσο αγαπώ.
Με τη Μαίρη και με το Γιώργο,
με την Άννα και τον Τοτό,
στο βαλσάκι θα τριγυρίζω
κι όμορφα θα χοροπηδώ.
Κι ύστερα ο χορός συνεχίζεται γύρω από την ελιά και την αμυγδαλιά και μπαίνουν σε αυτόν κι οι ανεμώνες και οι τουλίπες και τα πουλιά και τα παιδιά και χορεύουν χτυπώντας τα πόδια τους στο έδαφος, γιατί λένε πως έτσι η γη ξυπνάει, και παρασύρει στο γλέντι νέους γέρους και παιδιά.
«Έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε, να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε».
Και να χορός και τραγούδι και διασκέδαση και φαγητό. Απαραίτητα και λίγο κρασάκι με γέλια και αστεία, έτσι για να ευφραίνονται οι ψυχές των ανθρώπων.
Κι ο Μάρτης που πάντα ζηλεύει με τούτη τη γιορτή τον παρακαλεί:
-Φύγε αδελφέ μου μια στάλα πιο νωρίς, να’ρθώ κι εγώ να χαρώ λιγάκι.. Μεγαλόκαρδος καθώς είναι ο Φλεβάρης και έχοντας κλείσει μόνο 28 μέρες κοντά μας, δίνει τη θέση του στον Μάρτη. Πότε-πότε και μάλλον κάθε 4 χρόνια, ο Φλεβάρης φεύγει όταν κλείσει τις 29 ημέρες, γιατί θέλει να δείξει στον Μάρτη πως δεν είναι δυνατόν κάθε φορά να γίνεται το δικό του.
‘Ετσι μας αποχωρίζεται ο καλός μας Φλεβάρης, χωρίς όμως να αποχωριστεί την πανέμορφη στολή που του χάρισε η Φύση που αγαπά κι αυτός κι όλοι οι μήνες τα αδέλφια του και ξαδέλφια του. Φεύγοντας τινάζει και λίγο τα κλαδιά της μυγδαλιάς για να τη χαιρετίσει και τότε εκείνη σκορπίζει γύρω της λευκά άνθη για να του στρώσει τον δρόμο μα και για να θυμίσει σε όλους μας πως, ό,τι κι αν γίνει…
« σε λίγο η ‘Ανοιξη θα χτυπήσει την πόρτα της ψυχής και της καρδιάς με άνθια και χρώματα και αρώματα πουλιά και φως στην αγκαλιά μας».