Μενού
''Τα στολίδια του κόσμου και του χρόνου''

 Εκείνο το πρωινό, το ξυπνητήρι  είχε χτυπήσει στις επτά και η Μαρία σηκώθηκε άκεφα να ετοιμαστεί.

Πρώτη μέρα σχολείο μετά από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, δεν  έλεγες πως ήταν και το καλύτερο που θα μπορούσε να της συμβεί. Αλλά και τι να έκανε;

Την καρδιά της  πέτρα! Αυτό έκανε και αποχωρίστηκε το χουζούρι της, τη ζεστασιά του σπιτιού και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά στολίδια και λαμπιόνια που της κρατούσε συντροφιά όλες τις  γιορτινές νύχτες των διακοπών. Είχε ακούσει τη μαμά της το προηγούμενο βράδυ να λέει πως έπρεπε να  το ξεστολίσουν και την είχε παρακαλέσει:

-Μανούλα…άστο λίγο ακόμα. Δε θέλω να τελειώσουν οι μέρες οι γιορτινές.

Μα η μαμά της που εκείνη την ώρα  έπλενε τα πιάτα στο νεροχύτη, της είπε:

-Μαράκι μου, δε γίνεται να σταματήσουμε το χρόνο. Οι γιορτές, τα κάλαντα, τα γλυκά και  τα δέντρα τα στολισμένα τελείωσαν, όπως όλα κάποτε τελειώνουν. Έτσι κι εγώ πρέπει να τελειώνω με το έλατο και τα στολίδια του, γιατί έχω κι άλλες δουλειές που περιμένουν κι αυτές να τις τελειώσω.

 Όλη τη μέρα στο σχολείο ήταν λιγομίλητη η Μαρία. Με το ζόρι μουρμούρισε τα ‘’χρονια πολλά ‘’, με το ζόρι σημείωσε τα μαθήματα της, με το ζόρι χαμογελούσε στις φίλες της. Γυρίζοντας το μεσημέρι σπίτι, είχε μια ελπίδα πως η μαμά μπορεί και να μην προλάβαινε κι έτσι μπορεί και να μην είχε ξεστολίσει. Μα η μαμά και πρόλαβε και ξεστόλισε το δέντρο και τη Μαρία την υποδέχθηκαν κούτες σφραγισμένες που είχαν μέσα το χριστουγεννιάτικο δέντρο κι όλα τα στολίδια του, έτοιμες να κατέβουν στην αποθήκη για έναν ολόκληρο χρόνο. Η Μαρία παράτησε τότε την τσάντα της, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, εκεί δίπλα από τα χαρτόκουτα και βγήκε στην αυλή τους. Για άλλη μια φορά  κάθισε  κάτω από την  ελιά και γι άλλη μια φορά άρχισε το κλάμα η Μαρία.

Ο Σπουργίτης που ήταν χωμένος μέσα στις φυλλωσιές κι άκουσε το γνώριμο κλάμα της Μαρίας, είπε  :

 

-Ωωωω! Πάλι τα ίδια;  Τι να  έχει  τώρα άραγε;

-Έτσι είναι τα παιδιά. Όπως και οι μέρες. Πότε κλαίνε σαν τη βροχή και πότε γελούν σαν τον ήλιο. Πρέπει να έχεις υπομονή μαζί τους, τον συμβούλεψε η γέρικη Ελιά.

Πέταξε τότε ο μικρός σπουργίτης και κάθισε, επάνω στον ώμο της μικρής Μαρίας.

-Γεια σου Μαρία, τη χαιρέτησε με σιγανή φωνή σχεδόν ψιθυριστή. Πώωως ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο, τη ρώτησε ύστερα κάνοντας πως δεν προσέχει το κλάμα της.

Μα η Μαρία όταν τον άκουσε, δυνάμωσε το κλάμα της και χωρίς καν να ανταποδώσει το χαιρετισμό είπε με φωνή, όλο παράπονο:

 -Η μαμά μάζεψε το έλατο και τα λαμπιόνια και τα στολίδια και τα πάει στην αποθήκη. Εγώ  όμως δεν θέλω να τα αποχωριστώ όλα αυτά γιατί όλον ετούτο τον καιρό μου στόλιζαν τις μέρες μου και ήμουνα πολύ χαρούμενη και τώρα είμαι λυπημένηηηη!

-Μμμ….μάλιστα λέει ο σπουργίτης, που τάχει βρει λίγο σκούρα και  δεν ξέρει τι να πει.

-Έχει πολλά στολίδια ετούτος ο κόσμος μα και ολόκληρος ο χρόνος, που τη ζωή σου μπορούν να στολίζουν πρωί και βράδυ, την παρηγόρησε η γέρικη, η ευλογημένη , η σοφή  Ελιά και τη χάιδεψε με τα ασημένια της φύλλα. Είναι τα στολίδια του ουρανού και τα στολίδια της γης. Κι ακόμα είναι τα στολίδια της καλοσύνης, της συγνώμης, της αγάπης και της συγχώρησης. Στολίδια που ποτέ δεν παλιώνουν και την καρδιά στολίζουν και άλλοτε την κάνουν δέντρο γεμάτο από καρπούς κι άλλοτε την κάνουν περιβόλι κι άλλοτε κήπο ολάνθιστο και μοσχομυριστό.

 

 

-Και πού  θα τα ψάξω και πώς θα τα βρω, αυτά τα στολίδια; Και άμα τα βρω πού θα τα στολίσω; Έκοψε το κλάμα η Μαρία και ρώτησε με απορία….

-Κάθε που η μέρα σου θα ξεκινά, μην ξεχνάς να έχεις  τα μάτια της καρδιάς σου ανοιχτά!  Και κάθε που θα βρίσκεις ένα στολίδι της καρδιάς  εδώ θε να έρχεσαι να το ακουμπάς. Και τότε εγώ που χρόνιααα στέκομαι εδώ να, θα σου δείχνω ακόμα ένα  στολίδι του κόσμου και του χρόνου, είπε η γέρικη, η σοφή Ελιά και συνέχισε να χαϊδεύει με στοργή  το κεφαλάκι της Μαρίας που κάπως είχε αρχίσει να παρηγοριέται.

 Μέχρι που ήρθε το βράδυ κι έπεσε στο κρεβάτι να κοιμηθεί,  η μικρή Μαρία σκεφτόταν τα λόγια της Ελιάς που αίνιγμα της φαινόντουσαν πως είναι, ωσότου την πήρε ο ύπνος κάτω από το φως του μισοφέγγαρου που τρύπωνε από τζάμι του παραθύρου της .

Το άλλο  πρωί η Μαρία φόρεσε τον σκούφο της, έβαλε την τσάντα της στους ώμους  φίλησε τη μαμά της και έκαμε να ξεκινήσει για το σχολειό, μα η μαμά την πρόλαβε λίγο πριν βγει από την  πόρτα της αυλής.

-Μαράκι μου! της φωνάζει, ξέχασες τα κουλουράκια σου!

 Τρέχει η μαμά και χώνει στην τσάντα της Μαρίας εκείνα τα κουλουράκια από πορτοκάλι που κάθε Γενάρη φτιάχνει με χυμό και ξύσμα.  Και γινόντουσαν αυτά  τα κουλουράκια τόσο μοσχοβολιστά γιατί τώρα έλεγε η μαμά  πως τα πορτοκάλια είναι στα καλύτερά τους. Η Μαρία τα λάτρευε και τα λιγουρευόταν πολύ και με κανέναν δεν τα μοιραζόταν . Τόσο πολύ της άρεσαν που θα μπορούσε να φάει  μόνη της, ένα ολόκληρο ταψί.

Φίλησε ακόμα μια φορά τη μαμά και κοίταξε τη γέρικη Ελιά που μέσα από τα φύλλα τα ασημένια της ψιθύρισε ξανά:

-‘Εχε τα μάτια της καρδιάς σου ανοιχτά….

Ο σπουργίτης πέταξε μαζί της κι όταν χτύπησε το κουδούνι για την τάξη:

-Θα τα πούμε στο διάλλειμμα, της είπε κι έμεινε εκεί στην αυλή να τσιμπολογά τα σουσαμάκια που ‘χανε πέσει από τα πρωινά κουλούρια των παιδιών.

 -Σήμερα για ορθογραφία έχουμε να κλίνουμε το ρήμα ‘’είμαι’’, λέει τώρα η δασκάλα και τα παιδιά πιάνουν τα μολύβια τους.

Η Μαρία το ξέρει πολύ καλά το ρήμα αυτό, όπως και πολλά άλλα άλλωστε και σίγουρα θα το έγραφε πιο σωστά απ΄όλους  και θα το πήγαινε στην κυρία Αγγέλικα,  πρώτη απ΄όλους και σίγουρα θα έπαιρνε τον καλύτερο βαθμό απ΄όλους . Η κυρία Αγγέλικα άλλωστε, πάντα είχε να το λέει πώς ήταν μια άριστη μαθήτρια…

’’η πιο καλή απ΄όλους’’, συμπλήρωνε από μέσα της η Μαρία….

Καθώς ξεκινά να κλίνει το ρήμα, η Μαρία ακούει τον διπλανό της, το Δημητράκη να της λέει σιγά μην ακούσει η δασκάλα:

-Μαρία, μπορώ να δω λίγο από το τετράδιό σου γιατί δεν το ξέρω πολύ καλά το ρήμα;

-Πολλά δεν ξέρεις, αυτό θα σε σώσει; του λέει απότομα και κοφτά η Μαρία, εκνευρισμένη που κατάλαβε πως ο Δημητράκης θα της φάει τον χρόνο. Και  ίσως να μην είχε κι άδικο γιατί ο Δημητράκης δυσκολευότανε αρκετά με όλα τα μαθήματα. Προσπαθούσε πολύ ο καημένος μα εύκολα τα ξεχνούσε και οι γονείς του δούλευαν μέχρι πολύ αργά το βράδυ και δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν.

-Μάλλον θα χρειαστεί να γίνει επανάληψη τάξης, είχε πει η κυρία Αγγέλλικα, η δασκάλα τους, στην ενημέρωση που τους έκανε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Ο Δημητράκης δεν έχει κατακτήσει βασικούς μηχανισμούς κι έτσι δεν μπορεί να ενταχθεί στην ομάδα της τάξης.  Όμως θα το παλέψουμε και θα τα ξαναπούμε.

Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια και  μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων τον έβαλε  να καθίσει δίπλα στη Μαρία που ήταν άριστη μαθήτρια για να τον βοηθάει να συγκεντρώνεται.

-Βασίζομαι επάνω σου, της είπε και της Μαρίας καθόλου δεν της είχε αρέσει  αυτό γιατί πρώτον τη χώρισε από την κολλητή της και δεύτερον σ’ εκείνη τη σειρά είχανε μαζευτεί όλοι οι άριστοι μαθητές κι έτσι υπήρχε ένας ανταγωνισμός  αξιόλογος. Και τώρα ο  Δημητράκης που δεν ήταν καθόλου του δικού τους επιπέδου, το μόνο που θα έκανε θα ήταν να χαλά την εικόνα της ομάδας.

 -Ε...είπαμε να σε βοηθάω, αλλά όχι και να μη γράφω  την ορθογραφία μου  και να χάσω τον βαθμό μου και τους χρόνους μου τους γρήγορους και τους στόχους μου όλους, λέει η Μαρία έντονα πάλι  και κάνει να γυρίσει στο γραπτό της αλλά  εκεί στο τζάμι πετά και κάθεται ο σπουργίτης και την κοιτά σοβαρός. Καθώς τον παίρνει το μάτι της, θυμάται τα λόγια  της γέρικης Ελιάς:

‘’’Εχε τα μάτια της καρδιάς σου ανοιχτά... ’’

Γυρνά και κοιτά ξανά τον Δημητράκη που έχει σκύψει πάνω την άσπρη σελίδα του τετραδίου του μην ξέροντας πώς να κλίνει το ρήμα ‘’είμαι’’, να είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα που σκέφτεται πως η μαμά του πάλι θα στενοχωριόταν κι ο μπαμπάς του μπορεί και να θύμωνε. Αρχίζει τότε  σιγά σιγά να του λέει και να του δείχνει η Μαρία και γράφει κι εκείνη μα δεν τελειώνει, γιατί πάει αργά να μην μπερδέψει το Δημητράκη. Κι όταν φτάνουν στο τέλος...‘’εμείς είμαστε’', γράφουν και οι δυο. Χαμογελά η Μαρία ευχαριστημένη που ο Δημητράκης τα κατάφερε με τη δική της βοήθεια. Καθώς σηκώνει το κεφάλι από το τετράδιο, βλέπει την τάξη όλη να έχει τελειώσει και κάποια παιδιά να κοιτούν περίεργα προς το μέρος της, απορώντας που δεν πήγε το τετράδιο πρώτη απ΄όλους στη δασκάλα όπως πάντα ενώ κάποια άλλα ψιθυρίζουν με ευχαρίστηση, πως τώρα που κάθισε με το Δημήτρη, ίσως και να μην είναι πια η καλύτερη από όλους. Τα βλέπει όλα αυτά τα βλέμματα η Μαρία και…μα μάλλον δεν την πειράζουν όσο περίμενε γιατί νιώθει ευχαριστημένη που ο Δημήτρης κατάφερε να κλίνει το ρήμα ‘’είμαι’’ μέχρι το τέλος. Μέχρι το ‘’εμείς είμαστε’’.

Η δασκάλα έχει πάει τώρα από πάνω τους και ελέγχει τα τετράδιά τους .

 -Μπράβοο, παιδιά λέει όταν τελειώνει τον έλεγχο  και κλείνει το μάτι στη Μαρία.

 Στο διάλλειμα η Μαρία η Μαρία κάθεται στο παγκάκι. Έχει πεινάσει και θέλει με λαχτάρα να ανοίξει το σακκουλάκι με τα μοσχομυριστά κουλουράκια του πορτοκαλιού. Το ανοίγει, βάζει το χέρι της μέσα και παίρνει ένα. Το άρωμα του πορτοκαλιού της σπάει τη μύτη. Και τι ωραίο σχήμα που έχει κάνει η μαμά. Μια μικρή καλοφτιαγμένη πλεξιδούλα που σίγουρα θα είναι και τραγανή. Κάνει να τη δαγκώσει. Μα…νάτος ο Δημητράκης  κι έκανε να δαγκώσει το πρώτο μα νάτος πάλι ο Δημητράκης να την κοιτά μες στο στόμα από το απέναντι παγκάκι.

‘’Ααα! Τι θα γίνει τώρα; ‘Οπου πηγαίνει θα έχει τον Δημητράκη να την κοιτά; Μένει να τον κοιτά και η Μαρία. Ο Σπουργίτης φτερουγίζει και κάθεται πότε στο ένα και πότε στο άλλο παγκάκι….

- Θέλεις; Η Μαρία κάνει νόημα στον μικρό Δημητράκη δείχνοντας του το πορτοκαλένιο κουλουράκι που δεν έχει προλάβει να δαγκώσει….

-Όχι…λέει έχει εκείνος που ντράπηκε, κουνώντας το κεφάλι προς τα πάνω. Μα ο σπουργίτης που κάθεται δίπλα του τον συμβουλεύει:

-Πες ευχαριστώ και πάρε αυτό που σου προσφέρει η Μαρία.

Κι ύστερα πετά κοντά στη Μαρία και τη συμβουλεύει με εκείνη την οικειότητα που έχουν οι φίλοι:

-Μην τον ρωτάς.  Δεν τον βλέπεις πόσο πολύ θέλει ένα κουλουράκι; Σήκω και πρόσφερέ του ευγενικά.

Κι  έτσι κι έγινε…κι ο Δημήτρης με τη Μαρία κάθονται τώρα μαζί στο παγκάκι  και μοιράζονται τα κουλουράκια του πορτοκαλιού, όπως μοιράστηκαν και το ρήμα ‘’είμαι’’ και ο σπουργίτης  από κάτω, τσιμπολογά τα τριμματάκια που έπεφταν πού και πού. Το μεσημέρι που γυρνά η Μαρία τρέχει στη γέρικη Ελιά και της λέει πως νιώθει όμορφα κι αισθάνεται χαρά για το Δημητράκη και για το ρήμα ‘’είμαστε’’ και για τα κουλουράκια του πορτοκαλιού και πως ακόμα καθόλου δεν την νοιάζει που δεν τελείωσε πρώτη από όλους την ορθογραφία. Τότε η γέρικη σοφή ελιά της είπε:

-Νομίζω πως δυο φορές εστόλισες το δέντρο της καρδιάς σου, σήμερα Μαρία με στολίδια της καλοσύνης και της μοιρασιάς που ποτέ δεν παλιώνουν. Για να το θυμάσαι αυτό, με δυο κόκκινες κλωστές τα κλαδιά μου θα στολίσεις. Τρέχει τότε η Μαρία, στης μαμάς της τα μπαλωτικά και παίρνει την κουβαρίστρα με την κόκκινη μεταξωτή κλωστή. Κόβει δυο μακριά κομμάτια απ’ αυτή και τα κρεμά σε δυο κλαδιά της γέρικης ελιάς

-Και τώρα είναι η σειρά μου την υπόσχεσή μου να κρατήσω κι άλλα δυο στολίδια που ποτέ δεν παλιώνουν να σου δείξω, είπε η γέρικη ελιά. Το πρώτο θα το δεις αν κοιτάξεις γύρω σου τη μέρα. Είναι μέρα λαμπερή και ζεστή. Είναι  μια μέρα Αλκυονίδα. Δώρο του Θεού στην Αλκυόνη. Κι όταν βραδιάσει, θα δεις το δεύτερο στολίδι, κοιτώντας έξω απ΄το παράθυρό σου. Και είναι το στολίδι αυτό… ‘’του Γενάρη το φεγγάρι που λάμπει σαν μαργαριτάρι….’’

 Κοιτάζει η Μαρία  πρώτα γύρω της τη μέρα και αλήθεια βλέπει πως ο ήλιος λάμπει χρυσός και μοιράζει τη λάμψη του και τη ζεστασιά του σ’ όλη την πλάση. Αμέσως σκέφτεται πως καιρό έχει να δει τόσο καθαρό τον ουρανό και πως με τίποτα δε θα αφήσει να της φύγει ετούτη η ευκαιρία. Τρέχει στη μάντρα της αυλής και φωνάζει τον Δημητράκη:

-Έλα να παίξουμε, του λέει. Είναι ένα υπέροχο μεσημέρι , λουσμένο με φως κι ο ουρανός δεν έχει ούτε ένα συννεφάκι….

-Μα θέλω να διαβάσω, λέει εκείνος και τότε η Μαρία φωνάζει χαρούμενα:

-Έλα και θα διαβάσουμε μαζί. Σου το υπόσχομαι και θα σε βοηθήσω και θα τα κάνεις όλα τέλεια.

Καλά...αναρωτιέται μέσα της η Μαρία, πώς το έκαμε αυτό εκείνη που διαβάζει και παίζει πάντα με φίλες διαλεχτές όπως η Βέτα και η Βιβή. Και μάλιστα πάντα παίζουνε παιχνίδια διαλεχτά. Ούτε που το κατάλαβε, μα τώρα δεν έχει χρόνο να σκεφτεί πώς το έκαμε αυτό γιατί ο Δημητράκης είναι ήδη στην αυλή τους. Κι αρχίζουνε μαζί ένα παιχνίδι κρυφτό, κάτω από το ζεστό φως του χειμωνιάτικου μεσημεριού που καλύτερο δεν έχει κάνει ποτέ της η Μαρία. Κι όταν το φως του ήλιου λιγοστεύει και η μέρα η Αλκυονίδα τους αποχαιρετά, εκεί δίπλα από το τζάκι κάθονται τα δυο παιδιά και μαζί, τα μαθήματά τους διαβάζουν. Η Μαρία με υπομονή εξηγεί καθετί που ο Δημητράκης δεν καταλαβαίνει. Το βράδυ που η μαμά του Δημητράκη, έρχεται κουρασμένη από τη δουλειά, χαίρεται πολύ που ελέγχει τα τετράδιά του κι ο μπαμπάς του χαμογελά ανακουφισμένος και ευχαριστημένος.

  Η νύχτα έχει προχωρήσει και η Μαρία κλείνει το φως του δωματίου της. Όμως δεν πλαγιάζει ακόμα γιατί θέλει να κοιτάξει από το μεγάλο παράθυρο για να δει το δεύτερο στολίδι του χρόνου και του κόσμου, που η γέρικη Ελιά της έχει υποσχεθεί. Και καθώς σηκώνει το κεφαλάκι της ψηλά, βλέπει ένα ολόγιομο, ένα φωτεινό φεγγάρι.

 

Είναι του Γενάρη το φεγγάρι που λάμπει σαν μαργαριτάρι και λούζει με ασημένιο φως τις χιονισμένες βουνοκορφές και στολίζει τα δέντρα με αργυρά στολίδια. Τώρα της Μαρίας καθόλου δεν της λείπει το χριστουγεννιάτικο έλατο με τα ψεύτικα στολίδια και τα ηλεκτρικά λαμπιόνια. Γιατί τη νύχτα ετούτη τη στολίζουν… τα στολίδια της καρδιάς, του κόσμου και του χρόνου.

  Τον  επόμενο  καιρό η Μαρία συνεχίζει να κάθεται στο ίδιο θρανίο με το Δημητράκη και τον βοηθά και στη γραφή  και στην ανάγνωση και στις πράξεις με τους αριθμούς.

  Στα διαλείμματα, βέβαια είναι με τις φίλες της τη Βέτα και τη Βιβή. Όμως δεν ένιωθε πια τόσο καλά μαζί τους.  Θέλει να είναι με το Δημήτρη, να παίζει μαζί του κρυφτό και κυνηγητό, παιχνίδια αληθινά και όχι να βολτάρει στο προαύλιο μαζί με εκείνες, προσέχοντας μη και κάποιος πατήσει τα μοδάτα τους παπούτσια.  Όχι όχι….πολύ τις αγαπά. Μα να όταν τους ζήτησε να βάλουν στην παρέα τους το Δημήτρη εκείνες είπαν με ένα στόμα:

-Μα τι λες; Εσύ δεν ήσουν που έλεγες πως έχουμε ένα άριστο επίπεδο μοναδικό και εξαιρετικό; Και τώρα τι μας λες να κάνουμε παρέα με κάποιον που μέχρι χθες δεν ήξερε πόσο κάνουν 1+1;

‘’Μπούρδες και πάλι μπούρδες σας έλεγα’’, σκέφτηκε από μέσα της η Μαρία  μα  δεν τόλμησε να το πει κι απ΄έξω της και  αλήθεια ένιωσε πολύ άβολα με αυτό.

-Την αλήθεια να λες με θάρρος πολύ, με καθάρια κι ευγενική φωνή, της λέει το μεσημέρι η Ελιά καθώς η Μαρία της εκμυστηρεύεται την κουβέντα με τις φίλες της. Από την επομένη δε θα άφηνε μοναχό του το Δημήτρη σε κανένα διάλειμμα, ποτέ ξανά.

Έτσι κι έγινε . Με θάρρος πολύ, με καθάρια κι ευγενική φωνή, η Μαρία λέει στις φίλες της πως δεν είναι σωστό ο Δημήτρης να κάθεται μόνος του στα διαλλείμματα.

-Και τι προτείνεις; Ρωτούν εκείνες με ύφος

-Προτείνω να πούμε στα αγόρια να τον πάρουν στο παιχνίδι.

Μα δυστυχώς, τα αγόρια ούτε που θέλουν να ακούσουν. Κι έτσι μένει η Μαρία μόνη με τον Δημητράκη και με όλη την τάξη απέναντι να τους κοιτά με περιφρόνηση……..

 Καθόλου δεν της αρέσει αυτό της Μαρίας και κοιτά μια τον Δημητράκη και μια τα υπόλοιπα παιδιά σαν να μην ξέρει τι να διαλέξει.  Στο τέλος, την παρέα του Δημήτρη διαλέγει και απορεί κιόλας με αυτό. Κι όταν ο Σπουργίτης, την ακούει να αναρωτιέται ψιθυριστά,

 ’’Μα είμαι εγώ αυτή που το κάνω αυτό; Πώς έχω αλλάξει έτσι’’ , της λέει:

-Είναι που έχεις ανοιχτά τα μάτια της καρδιάς κι είναι που την αλήθεια έμαθες να λες, με λόγια καθαρά και ευγενικά.

 Ετούτη τη φορά η Μαρία λέει στην Ελιά:

-‘Εχω θυμώσει με τους φίλους μου…

 Η Ελιά όλα τα ακούει με προσοχή και ζητά και πάλι από τη Μαρία στα κλαδιά της να κρεμάσει κόκκινη κλωστή για το θάρρος που είχε η καρδιά της και υπερασπίστηκε τον μικρό Δημητράκη.

-Στολίδι της καρδιάς είναι και τούτο, λέει στη Μαρία την ώρα που κρεμά μία ακόμα κόκκινη μεταξωτή κλωστή στα κλαδιά της.

-Κοίτα τώρα γύρω σου να δεις ένα ακόμη στολίδι του κόσμου και του χρόνου.

Κοιτά η Μαρία και βλέπει την αμυγαλιά που έχει φορέσει τα νυφικά της.

Και πριν προλάβει καλά καλά να χορτάσει με τα μάτια ετούτο το θέαμα, νάσου έρχεται και ο Χιονιάς για να ‘’στολίσει διπλά την μικρή αμυγδαλιά με λουλούδια και με χιόνια’’.

-Τι κάθεσαι και κοιτάς; Φώναξε το Δημήτρη να παίξετε χιονοπόλεμο! της λέει χαρούμενος ο σπουργίτης που δεν ξέρει σε ποιο κλαδί της αμυγδαλιάς να πρωτοπετάξει και να κάτσει.

 Ο Δημητράκης και η Μαρία παίζουν τώρα χιονοπόλεμο και χαίρονται και ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τις φωνές τους. Τ΄άλλα τα παιδιά που είναι αφοσιωμένα, την ώρα της ξεκούρασής τους, σε μικρές και μεγάλες οθόνες, ακούνε τα γέλια και τις φωνές….και τραβούν τις κουρτίνες  των παραθύρων.

-Μπα…χιόνισε κι εκείνα πώς δεν το πήραν χαμπάρι;

Κοιτούν λίγο καλύτερα και βλέπουν την στολισμένη αμυγδαλιά και γύρω της το Δημήτρη και τη Μαρία χιονοπόλεμο  να παίζουν. Ζηλεύουν τότε και ξεχύνονται στη γειτονιά κι έξω από την αυλή της Μαρίας σε δυο λεπτά έχουνε φτάσει!

-Μπορούμε να παίξουμε κι εμείς μαζί σας, ρωτούν με λαχτάρα. Η Μαρία σταματά  το παιχνίδι και κοιτά τους  φίλους της που κανένας από αυτούς δεν ήθελε το Δημητράκη και γι αυτό την είχαν τιμωρήσει βγάζοντας την από την παρέα. Μήπως είχε έρθει η ώρα κι εκείνη να τους τιμωρήσει και πόσο πόνεσε η καρδιά της να τους δείξει;

Κοίταξε τους φίλους της κι ύστερα κοίταξε τη γέρικη Ελιά….

-Μπροστά σου το’χεις το στολίδι της συγχώρεσης. Αν θες το αφήνεις και περνά και χάνεται. Κι αν θες δικό σου μπορείς να το κάνεις, της ψιθύρισε εκείνη μέσα από τη βουή του παγωμένου αγέρα.

Η Μαρία κοιτά τώρα τους φίλους της.

-Μα εσείς όμως…πάει να ψελλίσει και τότε  τα παιδιά την προλαβαίνουν….

-Σας ζητάμε συγνώμη, λένε, λες και όλα είναι συνεννοημένα, κοιτώντας κι εκείνη και τον Δημήτρη.

 Τρέχει τότε ο Δημητράκης κι ανοίγει  την πόρτα της αυλής κι αρχίζουν να παίζουν όλα τα παιδιά μαζί. Φτιάχνουν κι έναν μεγάλο χιονάνθρωπο. Να, εκεί, ανάμεσα από την Ελιά και την Αμυγδαλιά.

Από εκείνη την ημέρα όλα τα παιδιά μαζί είναι και στα μαθήματα και στα διαλλείματα και στα παιχνίδια και στα διαβάσματα. Ο Δημήτρης προχωρά στα μαθήματα γιατί έχει δίπλα του τη Μαρία μα και όλα τα άλλα παιδιά. Γιατί όλα έμαθαν πώς είναι να έχεις τα μάτια της καρδιάς  ανοιχτά και τα στολίδια της αγάπης , της μοιρασιάς και της συγχώρησης να βρίσκουν.  Και κάθε μεσημέρι τα παιδιά τρέχουν όλα μαζί κάτω από τη γέρικη Ελιά και  με κόκκινες μεταξωτές κλωστές τη στολίζουν. Κι η Ελιά, το δέντρο το ευλογημένο, της καρδιάς το δέντρο, τα μαθαίνει γύρω να κοιτούν και χαρά να παίρνουν, άλλοτε από τα χιόνια και άλλοτε από τις λιακάδες, άλλοτε από τα χελιδόνια και άλλοτε από τα κόκκινα αβγά του Απρίλη και από τα ρόδα του Μάη. Από τις μέρες τις μεγάλες του καλοκαιριού που το παιχνίδι τους ατέλειωτο γίνεται μα και από τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου που χορεύουν με τις ομπρέλες τους και τις μεγάλες τους γαλότσες, κάτω από τις χοντρές τους σταγόνες.

Και ο Σπουργίτης που ποτέ δε φεύγει κι εκεί γύρω φτερουγίζει όλο τον καιρό, καλά το ξέρει και το σφυρίζει και το τραγουδά :

‘’Αν θέλεις να‘βρεις τη χαρά

Έχε τα μάτια της καρδιάς σου, πάντα ανοιχτά!

                                   ΤΕΛΟΣ

                               ΤΒΜ

ΥΓ Πάντα την τελευταία μέρα των χριστουγεννιάτικων διακοπών, είχαμε δράματα και κλάματα και μελαγχολίες, στο σπίτι μας. Κι εγώ που γινόμουν παιδί μαζί τους και θυμόμουν τα δικά μου τα δράματα έκανα ό,τι μπορούσα για να τα κάνω να νιώσουν πως κάθε μας μέρα μπορούμε γιορτή να την κάνουμε. Κι όταν μεγάλωσαν κι έπαψαν να παραπονιούνται εγώ πάλι σκεφτόμουν καθε τέτοιο τελευταίο βράδυ όλα εκείνα τα παιδάκια που δεν θέλουν να αποχωριστούν τη θαλπωρή αυτών των γιορτινών ημερών. Γι αυτό και κάποτε έγραψα αυτήν την ιστορία, μια από τις ιστορίες της Ελιάς και του Σπουργίτη. Την έγραψα και την αφιέρωσα στον Νεκτάριο, στον Γιώργο και στη Μαρία μα και σε όλα εκείνα τα παιδάκια που μελαγχολούν, όταν το δέντρο ξεστολίζεται και πάει στην αποθήκη κι όταν τα σχολεία που ανοίγουν φαντάζουν στο μικρό τους μυαλουδάκι σωστό βασανιστήριο.

 

Τα παιδιά ακούνε την ιστορία και τη ζωγραφίζουν.

Ο εννιάχρονος Κωνσταντίνος ζωγραφίζει την Ελιά στολισμένη με τις κόκκινες μεταξωτές κλωστές, τον Δημητράκη,

τη Μαρία και τον χιονάνθρωπο

που έφτιαξε η παρέα όταν ενώθηκε σε ένα παιχνίδι ομόνοιας και αγάπης.

Η οκτάχρονη Βασιλική ζωγραφίζει τη Μαρία που είναι χαρούμενη όταν ανακαλύπτει 

πως έχει πολλά στολίδια και ο χρόνος και ο κόσμος και τα παρομοιάζει με ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο

ενώ οι καρδιές κυριαρχούν παντού , δείγμα της αγάπης που ο άνθρωπος έχει ανάγκη και να δώσει και να πάρει.

Και η μικρούλα η Ελένη ζωγραφίζει τη μικρή Μαρία εξώ από το σπίτι της και δίπλα στη φίλη της την Ελιά.

Κωνσταντίνε, Βασιλική και Ελένη το Art Atelier σας ευχαριστεί πολύ!