«Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος» κι ένας άγιος Μέγας, έρχεται να ακουμπήσει στα όνειρα των μικρών και των μεγάλων, να χαϊδέψει τους φτωχούς, να παρηγορήσει τους αρρώστους, να αγκαλιάσει τους πονεμένους.
Κι είναι αυτός, ο Άγιος Βασίλης που έρχεται από την Καισαρεία και στο όνομά του πίτα ολόκληρη κόβεται στο γιορτινό τραπέζι, ετούτη την πρώτη μέρα του χρόνου.
Τα ρόδια σπάνε και τα κόκκινα σπυριά σκορπίζουν τριγύρω, για να ‘χει αυτή, η νέα η χρονιά, άφθονα καλά. Κι η πίτα η γλυκιά, αλλά κι η αρμυρή, που κρύβει μέσα της το τυχερό «ποιος ξέρει ποιανού;» κόβεται στο γιορτινό τραπέζι. Τα ποτήρια τότε τσουγκρίζουν και ευχές από της καρδιάς τα βάθη στον αέρα ηχούν και τον γεμίζουν με ελπίδα.
Την έκτη μέρα του Γενάρη, όλος ο κόσμος φωτίζεται.
"Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός και χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται η κυρά μας η Παναγιά!»
Ο Σταυρός πέφτει στο νερό, ο Χριστός βαπτίζεται, οι ουρανοί ανοίγουν, τα ύδατα της φύσης αγιάζονται και τα καλκατζόνια τρέχουν να κρυφτούν.
Ο Γενάρης στέλνει ευχές στον Φώτη, στη Φωτεινή, στην Ουρανία αλλά και στον Γιάννη που γιορτάζει την επομένη, την έβδομή του ημέρα. Μα κι οι γιορτές του Γενάρη, είναι κι αυτές πολλές και δεν τελειώνουν εδώ. Στις 17 θα γιορτάσει ο Αντώνης και στις 18 ο Θανάσης. Στις 20 ο Θύμιος και στις 25 ο Γρηγόρης με τη Μαργαρίτα. Και ο Γενάρης χαίρεται και προσκαλεί τον ήλιο και μεταμορφώνει τις μέρες σε λαμπερές αλκυονίδες. Και η Αλκυώνα πετά βιαστική και κάθεται στα βράχια πάνω από τη θάλασσα γιατί πρέπει να προλάβει εκεί τα αυγά της να αφήσει. Κι ύστερα ο Γενάρης προσκαλεί τον χιονιά και όλη η φύση φαντάζει με λευκή ζωγραφιά. «Χιονάτο» τον φωνάζει τότε το φεγγάρι και χαμηλώνει για να τον πάρει μαζί του και να ταξιδέψουν σε πολιτείες και χωριά που ονειρεμένα φαίνονται κάτω από το φως του.
«Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σαν μαργαριτάρι», τραγουδάει τότε η νύχτα η ρομαντική.
«Του Γενάρη το φεγγάρι παραλίγο να ‘ναι μέρα», λένε τα αστέρια, τα ασημένια, με φωνές μελωδικές. Κι όταν ο Γενάρης έχει κλείσει πια τριάντα ημέρες κοντά στους ανθρώπους και στην φύση, σκέφτεται:
«Μια μέρα μου έμεινε ακόμα. Μα ετούτη η 30ή και η προτελευταία είναι πολύ σπουδαία».
«Τρεις μεγάλοι δάσκαλοι, τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που αγάπησαν πιότερο απ’ όλα στη ζωή τους τον Θεό, τον άνθρωπο και τη γνώση, γιορτάζουν και μαζί τους γιορτάζει το σχολείο και η μάθηση, οι δάσκαλοι και οι μαθητές».
Λίγο αργότερα, ο Γενάρης στέκεται μπροστά στο παράθυρο και παρατηρεί την φύση που μοιάζει να κοιμάται. Μοναχά δυο ανεμώνες χαμογελούν στον ήλιο και σπουργίτης πηδοβολά στα γυμνά κλαδιά της μυγδαλιάς που προσπαθεί να ανοίξει το πρώτο της μπουμπούκι.
Την 31η του μέρα ο Γενάρης ετοιμάζεται να αναχωρήσει. Κρατά μια βαλίτσα που ίσα-ίσα χωρά το ημερολόγιο του με τις 31 σελίδες και αποχαιρετά τις ανεμώνες τον σπουργίτι τη μικρή τη μυγδαλιά:
-Να είστε καλά φίλοι μου και να προσέχετε γιατί…
«ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει μες τα χιόνια θα σας χώσει».
Όμως κανένας τους δε φάνηκε να θορυβείται με τα λόγια του, γιατί ήξεραν όλοι τους καλά πως τα δύσκολα είναι εκείνα που σε κάνουν δυνατό.
-Καλό σου ταξίδι Χιονάτε, του φώναξαν καθώς εκείνος απομακρυνόταν φανερά συγκινημένος.
-Καλό σου ταξίδι Γενάρη, είπαν και οι άνθρωποι καθώς γυρνούσαν το ημερολόγιο τους στη σελίδα του επόμενου μήνα, του Φλεβάρη.
(Από το βιβλίο, 'Ενας παππούς, τέσσερα παιδιά, δώδεκα εγγόνια, Τίνα Βλασταράκου- Μεταξά)