Πλάστηκες τα άνω να οράς.
«Πλάστηκες τα Άνω να οράς.
Κι όμως εσύ γογγύζεις και πονάς
άνθρωπε πληγωμένε.
Το πιο όμορφο, το πιο ακριβό,
δώρο πολύτιμο του Θεού σε σένα,
η σκέψη .
Κι εσύ;
Πώς άφησες και γίνηκε
μια λερωμένη μολυβιά
σελίδα τετραδίου τσαλακωμένη;
Θάμπωσε η ματιά σου
αθυμίας η ζάλη γίνηκαν οι λόγοι σου,
τάραχος των Παθών τα σωθικά σου.
Βουβό το κλάμα σου,
μυστικό το αναφιλητό σου
αόρατη η ζωή σου
το πέρασμά σου από αυτήν
η ύπαρξή σου.
Με απόγνωση γυρεύεις
κλάδο ελαίας να κρατηθείς
τον κλύδωνα να κατευνάσεις.
Τα σκαλοπάτια που ποθείς
θέλεις να τ΄ανεβείς
μα όλο νιώθεις πως βουρκώνεις.
Κι όλο ο νους σου επιμένει
και λαχταρά να ανυψωθεί
και θέλει να ευωδιάσει
όπως και τότε
που έφτιαξε ο Θεός τον Κόσμο.
Να ευωδιάσει
με βασιλικό και δυόσμο
κι ανέγγιχτοςνα μείνει
από καιρούς και χρόνους
κακούς και πονηρούς.
Κρατήσου και ανέβα ψυχή πληγωμένη
κι ας είναι τραχιά η ανηφόρα.
Κι αν διψάσεις ψυχή μου,
Στρέψε το βλέμμα εκεί, να δροσιστείς,
στον πίνακα που κάποτε ζωγράφιζες.
τη θάλασσα.
Να δεις που είναι ακόμα γαλανή.
Κι αν κουράστηκες ψυχή μου
στρέψε το βλέμμα εκεί, να ξαποστάσεις,
στον πίνακα που κάποτε χρωμάτιζες.
Να δεις
τον ουρανό να είναι είναι ακόμα γαλανός
κι εκεί πάντα να είναι
και να σε περιμένει».
Τ.Β.Μ
Για την ημέρα της ποίησης.
Στίχοι που γράφτηκαν ένα μεσημέρι στην Καρύταινα, εκεί όπου ακούγονταν μόνο οι κουβέντες των πουλιών και των ψυχών.