Μενού
Κυρά των Αμπελιών, Γιάννης Ρίτσος

Κυρά των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευ-
κόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσο-
πάνων,
πάνω στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους
των κληματόφυλλων
δυό αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκου-
λαρίκια
και τα πορτοκαλάνθια σού έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα.
 
Κυρά μελαχρινή που η αντηλιά σού χρύσωσε τα χέρια σαν της
Παναγιάς το κόνισμα,
πίσω στο σβέρκο σου, στο χνούδι το σγουρό, σπίθιζε το δροσό της
νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου να χυθεί στη ζεστασιά του
κόρφου σου.
 
Κι είταν η σιγαλιά πηχτή σα γάλα σ' ελατίσιο κάδο
και τ’ οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά
τη μέρα των Βαγιώνε
κ' έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του καθώς που βγαίνει
ο κάβουρας από το νερό στο περιγιάλι
κι αστράφτει στο νωπό καβούκι του γαλάζιο το πρωινό
 με δυο κουκκίδες άστρα.
 
Κυρά τρανή
τί σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα
τί σιγανό το βήμα σου κ' η ανάσα του ψαριού πλάι στο φεγγάρι
τί σιγανό κουβεντολόι του μέρμηγκα μπροστά στης μαργαρίτας
το ξωκλήσι
Ά, τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η πούλια σού κρεμάει στο μέτωπο το εφτάκλωνο κλαδάκι
της γαζίας.
ά, πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται στης μέλισσας το σώμα για
το μέλι
πόση σιωπή μες τη καρδιά σου για τραγούδι.
 
Δω πέρα σμίγει η νύχτα την αυγή σ’ άτρεμο ρίγος
και σένα, τα δυο σου χέρια, δετά γύρω στο γόνα της γαλήνης
φέγγουν
σάμπως δυο περιστέρια φως ασάλευτα πάνω απ’ το δάσος.
Κυρά, μέσα στο σπίτι μας κανείς ποτέ δε μίλαγε για σένανε
όμοια καθώς δε λέγαμε «ανασαίνω για να ζήσω», μοναχά ανα-
σαίναμε,
κι όταν, φορές-φορές, η πίκρα μάς μαντάλωνε το στόμα
σε βλέπαμε να στραφταλίζεις μονομιάς πίσω απ' τους ώμους της
μητέρας
έτσι που μιάν αυγή κατηφορώντας κακοτράχαλη πλαγιά κατά τον
κάμπο
βλέπουμε την καμένη από τον πάγο αμυγδαλιά να φέγγει μέσα
στα λουλούδια της.
 
Το ίδιο, κι ας μην το λέγαμε, σε βλέπαμε να τριγυρνάς
νοικοκυρά στα δώματα δίχως ν' ακούγονται τα γυμνά πόδια σου
κ' είσουνα εκεί, στη σιγαλιά που κατακάθιζε
στις τέσσερις γωνιές μετά το δείπνο
στη σιγαλιά που γίνονταν τη νύχτα ανάμεσα στην αστραπή και
στη βροντή της θύελλας
τότε που βλέπαμε απ' τα τζάμια να κρεμάν οι μουσκεμένοι Αγ-
γέλοι στ' ακροβούνια
κάτι μεγάλες ανεμόσκαλες από νερό και λάμψη.
 
Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας
«το χώμα είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου»
στο χέρι της γιαγιάς πούκανε το σταυρό της μουρμουρίζοντας
«δι'ευχών των Αγίων Πατέρων»
στο χέρι που σταυρώνει το ψωμί με το μαχαίρι, σίγουρο και τίμιο
στη σκιά του κύρη που μας τύλιγε με μια παλληκαρίσιαν άχνα
και στο μικρό χαμόγελο της μάνας μας που το κρεμούσε πάνω
απ' το πανέρι της με τις χρωματιστές κλωστές και με τις δαχτυ-
λήθρες
την ώρα που, σα στόμα γκαρδιακό, το σπιτικό ψαλίδι, κόβοντας
το νταμωτό πουκάμισο του Μάη,
έλεγε ντροπαλά «με γεια και με χαρά σου».
 
Συχνά-πυκνά μάς βρίσκαν δύσκολες χρονιές κ' έμεναν άδεια του
λαδιού τα κιούπια
κ' έμεναν άδεια του σταριού τ' αμπάρια σαν την Άγια Τράπεζα
που τη διαγούμισαν οι ανέμοι και τα χρόνια
κάθε φορά που ερχόνταν κάτι ξένοι με γυαλιστερά κουμπιά και
ψηλές μπότες.
 
Τότες η μάνα μας κοιτούσε τ' απογέματα τ' άσπρο τετράγωνο
του φεγγαριού να σέρνεται στο πάτωμα
σαν κάποιο γράμμα που της ήρθε από μακριά, κ' έσφιγγε το πι-
κρό σαγόνι της.
Τότες το μεσονύχτι σηκωνόταν ο πατέρας μας και καθόταν στου
κρεββατιού την άκρη,
έχωνε το πηγούνι του στις φούχτες του σα δαγκωμένο βόλι
κι άνοιγε το παράθυρο και μελετούσε στ' άστρα τον καιρί και τη
μοίρα
σα ν' άνοιγε της Πλάσης τη μεγάλη Βίβλο και να διάβαζε μονα-
χός τους ψαλμούς του Δαυίδ μπροστά σε Σένα.
 
Τότες κ' εμείς, παιδιά, που ξαγρυπνούσαμε κρυφά κουκουλωμένοι
στη βελέντζα
ακούγαμε σαν μέσα από ξερό πηγάδι τη φωνή Σου
ακούγαμε σαν μέσα απ' την παλιά κασέλα τη ζωγραφιστή με
μαύρα κυπαρίσσια
«έννοια σου, εγώ είμαι εδώ» κι αποκοιμιόμασταν σφίγγοντας ένα
αστέρι στην καρδιά μας
και μες στον ύπνο μας ακούγαμε κάποιους που εφτάναν, κάποιους
που έφευγαν
κάτι μουγγά χτυπήματα σάμπως να κρούονταν άρματα
καψούλια που άναβαν μακριά μες στους καπνούς κ' ένα φεγγάρι
σίγουρο σαν του Νικηταρά το γόνατο
χέρια φαρδιά που σφίγγονταν κι ορκίζονταν απάνου στο σπαθί του
Μακρυγιάννη
και μισανοίγοντας τα μάτια μας βλέπαμε ορθό τον Πρόγονο στην
πόρτα να γεμίζει τη μπασιά με την αντρειά του
σα σφουγγαράς μέσα στης νύχτας τα νερά που γύρω του γλυ-
στρούσανε των αστεριών τα ψάρια

κ' έτσι να λέει σε κάποιονε που φεύγει «καλό βόλι».

Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο
ουρανό
πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ’ όλα τα μυστικά των δέντρων;
 
Ένα δελφίνι αστράφτοντας κόβει τη σιγαλιά της θάλασσας
έτσι που το μαχαίρι κόβει το ψωμί πάνου στη τάβλα των ψα-
ράδων
έτσι που η πρώτη αχτίνα κόβει τ’ όνειρο.
 
Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί με το πουλί ανε-
βαίνει η σκάλα
κι ο ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στα ουράνια, λαμπαδιάζει
όπως το πορτοκάλι μες τη φούχτα σου κι όπως τ’ αυτί σου κά-
του απ’ τα μαλλιά σου.
 
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στο κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την
άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κ' η λεβεντιά κ' είσαι η Ελλάδα.
 
Όπως περνάς ανάμεσα στ’ αραποσίτια σκίζοντας του αγέρα το
μετάξι
ξανθές οι φούντες του καλαμποκιού σου τρίβονται στις αμασκάλες
σα να σου τρίβεται το νιόφυτο μουστάκι του τσοπάνου
και κύμα-κύμα η ανατριχίλα χύνεται στα στάχυα
κ’ ήχο τον ήχο τα πλατάνια γέρνουνε στις κρήνες
κ’ είναι γύρω-τριγύρω τα βουνά σαν τα σταμιά που καρτεράνε
να γεμίσουν.
 
Κυρά των Αμπελιών πάνου στα στήθια μας αντιφεγγίζει η
όψη σου
όπως φωτάει ένα άσπρο σύγνεφο τα δασωμένα βουνοπλάγια
και το ποτάμι σ’ ακολουθάει σαν ήρεμο λιοντάρι
όταν μοιράζεις τις αχτίνες στα νερόκλαδα
όταν μοιράζεις στους βοσκούς μπαρούτι και τραγούδι

και σε φωνάζουν αδελφή τ’ άλογα και τα προβατάκια.

Πάνου στο ελάτι πελεκήσαν την κολώνα σου οι βουνόζωστοι
πάνου στην πέτρα πελεκήσαν τη σιωπή σου οι θεριστάδες
τα περιστέρια σούφεραν χρωματιστά πεσκίρια
άσπροι λαγοί σου χάρισαν ένα ζευγάρι Απρίληδες
κι ο γλάρος μια κορδέλα φως σιδερωμένη απ' τα δελφίνια.
Σπετσιώτικα καράβια με τριπλά πανιά σου άναψαν τα μελτέμια
μπάρκα μονεβασίτικα σου στείλαν το φεγγάρι να λευκάνεις τα
προικιά σου
κι ο κοκοβιός τρεκλίζοντας σου κουβαλεί δυο δειλινά για πανω-
σέντονα
κ' έναν καθρέφτη γαλανό στο αλάτι σκαλισμένον.
 
Στρώσε ξανά στρώμα φαρδύ με δροσερά καλαμποκόφυλλα
χώσε τα μάτια σου βαθιά μέσα στ' αστέρια
έτσι που χώνεται το χέρι μες στ' αμπάρι με τα μύγδαλα
να μας φιλέψεις, άι, Κυρά, που καρτεράμε στην αυλή σου

να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο.

Περνάνε οι μέρες κουβαλώντας στο κεφάλι τους πανέρια με στα-
 φύλια.
Στρίβουνε το πευκόδασο — δεν τις ακούς που φεύγουν.
Αφήνουν πίσω τους ασάλευτο έναν ήχο από νερά κρεμάμενα.
Δεν τον ακούς ούτε τον ήχο, γιατί πάνου στην ποδιά σου ο τζί-
τζικας κουρντίζει το βιολί του
πάνου στα χέρια σου οι ροδακινιές ρίχνουνε τα μαντήλια τους
και φέγγουν τα κεράσια, φαναράκια κόκκινα, στο δειλινό σου δρόμο.
 
Τα βράδια που γυρνάς αργά με μια στάμνα στον ώμο σου
μ' όλη τη σιγαλιά του κάμπου περασμένη στο μπράτσο σου σαν
καλάθι με κούμαρα,
ο αποσπερίτης περπατάει σιμά σου ανάμεσα στις πικροδάφνες
βρέχει τα δάχτυλά του στο ποτάμι και δεν ξέρει να μιλήσει
σαν το βοσκόπουλο που αχνά κοιτάζει τη φλογέρα του και δεν τη
φέρνει πλάι στα χείλη του
τρέμοντας μήπως σπάσει κ' η καρδιά του κ' η φλογέρα του.
Τότε τα βόδια ασάλευτα σα σκαλιστά στο βράχο
κοιτάν τη δύση και δυο γνέφια απ' την ανάσα τους θυμιάζουν τον
αγέρα
κι ο ίσκιος τους μες στην κόκκινη αντηλιά σκίζει τον κάμπο σαν
καράβι.
 
Όταν οι πόρτες κλείσουν στη νυχτιά και το λυχνάρι του σπιτιού
νυστάξει
κι όταν απάνου στο τραπέζι μείνει μόνο το ψωμί σαν τη ψυχή
του κόσμου
το ξέρουμε πως πάλι Εσύ θα σεργιανίζεις την αυλή μας
κρεμώντας πέντε αραποσίτια απ' την αστροφεγγιά στ' ανώφλι
του σπιτιού μας
ποτίζοντας με το σταμνί σου τις τριανταφυλλιές μας.
 
Κι έτσι γύρω απ' τον ύπνο μας σκόρπια τα βήματά σου
σαν τα κουδούνια των αρνιών ανάρια-ανάρια γύρω στο βοσκό της
Σπάρτης
κ' έτσι αλαφρύ το πέρασμά σου απ' των ξωμάχων τα όνειρα
όπως η Παναγία περνάει ανάμεσα στις κοιμισμένες αγελάδες
κι όπως το ελάφι ανάμεσα στις καλαμιές της όχτης.
 
Και κείνος ο ήχος του νερού κρεμάμενος μέσα στη νύχτα
πήζει απ' το κρύο των αστεριών σε κρουσταλλένια κρίνα

που καρτεράνε να τα βάλουμε μες στο ποτήρι της ψυχής μας.

 

Το σπίτι είναι ήσυχο, συγυρισμένο καθώς είναι τα μεγάλα διπλο-
σέντονα μες στο σεντούκι με λεβάντα.
Ο ήλιος το 'χει ασβεστωμένο μέσα κ' έξω κ' είναι ριζωμένα τα
θεμέλια του
μέσα στη δροσερή σιωπή του χρόνου.
 
Κάθε που τ' αστροπέλεκο ξύνει της ερημιάς τον καπνοδόχο
ετούτο σίγουρο απαγκιάζει στων δεντρών το κυριελέησον
με το μεγάλο τζάκι του για να κονεύουν οι φτωχοί και τ' άλογα
τα μουσκεμένα
με τ' αγκωνάρια του τα διλποσταυρωτά σαν πέτρινα καρβέλια
με τα δοκάρια του γερά σαν τις πλάτες του κύρη μας
κι όλο μοσκοβολάει οξυά, κυπαρισσόμηλο και κέδρο.
 
Με το λουλάκι τ' ουρανού βαφτήκαν τα σκουτιά και τα προσόψια
μας,
στη μέση στέκει το τραπέζι διάπλατο για τους μουσαφιραίους
ως στέκουν τα βουβάλια στη νεροποντή, και μας στους μύλους οι
μυλόπετρες.
Ό,τι ακουμπήσεις πάνω του φτουράει σα ναν το βλόγησε η υπο-
μονή της μάνας μας,
πληθαίνει το ψωμί και τα λαγήνια μας γεμίζουνε ρετσίνα
κι όταν αδειάζει το σκουτέλι ανάμεσα στα ψίχουλα του δείπνου
γίνεται το σκουτέλι μας καλοκαιριάτικο φεγγάρι ανάμεσα στ'
αστέρια.
 
Απάνου στους σουβάδες μένει ανέγγιχτος ο ίσκιος απ' τις γε-
νειάδες των παππούδων μα
ο ίσκιος απ' τις χατζάρες και τις καραμπίνες τους
οι ίσκιοι απ' τα χέρια των παιδιών που φτιάχναν με το φως του
λύχνου
πρόβατα, γαϊδουράκια και γοργόνες προτού πέσουνε στο στρώμα.
 
Έτσι κ' οι τοίχοι του σπιτιού μα γίνηκαν σα φλωροκαπνισμένα
κονοστάσια —
εδώ η Μαρία κι ο Ιωσήφ κι ο Γιός τους κι ο Άλλος Πατέρας
που 'χει χοντρά μαλλιά σαν καραβόσκοινα και που κρατέι στα
χέρια του ένα τόπι
(ένα μεγάλο τόπι που 'χει απάνω του ζωγραφισμένη όλη την Πελο-
πόννησο)
πιο πέρα ο Μεγαλέξαντρος, η θεια-Παρασκευούλα κι ο Κολοκο-
τρώνης
κ' Εσύ αχνοφέγγοντας, Κυρά των Αμπελιών, πίσω απ' τα λιο-
δεντρα, πίσω απ' τα κυπαρίσσια,
σταυρός, σπαθί και δόξα, αγνάντια σ' όλων των εχθρών μας, μέσα

κ' έξω, τα λεφούσια.

Όλο το σπίτι μας μοσχοβολούσε ρίγανη, κερί λυωμένο και μπα-
ρούτι
μα πιότερο τις μέρες που 'βρεχε κ' έμπαινε απ' τις χαραματιές
των χωραφιών η ανάσα
φουσκί βρεγμένο, αλυγαριά, σανός, ρετσίνι, σιναπόσπορος.
 
Τότε το χάναμε το σπίτι μας  — γινόταν σαν τρικάταρτο που αρμε-
νίζει στις πέντε θάλασσες
ή σαν την κιβωτό που σκαμπανέβαζε στα ουρανοκρέμαστα ποτάμια
κ' είμαστε μέσα εμείς, μαζί κ' οι κότες, το γουρούνι κ' η κα-
τσίκα μας με τα τρία νεογέννητα
γι' αυτό μοσκοβολούσε κουτσουλιά, σάπιο κυδώνι κι άχερο.
 
Η μάνα μας, απ' όταν τη θυμάμαι, είταν ντυμένη μες στα μαύρα
γιατί όλο κάποιος απ' τους δικούς της θα μάς είχε αφήσει χρό-
νους
ωστόσο εμείς το ξέραμε πως πάρα μέσα δεν της λείπει το γαλά-
ζιο μεσοφόρι
γι' αυτό τα μάτια της, το βράδι, μες απ' τις ρυτίδες της
είταν σα δυό αστρουλάκια ανάμεσα στα φύλλα του ελαιώνα.
 
Δω μέσα είναι όλα απλά και σιωπηλά και παστρικά, όπως είναι
τ' αυτιά του πιο μικρού μας αδερφού που τον πηγαίνουμε την
Κυριακή στην εκκλησία —
το κάθε πράμα βρίσκεται στη θέση του μέσα στου τοίχου το ντου-
λάπι
όπως το μέλι στα κελάρια της κερήθρας —
το καφεκούτι, τα δαφνόφυλλα για τις φακές και το στυφάδο
το χαμομήλι και το μολοχάνθι κ' οι βεντούζες για τις θέρμες
τα βάζα με το στρογγυλό νεράντζι, τη μαστίχα και το κίτρο
και τ' ασημένια κουταλάκια της γιαγιάς για όταν μάς έρχονται
μουσαφιραίοι τις σκόλες.
 
Δεν πελαγώνουμε ποτές, Ό,τι γυρέψεις ξέρεις θαν το 'βρεις.
Η ρόκα, τα σταμνιά, οι ανθρώποι κ' οι καρέκλες κι ο κατρέφτης
όλα σφιχτοδεμένα και καλοβαλμένα ως είναι τα κουκκιά μέσα
στο ρόιδι —
κι αν τρίξει κεραμίδι, κι αν ραγίσει τοίχος
σκουπίζει η μάνα μας τα μάτια της, κ' εμείς το 'χουμε μάθει
πως τα κουκκιά αυγαταίνουνε και σπάζει του ροϊδιού το φλούδι.
 
Και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη ασά-
λευτη
έτσι που στέκει απάνου-απάνου στην καντήλα μας δυό δάχτυλα
το λάδι.
 
 
Δεν πελαγώνουμε ποτές, Ό,τι γυρέψεις ξέρεις θαν το 'βρεις.
 
Έξω στις πλάκες της αυλής μας πέρναγε η νυχτιά με το ταγάρι
  της και το σκυλί της.
ακουόταν σύναυγα η μαγκούρα της μακριά σαν του αργαλειού
  τη χτένα.
Η ασβεστωμένη μάντρα είταν στρωτή σαν του περιστεριού το
  σβέρκο
κ’ ένα άσπρο φως σα γυάλινο άλογο χανότανε στο δάσος.
 
Κάθε εποχή μας έφερνε τα φρούτα της και το δικό της μοσκο-
  βόλημα —
τα φύλλα της κληματαριάς γίνονταν λίγο-λίγο σαν παλάμες από
  μάλαμα
ύστερα οι βέργες κουλουριάζονταν σαν παγωμένα φίδια,
νότιζαν του σπιτιού μας τα κλειδιά κι ο ήλιος γινόταν σαν το βάζο
 της κουζίνας με το αλάτι.
 
Το Χινόπωρο φόραγε μια πατατούκα από σταγόνες και καπνό
κι αν ρώταγες το βράδι κάποιον «που είσουνα;» σου αποκρινόταν:
«κει πέρα, πέρα» κ’ έσερνε ξοπίσω του ένα σύγνεφο σαν προβατίνα.
 
Οι κυδωνιές, αργότερα, σφίγγανε πάλι τις γροθιές τους
οι ντομάτες κοκκίνιζαν σα φιλημένα μάγουλα
ένα κλωνάρι δυόσμος φύτρωνε μες στη ραγισματιά του τοίχου
κ’ η ντουφεκιά του γέρο-Δήμου βούιζε στο πλατανόρεμα.
 
Τότε τα γένια του παππού βγάζανε κομπαράκια κόκκινα
σαν τα πουρνάρια του όχτου όταν βροντάει στα καταράχια ο ήλιος.
 
Περνάει, περνάει, γυρνά ο καιρός — ροδάνι, κόκκινη κλωστή δε-
  μένη
και μεις, Κυρά μου, από ντουφέκι σε φλογέρα, κύκλο-κύκλο,
σκαλίζουμε τσαμπιά σταφύλια στου αμπελιού τα ξερά κούτσουρα
σκαλίζουμε το μπόι σου στα κυπαρίσσια
και το σύγνεφο γίνεται σεντούκι με φλουριά
και τα κυπαρισσόμηλα κεράσια
και συ, Κυρά, με το νωπό στάχυ του αποσπερίτη μες στο χέρι σου

βλογάς την ερημιά του κάμπου και τις πετρωμένες βρύσες.

Καθόντουσαν στο λιόφυτο δίπλα στις αγελάδες τους.
Δε βγάζανε άχνα. Ο ήλιος τσίτωνε την τέντα του πάνου απ’ τα
κυπαρίσσια.
Μέσα τους πλέκανε ήσυχα κόμπο τον κόμπο ένα τραγούδι
έτσι που πλέκουν οι ψαράδες στ’ ακροθάλασσο τα δίχτυα τους.
 
Καμιά φορά κόβαν καλάμια και σκαλίζανε με το σουγιά φλογέρες
κ’ έμεναν έτσι — δεν τις παίζανε — και λογαριάζανε
τί ήχο να βγάζει η Κυριακή σε μιάν αυλή με τα βασιλικά και τα
γεράνια
τί ήχο να βγάζει η αντηλιά στις πλάτες της κοπέλας που ό,τι
λούστηκε
 
τί χρώμα να ‘χει ο ήχος του νερού καθώς αδειάζει η στάμνα
τί στεναγμό να βγάζει το γαρύφαλλο του δειλινού πέφτοντας στο
ποτάμι όπου ποτίζονται τ' άλογα και τα βόδια
τί μυστικά να λέει η αστροφεγγιά τα γιασεμιά της ρίχνοντας στη
στέγη μας.
Μα ο ήλιος είταν δυνατός  — δε σ' άφηνε να λογαριάσεις.
 
Κοιμότανε ο Άη-Γιώργης στα πλατάνια κάτου απ' τα τζιτζίκια
το ποτάμι αναβόσβηνε σαν άγγελος μαλαματένιος μες στους ίσκιους
πέρα τα σπίτια λάμπανε σκόρπια στα δέντρα και στον αέρα
κι όλη η μεγάλη θάλασσα φέγγιζε μες στη θύμηση
έτσι που αντιφεγγίζει ένα παράθυρο σ' ένα ποτήρι του νερού φρε-
σκοπλυμένο.
 
Δεν είχαν τίποτ' άλλο. Πίσω απ' τα γυάλινα βουνά περνούσε ο
χρόνος
με την καπελαδούρα του ήλιου αναγερτή στον ώμο του
κι ό,τι τους έπαιρνε ο αγέρας έμενε στην ξαστεριά σαν το λυω-
μένο χιόνι μες στις ρίζες του έλατου
απόμενε βαθιά στη σιγαλιά σαν το παλιό δαχτυλίδι στη στέρνα
ως μένει λάμποντας το αλάτι μες στη φούχτα του ξερόβραχου

κι ως η φουρτούνα αφήνει στο βυθό ένα δίχτυ ασημένιας ησυχίας.

 

Έτσι με το ξημέρωμα, ν' αυτιάζονται οι λαγοί που ανακλαδί-
.... ζεται η τρυγόνα
μες στις φωλιές τα χελιδόνια να σκουντάν με τον αγκώνα το 'να
.... τ' άλλο,
χτύπο το χτύπο τα φτερά και τα νερά να μερμηγκιάζουνε στης
.... σιγαλιάς τις αμασκάλες
κ' οι αγγέλοι πλένοντας τα τζάμια του παράδεισου χτύπο το χτύπο
.... το τραγούδι
χτύπο το χτύπο της αυγούλας ο αργαλειός φαίνοντας του ήλιου το
.... ζουνάρι
να ζώσει η γης δέκα φορές τη μέση της και να χορέψει.

Η θάλασσα με τα γαλάζια της μαντήλια φέγγει τον αγέρα.
Πουρνό-πουρνό κατηφοράν τα πεύκα να λουστούνε
πουρνό-πουρνό τα τσοπανόπουλα κοιτάζουν απ' τους λόφους
που η πούλια με τα δυο της δάχτυλα ξηλώνει τους γαλάζιους
.... φραμπαλάδες της.
Η δάφνη κ' η μυρτιά τινάζουν στις κατηφοριές τα μεσοφόρια τους
κύματα ροβολάν τα δέντρα, κύματα οι καμπάνες
κύματα ροβολάνε κ' οι βαλαντωμένοι βλάχοι απ' τα λημέρια τους
πετάν στην αμμουδιά τις βράκες τους και ρίχνονται στη θάλασσα
σαν άγιοι τριχωτοί που αφήσαν τα ραβδιά τους στην ποδιά της
.... Πενταγιώτισσας.
Κ' έχουνε μαύρα κι άγρια τα μαλλιά σαν τα καψαλισμένα βάτα
κι έχουν τα φρύδια πέτρινα και τα νεφρά τους σιδερένια
κ' έχουν τα στήθια τους στρωτά σαν τα φτερά της πέρδικας
και σύγκορμοι ευωδάνε τσίπουρο, μέλι και βαρβατίλα.

Βιάσου, Κυρά, και πρόβαλε πάνου στο βουνό ζωσμένη
.... πέντε γύρους στάχυα,
ρίξε μπουκιά απ' το γέλιο σου στον πετεινό του φράχτη μας που
.... 'χει λειρί τον ήλιο,
βιάσου, τι δεν αντέχουν πια τα φύλλα, τα νερά, τα παλληκάρια.
Γρήγορα τα ρουθούνια τους, σαν του τραγιού, ρουφάνε την αρμύρα
και το γαρύφαλλο στα σκέλια τους μες στο αυγινό νερό αυγαταίνει.

Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο
νταγκ-νταγκ στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές κ' οι πετρο-
.... κότσυφοι,
μπαίνουνε τα καράβια στη στεριά μ' εξήντα φλόκους όνειρα 
μπαίνουν τα πρόβατα και τ' άλογα στη θάλασσα
κ' η θάλασσα ανεβαίνει στ' άσπρα λιακωτά να λιάσει τα σεντό-
.... νια της.

Απάνου στην προβιά του χορταριού νταγκ-νταγκ τα κουδουνάκια
μες στο πηχτό γαλάζιο γάλα του γυαλού τα κίτρινα κουμπιά της
.... πούλιας
νταγκ-νταγκ καλόγνωμες ελιές φορτώνοντας το όρθρο στα μικρά
.... γαϊδούρια τους.

Γεια και χαρά σου ομορφονιά που δένεις όλο το ντουνιά με τις 
.... χοντρές πλεξούδες σου
που 'χεις τις βούλες της υγειάς στα μάγουλα και στο πηγούνι,
δάγκωμα της δροσιάς, γεια και χαρά, στο σβέρκο του καπτάν
.... Καρακατσάνη.



Και πάνου εκεί, στο ξάγναντο ξωκκλήσι, με τα χέρια του δεμένα
.... γύρω στο ραβδί του
ν' ακούει τη λειτουργία των κορδαλών και των προβάτων ο Πα-
.... παδιαμάντης
τον όρθρο μουρμουρίζοντας και «τ' όνειρο στο κύμα».Έτσι με το ξημέρωμα, ν' αυτιάζονται οι λαγοί που ανακλαδί-
.... ζεται η τρυγόνα
μες στις φωλιές τα χελιδόνια να σκουντάν με τον αγκώνα το 'να
.... τ' άλλο,
χτύπο το χτύπο τα φτερά και τα νερά να μερμηγκιάζουνε στης
.... σιγαλιάς τις αμασκάλες
κ' οι αγγέλοι πλένοντας τα τζάμια του παράδεισου χτύπο το χτύπο
.... το τραγούδι
χτύπο το χτύπο της αυγούλας ο αργαλειός φαίνοντας του ήλιου το
.... ζουνάρι
να ζώσει η γης δέκα φορές τη μέση της και να χορέψει.



Κυρά, Κυρά θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μά-
.... γουλα
σφίγγοντας μες στον μπούστο σου την κάψα τ’Αλωνάρη
πότε κρατώντας στην ποδιά ένα καράβι μικροκάραβο
πότε σαν Παναγιά Αιγιοπελαγίτισσα ντυμένη μ' ένα δίχτυ
να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή σου το πανέρι με τα
.... ψάρια
πότε ντυμένη μ' αμπελόφυλλα, κυνηγημένη απ' του ήλιου τις
.... χρυσόμυγες πάνου στ' αλώνια
ανάβοντας το φίλημα στα λουλουδάκια της μηλιάς
μπατσίζονταςτις λυγαριές με τον αγέρα της τρεχάλας σου.

Μηλί — βάι - βάι — μηλί - μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης;

Σπάνε τα ρόδια στη ροδιά και πέφτουν γέλια στο ποτάμι,
με κουκουνάρια κυνηγιούνται οι κορασιές στο περιγιάλι
κι αχ, ο δραγάτης δε βαστά τέτοιο πουλί στον κόρφο του
κι αχ, δε βαστάνε οι βιολιτζήδες τ’ αμπελιού τόσο ουρανό μες στα
.... βιολιά τους.

 

Πάνου στο φως της θημωνιάς  — αχού, κυρά μ'  — το μεσημέρι

.... ανασκελώνει τις θερίστρες

δαγκώνει ο τζίτζικας τ' αυτί κι ο νιος δαγκώνει τη γροθιά του

κι ο μπιστικός παίρνει στο στόμα του τη ρώγα της καλοκαιριάς

.... σάμπως τραγί στο πρώτο βύζαγμα

ναν της ποτίσει το σγουρό βασιλικό με του βουνού και του Μαγιού

.... τη βρύση.

 

Τι πα να πει καημός - καημός, Περβολαριά μου ασίκισσα

όρτσα μελτέμια του καλοκαιριού, γάμπιες* και φλόκοι* του λεβάντε,

μπήξου μαχαίρι μαυρομάνικο στου χάρου τα παγίδια.

Δω χάμου η ναυτουργιά γδυμνή με τρεις παλάμες έρωτα
μετράει τις στράτες του ντουνιά και του ήλιου τις χρυσές κα-
.... μπάνες
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο καβουρντισμένο απ' το λιοπύρι
παίζει τη σβούρα τ' ουρανού πάνου στα γόνατά του.

Ήλιος πεσμένος μπρούμυτα ναν του ψειρίζουν το κεφάλι οι πι-
    κροδάφνες,
ο αγέρας έλυσε μεμιάς της κερασιάς τους κόμπους
το μυστικό ξετύλιχτο στην ανοιχτή φτερούγα του μελισσουργού
μια ντουφεκιά στον ουρανό, δυο πούπουλα στον ώμο της λιακάδας —
ζευγάρωσαν τα ελάτια με τα φλάμπουρα
κ' οι πέτρες με το χνούδι της δροσιάς φέξαν τα μονοπάτια.
 
Κυρά των Αμπελιών, οι σπόροι ανακλαδίζονται κάτου απ' τα
    πόδια σου,
σου κρέμονται στις πλάτες τα μαλλιά σαν πλατανόριζες —
άντε, κυρά ροδακινιά, βγάλε σεργιάνι τα πουλιά και στη βοσκή
    τα σύγνεφα
δέσε δυο πήχες ίσκιο ολόγυρα στου κάμπου τον καψαλιασμένο
    σβέρκο — κοίτα
κοντανασαίνει ο ζευγολάτης βγάζοντας της λυγαριάς την πουκαμίσα,
δυο πελεκάνοι κουβαλάνε απ' το καμπαναριό την αχυρένια τους
    φωλιά ναν τη φορέσεις ψάθα.
 
Άιντε, Κυρά, λαχάνιασαν οι καστανιές της Κρήτης
για φέρε ένα φλασκί με τσίπουρο και δυο λαγούτα μαντινάδες
πέντε πεσκίρια γλάρου απ' τη βραχοσπηλιά της Νάξος για να
    στρώσεις το τραπέζι μας
τί καλοκαίριασε, Κυρά, και πια δε νταγιαντιέται η πίκρα.
 
Νάτες οι νιόνυφες μηλίτσες σαπουνίζουν το ποτάμι,
οι χήρες δέσαν βρακοζώνα τους το μεσημέρι μ' όλα τα τζιτζί-
    κια του
κι αχ η μικρούλα η ανύπαντρη δρώνει - ξιδρώνει (τι να πεις;
     μαλαματένια και σγουρή,)
στα δυο βυζιά, στα δυο βυζιά της (πως και τι) σφίγγοντας του
    ήλιου το φλουρί
αχ η μικρούλα η ανύπαντρη παίρνει άντρα το περβόλι.
 
Καλέ αγωγιάτη που 'βαλες παπούτσια πλατανόφλουδο
που φόρεσες μαντήλι στο λαιμό της νεραντζιάς τον ίσκιο
καλέ αγωγιάτη πως βαστάς το χνούδι του καλοκαιριού να γαργα-
    λάει τ' αυτί σου
να βουίζουν τόσες μέλισσες μέσα στο παντελόνι σου
στου τζίτζικα το γύφτικο να πελεκάνε το σκουτάρι του Αχιλλέα
κ' εσύ μ' ένα γαρύφαλλο να 'χεις το στόμα σου φραγμένο;
 
Σφύρα το, σφύρα στ΄αψηλά ν' ανοίξουν όλα τα παράθυρα του
    Θεόφιλου
να βγουν οι Πηλιορείτες νιόγαμπροι στο χοροστάσι
να παίξουν παλαμάκια οι λεϊμονιές κ' οι βίγλες να βαρέσουν τα
    μπουζούκια
κι απ' το βουνό ως τη θάλασσα σκαλί- σκαλί ταράτσα με ταράτσα
να 'ρθει η Αρετούσα να 'μπει στο χορό με τους Καπεταναίους
ν' αστράφτουν τ' άρματα στην όψη της κι αυτή ν' αστράφτει στ'

    άρματά τους.

Κυρά, σε τριγυρίζουν οι κωλοφωτιές με τα μικρά φανάρια τους
ο ίσκιος της καρυδιάς βουλιάζει σαν ταψί στ' αγριοχόρταρα
και πάνου στην ποδιά της σιγαλιάς πέφτουν τα βελανίδια.
 
Ποιο παραθύρι ανοίγει η κορασιά δίχως ν' αγκυλωθεί μ' ένα άστρο
ποιος τοίχος της Ελλάδας δίχως να σταθεί σαν της παλληκαριάς
    το στέρνο
ποια μαχαιριά χωρίς κραυγή και ποια κραυγή χωρίς τραγούδι;
 
Κουμπώνουν τ' άστρα με δυο ολόχρυσες σειρές κουμπιά τη στρά-
    τα σου
αράδα - αράδα οι ώρες στέκουν στρογγυλές σαν τα κεφαλοτύρια
    στο πατάρι
σωπαίνουν μες στην κάβα τα βαρέλια σα γελάδες ετοιμόγεννες
τ' αμπάρια είναι ήσυχα όπως είν' τα σύγνεφα μέσα στη νύχτα
και στη σκεπή το φίδι του σπιτιού κοιμάται σαν την άγκυρα μες
     στο καράβι.
 
Ψηλά βλογάει τα σπίτια ο Παντοκράτορας όπως βλογάει ο πατέ-
    ρας το καρβέλι
και δίπλα σου, Κυρά των Αμπελιών, λαφροπατά η μεγάλη Αρ-
    κούδα
και πάνου από το τζάκι κρέμεται το καριοφίλι σταυρωτά με τη
    φλογέρα.
 
Έτσι να κάνει να τραβήξει ο άπιστος τρίχα από τη σιγαλιά του
    σταροχώραφου
έτσι να κάνει να πατήσει το ζουνάρι του Καπτάν - Μεσολογγιού
θα τιναχτούν από ψηλά βιγλάτορες τα κυπαρίσσια
θα συναχτούνε τα κατάρτια των καϊκιών του Διγενή κοντάρια
κοχύλες απ' τα πέλαγα κ' ελιές απ' τις ραχούλες
να φράξουν τη μπασιά του κάστρου της Αμίλητης
κι αγγέλοι με καπότες ρουμελιώτικες θα κάτσουν μπρος στα κα-
    ραούλια
και γιομιτζήδες Άγιοι στη ράχη τους θα κουβαλήσουν τα κανόνια

    του '21.

Όστριας και Τραμουντάνας, θαλασσόλυκοι, με το πηγμένο αλάτι
    στα μουστάκια τους
σε σκάλισαν, καλή Κυρά, σε πλώρη Βατικιώτικη ξεχτένιστη
    γοργόνα.
μαντήλια στον πουνέντε της Μονοβασιάς σου γνέψανε το ξεπρο-
    βόδισμα,
νησιώτισσες με κανελογαρύφαλλα σου 'γράψαν τ' όνομά σου στα
    μηλοροδάκινα του Κλείδωνα
στης Καθαροδευτέρας την λαγάνα σε κεντήσαν σε μυρτόκλωνο.
και στα μαλλιά σου μπλέκουνται φύκια νωπά και ροκανίδια από
    κυπαρισσόξυλο.
 
Μάινα, Κυρά. Συρτά κουπιά. Στο περιγιάλι καλωσόρισμα της
    θαλασσοφαμίλιας.
Του αποσπερίτη πυροφάνι φέξε στα ρηχά να κουβαλήσουν τα κα-
    λάθια.
 
Η καπετάνισσα σταυρώνει το ψωμί κι αγιάζει το νερό της στά-
    μνας
κι ο κάβουρας αυτιάζεται το χτυποκάρδι του αχινού που μλπέ-
    χτηκε μ' ένα άστρο.
 
Τρατάρηδες στο καπηλιό κερνάν το πρωτοπαίδι τους δυο κατο-
    στάρια θάλασσα
κ' έξω απ' το τζάμι τ' αργυρό τραμπάλισμα του φεγγαριύ στα
    νοτισμένα βότσαλα.
 
Μουγγό-μουγγό στο μεσονύχτι τ' άραγμα της τράτας που χτενίζει
    τα ισκιόνερα με κουπιά μαλαματένια,
αγκίστρια, πετονιές, νεροκολόκυθα  — σιγά-σιγά πως περπατά το
    ψάρι ανάμεσα στα φύκια
και πως σαλιώνει η Γενοβέφα τα δυο δάχτυλα πλέκοντας τις πλε-
    ξούδες της
και πως ακούς το χάραμα στα χοχλαδάκια ολόγυρα το «φχαρι-
    στώ» της πούλιας.
 
Νυχτέρι του νησιού στις μπαλκονόπορτες πάνου στα ξάγναντα
    του δυόσμου —
όρθιες κι αμίλητες οι μοσχοθυγατέρες των καπεταναίων
κι απάνου στο κεφάλι τους να στραφταλίζουν τ' άστρα σαν πανέ-
    ρια με χρυσόψαρα,
 — οι αρραβωνιαστικές του πέλαγου, μες στην υπομονή τους οργι-
    σμένες.
 
Αχ, ναυτικέ καημέ μας, το μαράζι της μεγάλης θάλασσας που
    παίρνει, παίρνει, παίρνει —
φανάρια γαλανά στις βίγλες του μεσονυχτιού και πλώρες που ξε-
    σκίζουν σα σπαθιά τον ύπνο της μπουνάτσας —
ξένα καράβια σημαδεύουνε της περιστέρας τ' άσπρο μπαλκονάκι
και στους Γουλάδες τα παλιά κανόνια σα μονόφθαλμα δελφίνια.
 
Σιγά-σιγά μην πάρει ο μούτσος μυρουδιά το ντέρτι της καλής του
μη θυμηθεί κι ο σφουγγαράς τη μάνα του που ξώμεινε παντέρμη
    στο μουράγιο
μη θυμηθούν κ' οι σκοτωμένοι το αίμα τους που εχύθη στα λι-
    θάρια.
 
Δυο φορές μάνα, μάνα μας, μπαλώνοντας του ναύτη τη φανέλα
μπαλώνοντας τη θύμηση, τα κάστρα, τα πορτοπαράθυρα,
κρεμώντας χάντρα γαλανή στου βουτηχτή τον κόρφο,
κάνε σιγά την προσευκή και μέτρα μέσα σου ποιοι λείπουν
ποιες μαυροφορεθήκανε, ποιοι κάτσανε σκυφτοί στο παραγώνι
έτσι που μένει σταυρωμένο το χταπόδι στου ψαρά τον τοίχο.
 
Κάνε καρδιά, Κυρά μ', Κυρά μ', και μάσα του καημού μας τα
    δαφνόκκουκα
μην πάρει σβάρνα ο αμανές, του φεγγαριού τ' άσπρα πεζούλια
κι από γλαροσπηλιά σε λιακωτό φυσήξουν τα πανιά της άνοιξης
και μες σε κάντρα από κοχύλια μη δακρύσουν οι καπεταναίοι
μη ρουθουνίσουν οι παλιές λαβωματιές κι αχνίσει της εικόνας σου
    το τζάμι.
 
Κυρά, τι παίρνεις τα βουνά και τι λακάν τα σύγνεφα;
Σήμερα μπαίνουνε τα πρόβατα στη στρούγγα της βραδιάς και
    βάφουν μαύρο το μαλλί τους
σήμερα βάφει κι ο αϊτός τα νύχια του ολοκόκκινα,
τι μπούκαραν οι αντίχριστοι και πλάκωσαν τ' αμπέλια μας
κόβουν το σύκο απ' τη συκιά και το μωρό απ' τη ρώγα
κόβουν της Παναγιάς το χέρι σύρριζα και το πουλάνε στο πα-
    ζάρι —
σύγνεφο οι ακρίδες στα σπαρτά και ροκανάν τον κάμπο,
η μαχαιριά η πισώπλατη κ' η νυφοστολισμένη οχιά με τη διπλή
    τη γλώσσα.
 
Ποιος κάθεται τώρα, Κυρά, με τη φλογέρα να γνοιαστεί τα πρό-
   βατα των ίσκιων
και ποιος τα ελάτια στα νερά του γαλαξία να διαφεντέψει;
 
Μες στ' άδεια κιούπια μας βροντάν χιλιόχρονοι θυμοί πάππου-
     προσπάππου
μες στα βαρέλια του κρασιού βογγάν χιλιάδες καλοκαίρια
το κοντογούνι της γιαγιάς μες στο σεντούκι αναλογάται Μπου-
    μπουλίνες
και μες στο κανοκιάλι του καραβοκύρη ξύπνησαν μπουρλότα και
    Κανάρηδες και σοροκάδες.
 
Κυρά, Κυρά, ντύσου ξανά τα κλέφτικα, τ' ασίκικα, ψηλά στα
    κορφοβούνια ζώσου τ' αστέρια τρίδιπλα στον κόρφο φυσεκλίκια
βάλε μες στο ταγάρι σου της Παναγιάς το κόνισμα μαζί με μπα-
    ρουτόσκαγα —
τσομπαναραίοι Απόστολοι χτυπάνε της Αγιά-Σοφιάς τα ση-
    μαντρα
κ' οι ελιές οι βλάχες οι Μακεδονίτισσες τραβάν τις ανηφόρες
κ' οι αποθαμένοι στα σκαλιά της εκκλησιάς λαδώνουνε τα καριο-

    φίλια με το λάδι της καντήλας.

Μιλιά. Mιλιά. Διπλές-τριπλές αμπάρες φράξανε τ’ αμπέλια μας.
Κλείσε το στόμα σου, Κυρά, κλείσε και το παράθυρο του απο-
    σπερίτη,
κάτω απ’ τη μαύρη σου ποδιά σφίξε τα δώδεκα κλειδιά της νύ-
    χτας.
 
Έξω απ’ την πόρτα μας περνάν οι σιδερόφραχτοι σιδεροφράζον-
    τας τα στάχυα.
 
Σφίγγει στον κόρφο της η μάνα μας της σιγαλιάς τη Βίβλο.
Βασίλεψε στην πίκρια του σπιτιού ο δίσκος ο ασημένιος σάμπως
    ψόφια μέδουσα
και τα παλιά χαλκώματα στα νοικοκυρεμένα ράφια
μαυροκοκκίνησαν αγάνωτα σάμπως φεγγάρια στης ερημιάς το
    στρίψιμο.
Περνάν οι σιδηρόφραχτοι, σιδεροφράζοντας σκάφη και στάμνα.
 
Μιλιά. Τα καρφοπλούμιστα σεντούκια πετρωμένα —
φανέλες ναυτικές και φέρμελες* κι άσπρα τσουράπια και του-
    ζλούκια*
παππουδογονικά θυμητικά, παλιά σπορά, σακκούλες με τους λου-
    λουδόσπορους —
το καραβάκι κρεμασμένο από το μεσιανό δοκάρι
κάντρα στο σκήμα της καρδιάς που κλείνουνε τον όρκο της φα-
    μίλιας
άγιοι θαλασσινοί ζωγραφιστοί μέσα σε πίνες* κι αχηβάδες
κι όλος ο αγέρας του σπιτιού πηγμένος στα δυο στέφανα με τα κε-
    ρένια λεμονάνθια.
Κάτι σαλεύει κάτου απ' τη σιγαλιά —δεν είναι οι κατσαρίδες,
είναι το φίδι το πανάρχαιο του σπιτιού που το σκουντάει με τον
    αγκώνα της η περηφάνεια.
 
Περνάν,  περνάν οι σιδερόφρακτοι — το μαύρο πόδι, μαύρο πάτημα,
μαύρα λεβέτια κουβαλάν να βάψουν μαύρα τα περβόλια μας
μαύρο να βάψουν το νερό, και το καρβέλι μαύρο.
Φεγγάρι παγωμένο σε σπασμένη ρόδα του αραμπά στο δρόμο απ'
    έξω,
το αλέτρι, γκόλφι* στην καρδιά του κάμπου, απίστομο,
η αξίνα προσευχή στην ξώπορτα, και το χωράφι απ' το δρεπάνι
    κρεμασμένο.
 
Τώρα διπλώνει την καρδιά ο παππούς όπως διπλώνει στην πε-
    τσέτα το ψωμί μετά το δείπνο
κι όπως διπλώνει ο κυνηγός τα μπαρουτόσκαγα προτού κινήσει
    για το δάσος
και κείθες κάτου στο γιαλό ο ίσκιος του καραβιού μονάχος μεγα-
    λώνει
έτσι που μεγαλώνει η στάλα του λαδιού πάνου στο μάλλινο της

    πίκρας.

 

Σαν τι μαντάτο φέρνει ο γλάρος στην απανεμιά του κάστρου μας —
ποιος να παστρέψει τώρα με τα νύχια του των άστρων τα κου-
.... κουνάρια
και ποιος να μείνει στην ποδιά σου, μάνα μας, να καθαρίζει μπι-
.... ζελάκια;

Σπουργίτι που γεννάει τ' αυγά του στ' άχερο της ερημιάς
ανηφοριές του Άη-Θεριστή που λιβανίζει η μαντζουράνα
αυλόπορτες της άνοιξης στου δειλινού το μοσκολίβανο
βρύσες που στριμωχτήκαν στις αλυγαριές ανάμεσα
κι αράδα - αράδα οι στάμνες στα περβάζια του ύπνου δροσι-
.... σμένες —
κάτι ποτίζουν σιωπηλά στη ρίζα - ρίζα την αθώρητη
κάτι ετοιμάζουν μες στο χέρι μας που ούτε το μάτι δεν το ξέρει.

Κυρά των Αμπελιών, Κυρά της θάλασσας, με πεταλίδες κι άστρα
.... κολλημένα στις κοτσίδες σου,
καράβια πάνε κ' έρχουνται μες στο μουγγό ανεμόβροχο,
τρεις ναύτες, τρεις ομορφονιοί σού φέρνουνε δυο ταμιζάνες φως
.... απ' τους μεγάλους κάβους.

Ποιος θα σε φτάσει τώρα στο φεγγάρι που χτυπάς φλουρί στου
.... βιολιστή το κούτελο;
Πέφτουν τα πικραμύγδαλα στη στέγη μας πιο πέρα απ' τα με-
.... σάνυχτα
στον πέρα μώλο τα καράβια βουλιαγμένα
στην πέρα γειτονιά της πυρκαϊάς τ' αποκαΐδια
σιδερικά και σπίτια καπνισμένα
και τα φανάρια του νοτιά στα καλντερίμια μπρούμυτα
τα καραούλια θεόγυμνα και τ' άλογα σφαγμένα.

Μια Κυριακή στη ντάπια του νησιού βαρέσαν τα κανόνια
και μπήκε η προσφυγιά η αλμυροπότιστη κάτου απ' του κόρακα
.... τον ίσκιο
και τα τραπεζομάντηλα ξεκρέμαστα στην αστραπή φέξαν τον πόνο
.... της ελιάς και του μωρού την κούνια.  

Κλείσε, Κυρά, τα παραθύρια. Καβατζάρει ο άνεμος της νύχτας.
Μπαίνει απ' τη χαραμάδα η παγωνιά κι αχνίζει τον κατρέφτη.
Στη στέγη η προκαδούρα της φουρτούνας σπάει τα κεραμίδια
και μόνο το αχ του λυχναριού σταυροκοπιέται μες στο δώμα.

Σιγά, σιγά, μην τρίξει το σανίδι. Στο κελάρι ο ποντικός
μασάει τη μετζεσόλα της σιωπής. Σιγά — ποιος είναι;
Ανοίγει η πόρτα μόνη της και μπαίνει η θαλασσοδαρμένη Δέ-
.... σποινα.
Κάτου απ' τη μασκάλη της κρατάει τα ρούχα του πνιγμένου
— η πατατούκα η ναυτική κ' η ραβδωτή φανέλα
κ' η χάρτα με την έγνοια του μελετημένη στ' άστρα
κ' ένα αμπελόφυλλο από ξύλο — ακροπρεπίδι της Γοργόνας.

Δάγκωσ' τα χείλα σου, Κυρά, μην ακουστεί το σκούσμα.
Συδαύλα τη φωτιά — μηδέ ο στερνός μηδέ κι ο πρώτος.

Σπίθα τη σπίθα η αστραπή φωτίζει τα μπακίρια στο πατάρι
και το μεγάλο σπιτικό μας διπλοκρέββατο μ' όλους τους μπρούν-
.... τζους του μες στο σκοτάδι ανάβει
σαν Επιτάφιος του σπιτιού που όλος μοσκοβολά πορτοκαλάνθι
.... και μπαρούτι.

Κι απόμακρα μουγκό - μουγκό κορφή - κορφή το κορφοβούνι
μέσ' απ' τα γιαταγάνια των κυπαρισσιών το μέγα μπουμπουνίδι
σα να κυλάει ο άγριος θεός της Κρίσης τα καζάνια.
Βουβά η ελιά διαβάζει μέσα της το πέτρινο βαγγέλιο
τ' αμπέλια βράζουν το χυμό για το μεγάλο δισκοπότηρο του Αγώνα
— αχ του καημού λιβανιστήρι, η Άγια Πύλη βρόντηξε: 
«σώνουν τα σαραντάμερα της νήστειας και της πίκρας
τα κόλλυβα σωθήκανε κ' η Παναγιά αρματώθη».

Κυρά, τα πατερμά της νύχτας άναψαν καψούλια
κι απάνου στα ψηλά βουνά ξημέρωσαν οι σπάθες
κι αστροβολάν οι ανηφοριές κι αχολογάν οι βίγλες
κ' ένας αϊτός τρανός αϊτός απ' το Σταυρό της Γκιώνας
φέρνει τη διάτα του Κυρού σε πλάκα μαρμαρένια:

«Σήμερα ανοίγει ο ουρανός τα παραθύρια του ήλιου,
να σκούξουνε τα σήμαντρα κ' οι αγγέλοι να σαλπίσουν — 
σήμερα αρχίζει στα βουνά το μέγα πανηγύρι
τ' Άη -Θυμαριού η ανάσταση τ' Άη -Έλατου το γλέντι»

Εδώ τα δέντρα μάχονται μαζί με τους ανέμους

εδώ βρυχιούνται τα βουνά και τα χοντρά κοτρώνια
τ' αστέρια βόλια σφεντονάν και το φεγγάρι μπάλες
κι ολημερίς κι ολονυχτίς μες στου ήλιου το καζάνι
μαύρο κατράμι κοχλακά για των οχτρών τ' ασκέρια.

Εχ, τι λαγούτα και βιολιά και κλέφτικα νταούλια
οι πίπιζες του πλάτανου, του πεύκου τα σαντούρια — 

Στραφτοκοπάν στον άνεμο τα χρυσοπετραχήλια
γιορτάζουν τα καμπαναριά με τις χρυσές καμπάνες
οι άσπροι σταυροί των φλάμπουρων φωτάν τα μεσονύχτια
κι αγγέλοι από γυαλί και φως μ' ολάνοιχτες φτερούγες
φωτάνε τα ελατόδασα και τ' αϊτομονοπάτια.

Και συ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες
γιομίζεις τα σταφύλια σου μ' αίμα και δυναμίτη
στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του χάρου.

Παν, παν, τραβάνε, σκουντουφλάν κουτσαίνοντας οι χάροι
παν, παν οι σιδερόφραχτοι με τις σπασμένες πόρτες
με τους σπασμένους τους σταυρούς, με τους σπασμένους μήνες
και τα κλαδιά τούς κυνηγάν και τα πουλιά τούς φτύνουν
κ' η κοκκινόμαυρη φωτιά τούς παίρνει το κατόπι
κ' οι σκοτωμένοι τούς σφαλάν με κόκκαλα τη στράτα.

Πίσω καπνίζουν τα χωριά κ' οι πολιτείες μουγκρίζουν
και πίσω απ' τα κατάμαυρα της πυρκαϊάς ντουβάρια
και πίσω από καπνών σταυρούς κι από σπαθιών γεφύρια
νάτη η αυγή τινάζοντας τον ήλιο της παντιέρα — 
η σάλπιγγα της λευτεριάς και τ' άστραμα του δίκιου.

Κ' η βάβω μας πετούμενη σε μυγδαλίτσας κλώνο
μες από τ' άσπρο σύγνεφο τεντώνει για δοξάρι
τη βέρα της, και βέλη της πέντε καλτσοβελόνες.

Και κει πάνου στον Όλυμπο στέκει ο Τρανός Τσομπάνος
με τη φλοκάτα του χιονιού, με το ζουνάρι του ήλιου
και βγάζει τη χερούκλα του πάνου απ' τ' αρνιά του πάγου
βλογώντας τ' άστρα των κλεφτών και των σπαθιών το φέγγος
βλογώντας φλάμπουρα ψηλά και κούνιες και μνημούρια.

Κυρά των Αμπελιών, που στύλωσες απάνου απ' τις καμένες στέ-
    γες μας το ουράνιο τόξο.
Κυρά που φέρνεις το κριθάρινο ψωμί και το κρασί στο δείπνο των
    τσοπάνων
και με τις πλάτες σου στεριώνεις τα δοκάρια του φτωχόσπιτου.
 
Κυρά που ευώδιασες ξανά τη σιγαλιά στα πατρικά σεντόνια
κ' είναι το σπίτι σαν αμπάρι καραβιού μετά από τη φουρτούνα
κι ο σφουγγαράς κοιμάται μες στις σπίθες των ψαριών και τρέ-
     χουν στα μαλλιά του οι αχιβάδες
και χώνει ο καπετάνιος μες στο κιάλι του το κόνισμα της τρα-
     μουντάνας
κι ο Αρματωλός κρεμάει το καριοφίλι του κάτου απ' την καν-
    τήλα —
ώρα μουγγή που αράζουνε οι ελιές μες στην υπομονή τους
και μόνο λιγοστός αφρός παίζει με το φεγγάρι
απάνου απ' τα άρμπουρα της βουλιαγμένης πολιτείας —
 
Πως ναν το πεις το φλάμπουρο που τίναξες στον ουρανό, το χι-
    λιοτρυπημένο
πως να το πεις το πέλαγος με τις μπουρούνες του ανέμου με του
    νερού τα σήμαντρα
πως ναν τα πεις τ' αμπέλια που αφηνιάσανε και κάλπασαν μες
    στο αίμα τους;
 
Με ποιες κοχύλες ναυτικές, ποιες σάλπιγγες των έλατων
να φέρεις τον καημό και το θυμό μέσα στη φλέβα της σιωπής
     και στης αυγής το στόμα;
 
Βαθιά - βουβά μανταλωμένο χάραμα. Τ' αστέρι στάχυ κρέμεται
     μπροστά στο παραθύρι
πάνου στα καραούλια του νησιού των κανονιών οι μπούκες αχνι-
     στές κοιτάν τα ουράνια
σφίγγει μέσα στη φούχτα του το ρόϊδι ρόδινο χαλάζι
και πάνου στο τετράγωνο τραπέζι του σπιτιού στέκει για κούπα
     του κρασιού μια σκαλισμένη οβίδα.

 

Κυρά των Αμπελιών, μυρίζει ακόμα η αμασκάλη σου καμένο

.... πεύκο και θυμάρι.

Μες στο σεντούκι το χαρτί του Μακρυγιάννη τρίζει σαν την πε-

.... ταλούδα στο κουκούλι

κι ακούμε πέρα από τον κάμπο σα χελιδονοτιτίβισμα

το στρίμωγμα των σταφυλιών που κουτουλιούνται μες στ' αγιάζι

κι ακούμε κάτου στο γιαλό ν' ανηφορίζει ο αχινός στο γόνατο

.... της άνοιξης.

 

Ακόμα η στράτα σκοτεινή. Κράτα, Κυρά, τη σπάθα ακόμη ξε-

.... κλειδώνοντας τις νύχτες μας.

Θύμιαζε με μπαρούτι τα κονίσματα. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα.

Γύρω απ' τα δέντρα κουλουριάζεται η σιωπή σα ναρκωμένο φίδι.

Τύλιχ'το τ' άσπρο σπίτι μας τρεις γύρους σπάγγο με κερί αλειμ-

.... μένο της ειρήνης

ν' ακούσουμε τη βουή της περασμένης τρικυμίας τραγουδισμένη 

.... απ' τα κοχύλια της ταζέρας

ν' ακούσουμε τ' αδράχτι της γιαγιάς να βουίζει σα χρυσόμυγα

.... στο φωτισμένο τζάμι

κ' έτσι ξεσφίγγοντας τα δάχτυλα να σε χαϊδέψουμε στο στόμα

.... της φλογέρας.

Κυρά των Αμπελιών που η κάπνα της φωτιάς σού άχνισε τα
.... γαλάζια μάτια και τα μαύρα φρύδια
τί σιγανό το βήμα σου κάτου απ' τα κυπαρίσσια
τί σιγανή μιλιά της δόξας στα τετράγωνα της πυρκαϊάς
να λέει με πόσο «γάλα ανδρείας και ελευθεριάς» βύζαξες τα ορ-
.... φανά σου
να λέει με πόσον αίμα πότισες τα φυλλοκάρδια του αμπελιού να
.... δώσει το βαθύ κρασί του δισκοπότηρου.

Κι όπως περνάει απ' την Ωραία Πύλη ο Δέσποτας κρατώντας
.... τ' άγια των αγίων
έτσι περνάς κάτου απ' την πύλη των σταυρών κρατώντας στ'
.... ανοιχτά σου χέρια τη φαρδιά σπάθα του Αγώνα
σα να κρατάς μια πλάκα φως με της Ειρήνης το δεκάλογο
σα να κρατάς τον ήλιο τον νιοβάφτιστο που στάζει απ' τ' ουρανού
.... την κολυμπήθρα.

Τώρα η αυγή κ' η νύχτα σμίγουν όπως δένονται τα δέκα δάχτυλα
.... γύρω στο γόνα της γαλήνης
και μόνη εσύ, Κυρά των Αμπελιών, μέσα στο χάραμα,
να σκίζει ο μέγας ίσκιος σου τον κάμπο σαν καράβι
και πάνου από τα λιόδεντρα τα δυο σου χέρια ασάλευτα δεμένα
σάμπως ένα άγιο περιστέρι που κρατάει στο ράμφος του
μια δέσμη φως ισοζυγιάζοντας τη ζυγαριά του κόσμου.