Ο κήπος της γειτόνισσας
που τ' όνομά της δεν το ξέρω
μα έτσι μ´αρέσει να τη λέω:
Ανθή.
'Ενα σπιτάκι έχει, η Ανθή,
με κεραμίδια,
στην καρδιά
της πόλης.
Και κάθε που διαβαίνουμε
στης 'Ανοιξης τα μονοπάτια,
στο μικρό του κηπάκι,
κρίνα ανθίζουνε λευκά
και παπαρούνες λυγερές,
με χρώμα άλικο
βαμμένες.
Ένα κομμάτι γης ευλογημένης,
όλο ζωή κι αγάπη
κι ας είναι εκεί,
γύρω-τριγύρω,
κρύο τσιμέντο,
παγωμένο, εχθρικό,
την ταπεινή την ευωδιά,
με όψη πέτρινη
και πόθο άγριο
να θέλει να σκεπάσει.
Μα πώς μπορεί,
το θαύμα ετούτο
να κρυφτεί,
που η καρδιά σαν το θωρεί
γλυκά χτυπά
κι όμοια
με το μικρό παιδάκι
χαίρεται
και μου χαμογελά;
Και κάπου-κάπου,
σιγανά,
γυρνά και με ρωτά,
ετούτη,
του παιδιού η καρδιά
και λυπηρό παράπονο
μού φαίνεται
πως κάνει:
Γιατί δεν έχουμε κηπάριο
εμείς;
Γιατί αφήσαμε και πέτρωσ' έτσι η πόλη μας,
γιατί αφήσαμε και πέτρωσ' η ζεστή πνοή μας,
γιατί αφήσαμε και πέτρωσ' η μικρή καρδιά
η φτωχή μας;
Γιατί θελήσαμε τα άλλα,
τα μεγάλα, τα πλούσια,
τα φανταχτερά,
τα άδεια, τα κενά κλουβιά
που ως κύμβαλα αλαλάζοντα
πλήγωσαν τη ζωή μας;
Γιατί;
Γιατί του παραδείσου όνειρο
έγινε για εμάς,
ο κήπος της γειτόνισσας
που δεν ξέρεις το όνομά της
μα Ανθή σου αρέσει να τη λες
στα ποιήματα και στα γραπτά σου
κι έτσι να μακαρίζεις
την πλούσια καρδιά της;
ΤΒΜ
ΥΓ Οι στίχοι γράφτηκαν για έναν αληθινό κήπο μιας αληθινής γειτόνισσας που κρατά από τα πίσω χρόνια τα παλιά.