Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα χωριό ζούσε μια χήρα φτωχιά, με δέκα παιδιά.
Και βγήκαν τούτα τα παιδιά, όταν ήρθε το Λαζαροσάββατο κι ύστερα η Μεγάλη Πέμπτη, να πουν τα κάλαντα. Μαζί τους βγήκε και το κούτσικο, το μικρότερο παιδάκι. Κι όλα τους όταν γύρισαν έφεραν, το καθένα τους από τρία και τέσσερα αβγά στη μάνα τους, απ’αυτά που τους έδωσαν οι νοικοκυρές. Να τα βάψει κι εκείνη η φτωχιά. Μόνο το κούτσικο, έφερε ένα και μοναδικό αβγό κι η μάνα πήγε να το πετάξει γιατί καθώς είπε:
-Ένα του δώσανε του έρμου του παιδιού μου και τούτο κλούβιο φαίνεται να είναι.
‘Ωσπου να τελειώσει το λόγο της, να’σου ένα κλωσσόπουλο σπάει το τσόφλι και βγαίνει από το αβγό του κούτσικου.
Το βλέπουν τα παιδιά, κάνουν χαρά και λεν στη μάνα.
-Μάνα μου, πάμε να το αφήσουμε πίσω από το ιερό της εκκλησιάς, εκεί που ο καντηλανάφτης τινάζει το πανέρι με τα αντίδωρα, να βρίσκει το έρμο κάτι να τρώει. Κι έτσι κι έκαμαν. Και μέρα με τη μέρα, έτρωγε τα ψιχουλάκια και μεγάλωνε το κλωσσοπούλι, μέχρι που λάλησε ένα πρωινό και κατάλαβαν ότι είναι πετειναράκι. Μα την ώρα που λάλησε, έτυχε να’χει πάρει ο ύπνος τον παπά, μέσα στο ‘Αγιο Βήμα και ξύπνησε ο έρμος κι έπιασε να κλαίει γιατί θυμήθηκε τον Πέτρο. Κι ύστερα ο παπάς που δεν ήθελε τον πετεινό έξω από την εκκλησιά, βγαίνει έξω και λέει στα παιδιά:
-Πάρτε, ένα σακί με πρόσφορα και δώστε μου το πετεινάρι σας να τον πάω στο μοναστήρι.
Κι έτσι κι έγινε. Τον κρέμασε, τον κόκορα από τα δυο του τα ποδάρια, στο σαμάρι του μουλαριού και τον πάει στο μοναστήρι.
Πορτάρης του μοναστηριού, ήτανε ένας σαλός μοναχός ή μπορεί και να’καμε τον σαλό. Μόλις βλέπει τον παπά με τον κόκορα από τα ποδάρια κρεμασμένο, αρχίζει να φωνάζει:
-Πώς ατιμάζεις, έτσι πάπά μου, τον ηγούμενο; Λύσε τον κι άστον να περάσει μέσα.
-Μα έχετε κότες στο μοναστήρι; Γιατί, άμα δεν έχετε, τι σόι ηγούμενος θα είναι δαύτος, χωρίς υποταχτικές;
-Μα εμείς, θα τον έχουμε για ηγούμενο. Πάει καιρός που δεν έχει ηγούμενο το μοναστήρι μας. Και τώρα τούτος εδώ θα κάμει το κυριότερο έργο του ηγουμένου και θα μας ξυπνάει για προσευχή.
‘Ετσι ο πετεινός, πέρασε καμαρωτός την πόρτα του μοναστηριού κι άρχισε πολύ γρήγορα να μεγαλώνει γιατί έτρωγε τα ψίχουλα από τις κρασοψιχιές και στα σπυριά από τα κόλλυβα που φτιάχνανε οι καλόγηροι. ‘Εμαθε κιόλας να μιλάει, ο πετεινός κι έλεγε στους καλογήρους να στέλνουν ελεημοσύνες στη μάνα τη φτωχιά με τα πολλά παιδιά.
Και λαλούσε ο πετεινός και ξυπνούσε τους καλογήρους πριν τους πιάσει η αθυμία. Κι έτσι έκαμαν το μεσονυκτικό και τον όρθρο κι όλες τις ακολουθίες σωστά τις έκαμαν. Ο πετεινός το είχε πιστέψει πως ήταν ηγούμενος κι άμα έβλεπε καμμιά φορά κανένα μοναχό να ρεμβάζει έκανε ένα έκτακτο κου-κου-ρίκου και θύμιζε τη μετάνοια του Πέτρου.
Με τα πολλά κουκουρίκου τον άκουσε και η καλοφαγού, η παμπόνηρη η αλεπού και είπε:
-Μωρέ! Καλές οι κοτούλες οι χωριάτικες μα κι ένας κόκορας μοναστηριακός λουκούμι θα ‘τανε.
Παραμόνευε λοιπόν η κυρα Μάρω και μια νύχτα της Μεγαλοβδομάδας, επιχείρησε να περάσει κάτω από την πόρτα του μοναστηριού. Με τα πολλά τα ζόρια, πέρασε μόνο το κεφάλι της κι ύστερα ούτε μπροστά μπορούσε να κάμει μα ούτε και πίσω να ξαναβγεί. Τι να κάμει η καημένη, φωνάζει σιγανά:
-‘Αγιε, ηγούμενε! ‘Αγιε, ηγούμενε!
-Τι γυρεύεις, τέκνον μου τέτοια ώρα στο μοναστήρι, τη ρωτάει ο πετεινός.
-Με πνίγουν οι αμαρτίες, γέροντα κι είπα να ‘ρθω σε σένα να ξομολογηθώ, να ξαλαφρώσω, λέει η παμπόνηρη.
-Να’ναι ευλογημένο, της απαντάει καλογερικά ο πετεινός.
-Το σώμα μου με μάχεται μα η ψυχή μου είναι καλή, γέροντα, αρχίζει να λέει η αλεπού,
-Πλανάσαι, τέκνον μου. Τι ξέρει το έρμο το σώμα για νάναι αμαρτωλό; Άλλωστε μόλις αμαρτήσει το δείχνει. Κοίτα το δικό σου που το τάϊσες πολλές κοτούλες. Χόντρυνε και μάγκωσε στην πόρτα.
-Και πώς θα μετανοήσω, να βγω από τη στενοχώρια, γέροντά μου;
-Δια της συνοχής και της θλίψεως, τη συμβουλεύει ο πετεινός ηγούμενος και αρχίζει να λαλάει για τον όρθρο. Τρομάζει τότε η αλεπού και ξεσφήνωσε το κεφάλι της από την πόρτα. Φεύγοντας για να τον έχει ξένοιαστο του φωνάζει:
-Την ευχή σου, γέροντα, πολύ με ανακούφισες. Δε μου βάζεις κι έναν κανόνα;
-Νήστεψε τέκνον μου, μέχρι τη Λαμπρή κι ύστερα έλα τη μέρα εκείνη στο μοναστήρι να σε φιλοξενήσουμε. ‘Ετσι κι έγινε. Νήστεψε η κυρα Μάρω όλη τη μεγαλοβδομάδα και τη Λαμπρή, κουνιστή και λυγιστή φτάνει στο μοναστήρι. ‘Έλα όμως που τη βλέπουν τα σκυλιά και ετοιμάστηκαν να της ριχτούν;
Μα λέει ο ηγούμενος:
-Α…σήμερα, κάνομε αγάπη, αδελφοί μου.
Σήμερα, δεν υπάρχουνε εχθροί παρά μόνο φίλοι!
Αλλά ο πετεινός, έλεγε ό,τι έλεγε στην αλεπού μα το’ξερε πως πρέπει να’χει τα μάτια του τέσσερα γι αυτό και της λέει:
-Ξέρεις, τέκνον μου, κατά την τάξιν που έχομε, εσύ θα κάθεσαι στο τραπέζι απέναντί μου, όπως και στις αρτοκλασίες. Δεξιά κι αριστερά μου, θα κάθονται οι σκύλοι.
Κι έτσι η αλεπού που ήθελε να φάει τον πετεινό δεν τον έφτανε με τίποτε μα και οι σκύλοι που θέλανε να αρπάξουνε την αλεπού σέβονταν την εντολή του ηγουμένου. Κι έφαγαν όλοι με τάξη, σαν παλιοί φίλοι.
Ως και ο σαλός καλόγηρος τούς είδε και γελώντας είπε:
-Κοιτάχτε, πατέρες! Τα ζώα έμαθαν να κάνουν Πάσχα. Ας δούμε τώρα πότε θα μάθουν και οι άνθρωποι…
Κι ήταν κι η χήρα εκεί με τα δέκα τα παιδιά και καμάρωνε τον πετεινό-ηγούμενο σα νάταν κι αυτός παιδί της.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Από το βιβλίο, «το πασχαλινό δώρο», του Κ. Γανωτή, Εκδ. ‘Αθως