«Όλες οι μέρες ίδιες. Πας έρχεσαι… ξημερώνει, βραδιάζει και δουλειά μόνο δουλειά. Ίδια πρόσωπα, ίδια κατήφεια, ίδια γκρίνια, ίδια τα παράπονα, άγχος αγωνία κι ένας φόβος αδιόρατος για το αύριο.»
'Ετσι είπε σήμερα το πρωί ο φίλος Β. και άρχισα κι εγώ να συλλογίζομαι τις δικές μου μέρες και να σκέφτομαι πως ποτέ δεν ένιωσα να είναι ίδιες. Από τότε που γεννήθηκα και μέχρι σήμερα νιώθω πως κάθε μια από αυτές που περνά από πάνω μου, αφήνει το δικό της άρωμα.
Και τούτες εδώ, οι μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής είχαν πάντα εκείνο το κάτι άλλο, το άρωμα της φρέζας, του κρίνου, της Άνοιξης και του λεμονανθού κι έμοιαζαν πάντα να σε κρατούν από το χέρι και να περπατούν μαζί σου σε μια πορεία ήσυχη και κατανυκτική.
Στην πορεία προς το Πάσχα.
Και τι είναι Πάσχα;
Πάσχα είναι η διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης, έλεγε παλιά το βιβλίο των θρησκευτικών.
Αργότερα, Πάσχα έγινε στο μυαλό μας το πέρασμα.
Το πέρασμα από τον θάνατο στη ζωή, το πέρασμα από το φθαρτό στο άφθαρτο και το αιώνιο.
Πάσχα έγινε στην καρδιά μας ο κρυφός έρωτας για τον Χριστό και την Ανάστασή Του.
Πλησιάζει η Γ’ Κυριακή των νηστειών και είναι αυτή η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Κι εμείς θα ακούσουμε τη μάνα μας να λέει:
«Μέσιασε η Σαρακοστή παιδιά μου, και στις εκκλησιές θα υψωθεί ο Σταυρός να τον προσκυνήσουμε και να δυναμωθούμε, για να φτάσουμε με το καλό να προσκυνήσουμε την Αγία Του Ανάσταση».
Και καθώς θα την ακούμε πάλι θα μας πνίξουν οι μνήμες.
Δεν είναι που νοσταλγείς και αναπολείς και δεν είναι που θέλεις να ξεφύγεις από το παρόν. Μα θέλεις να θυμάσαι, γιατί το έχει ανάγκη ψυχή σου, το πώς ξεκίνησε ετούτη η σχέση σου με τον Θεό. Θέλεις να θυμάσαι τα όμορφα τα άσημα, τα φτωχά, τα ταπεινά , τα λιτά τα χρόνια που ήσουνα παιδί και η μάνα και η γιαγιά και ο παππούς σε κοινωνούσαν με του Χριστού το νάμα.
Θέλεις να θυμάσαι πως εκείνη η μεγάλη η προσμονή της Ανάστασης, ήταν από πάντα φυτευμένη στην καρδιά και ομόρφαινε και την πιο συννεφιασμένη σου μέρα και ακόμα πως η νηστεία καθόλου δεν πείραζε μα κάθε άλλο, έδινε μια ευχαρίστηση κι ένα πέταγμα ψηλά λες και φτερούγιζε το πνεύμα και η καρδιά μαζί με αυτό.
Θυμάμαι που πήγαινα ακόμα στην Δευτέρα δημοτικού όταν ζήτησα από τη μάνα μου να νηστέψω χωρίς λάδι την Μεγάλη Εβδομάδα.
Εκείνη με κοιτά:
- Όχι,μου λέει στην αρχή.
- Σε παρακαλώ, επιμένω.
Με ξανακοιτάει με ύφος αμφιβολίας ετούτη τη φορά:
- Θα αντέξεις, με ρωτάει.
-Ναι,της γνέφω, με μια χαρά μυστική μην πάρει το λόγο της πίσω.
Και ήταν μάλλον εκείνη η χαρά της αγάπης για τον Χριστό, που εκείνη η ίδια είχε θρέψει στο μέσα μου.
Τι κι αν είμαστε μικρά παιδιά; Καθόλου δεν πεινούσαμε και είμαστε και ευχαριστημένοι με τα λίγα.
Μας χόρταιναν πιο πολύ, οι ημέρες με τα γεγονότα τους και τα συναισθήματά τους, με τη λύπη τους και με τη χαρά τους.
Μας χόρταιναν οι ακολουθίες πρωί και βράδυ, οι εικόνες στα προσκυνητάρια, τα αναγνώσματα για τον Ιώβ, οι ύμνοι και τα Ευαγγέλια που εξιστορούσανε, το τροπάριο της Κασσιανής, ο Μυστικός Δείπνος, τα Άγια Πάθη. ‘Όλα τα καταλαβαίναμε κι ας ήταν στην καθαρεύουσα.
Η ανάβαση στον λόφο της Αγία Μαρίνας, φάνταζε κάθε βράδυ στο μυαλό μας, σαν την πορεία προς τον Γολγοθά, την πορεία προς το Πάσχα.
Κι όταν ερχόταν η Μεγάλη Πέμπτη, μετά τη λειτουργία και την ‘Αγια μεταλαβιά, όλη την ημέρα βάφαμε κόκκινα αβγά μέχρι που κοκκίνιζαν τα δάχτυλά μας.
Το βράδυ πάλι, πίσω ξανά στην εκκλησιά. Δώδεκα ευαγγέλια και τα βιβλιαράκια μας όλα ανοιχτά να παρακολουθούμε λέξη-λέξη τα ‘Αγια Πάθη.
Ακόμα και τα πιο μικρά παιδιά που δεν ήξεραν να διαβάζουν, είχαν ένα βιβλιαράκι ανοιχτό κι έκαναν πως ψέλνουν και διαβάζουν. Δεν πείραζε που αυτό μπορεί και κάποτε να γινόταν φύλλο και φτερό.
«Φτάνει που το κρατούν κι αρχίζουν να μαθαίνουν. Η Χάρη του Σταυρού τα σκεπάζει», έλεγε ο σεβάσμιος ιερέας.
Κι ερχόταν η ώρα που έβγαινε ο Σταυρός, κάτω από το φως των καντηλιών κι οι καμπάνες να χτυπούν πένθιμα. Να προσκυνάμε με δέος τον Εσταυρωμένο, το βασιλέα της Δόξης, που δέχτηκε τα ραπίσματα τους κολαφισμούς, το αγκάθινο στεφάνι, τα καρφιά και υπόσχεση να Του δίνουμε πως θα Τον αγαπάμε.
Συγχώρεση τότε να Του ζητάμε, υποσχόμενοι ξανά, όπως μας συμβούλευε η μάνα, πως κι εμείς θα συγχωρέσουμε ακόμα και τον μεγαλύτερο εχθρό μας.
Η νύχτα τώρα θα γινόταν μεγάλη και οι ώρες βασιλικές καθώς ο Επιτάφιος κεντιόταν με λουλουδικά από τους κήπους μας και με γιρλάντες από μωβ βιολέτες.
Το χάραμα μας έβρισκε στον δρόμο για το σπίτι και κάπου στα μισά του, συναντούσαμε και καλημερίζαμε και τον πατέρα που πήγαινε για δουλειά.
Η Μεγάλη Παρασκευή πάντα ξημέρωνε με μια θλιμμένη συννεφιά και πάλι η μάνα έλεγε:
- Βλέπετε πώς θλίβεται ο ουρανός και πώς λυπάται για τους ανόμους που σταύρωσαν τον Χριστό;
Πώς όμως γινόταν και το βράδυ αυτός ο ίδιος ουρανός, που έλεγες πως το πρωί θα σε πλακώσει, ξάνοιγε;
Λες και το αγέρι που μοσχομύριζε Άνοιξη και πασχαλιά και προμηνούσε Ανάσταση, φύσαγε απαλά κι έδιωχνε τη συννεφιά και παραμέριζε τα σύννεφα, για να φανεί μεγαλοπρεπής ο ουράνιος θόλος του Πλάστη και Δημιουργού που ήταν με αστέρια πλουμισμένος.
Κάτω από αυτόν τον ουρανό ήταν που έβγαινε ο Επιτάφιος, με τις Μυροφόρες να ραντίζουν το Πανάχραντό Του Σώμα και με το «Ω γλυκύ μου έαρ» να ακούγεται, γλυκόφθογγος ψαλμός, από τα χείλη του κοριτσιού, που είχε για στολίδι δύο δάκρυα μαργαριτάρια και ράγιζε η φωνή του, όταν έφτανε να ειπεί:
«…πού έδει Σου το κάλλος.»
Και ύστερα τα δυνατά χτυπήματα στις πύλες του´Αδη και η κάθοδος του Χριστού σ’ αυτόν με κρότο, οι πολυέλαιοι και τα καντήλια να σείονται και ένα θριαμβικό
«Τις Θεός μέγας ο Θεός», από το στόμα του παπά, να φουντώνει μέσα μας ακόμα πιο πολύ την αναστάσιμη προσμονή.
Το Μεγάλο Σάββατο ξημέρωνε και οι δάφνες του έρραιναν όλο τον τόπο και μεγάλωναν την αγωνία μας και την προσμονή μας να προσκυνήσουμε τον Αναστάντα Χριστό, τον Νικητή του κόσμου.
'Ηταν κι εκείνη η άλλη η αγωνία της νονάς που θα έφερνε την λαμπάδα για να καεί το φυτίλι της από αγάπη όλη την νύχτα της Ανάστασης.
Και το βράδυ στην Ανάσταση; Η μεγάλη γιορτή που εχθροί και φίλοι γίνονταν ένα, που τα πρόσωπα ήταν φωτισμένα από το 'Αγιο Φως. Και τα δάκρυα, τα φιλιά, οι αγκαλιές και τα «Χριστός Ανέστη», κάτω από τους πολυελαίους που χόρευαν μεγαλοπρεπώς και θέριευαν την ελπίδα για μια ζωή αιώνια, πλημμυρισμένη από τη χαρά Του.
«Χαίρετε πάντα τη χαρά της Αναστάσεως», ευχόταν τότε ο Δεσπότης μας, ο Θεόφιλος κι όσο περνούσαν τα χρόνια καταλάβαινα όλο και πιο πολύ ετούτα τα λόγια.
Γιατί αυτή τη Μεγάλη Σαρακοστή, που σε όλο τον καιρό της, μας γνέφει εκεί, στο βάθος των ημερών, η Ανάσταση, την κρατάμε μέσα μας όλο τον χρόνο μέχρι να έρθει η άλλη και η επόμενη και πάλι να ζήσουμε τα ίδια σαν καινούρια και πάλι να βάλουμε νέους στόχους και σκοπούς και πάλι να αναρωτιόμαστε:
Μα πώς γίνεται κάθε χρόνο να ποθείς όλο και πιο πολύ τα «Μεθ´ημών ο Θεός», τα «κατευθυνθήτω η προσευχή μου», τα αναγνώσματα της «Γενέσεως» και των «Παροιμιών»;
Πώς γίνεται κάθε χρόνο τέτοιον καιρό, να κοιτάς μέσα σου όλο και πιο βαθιά και να αγωνιάς να ανακαλύψεις όλο και πιο πολύ το μικρό και αμαρτωλό εγώ σου και φως να θες να ρίξεις στα άφωτα;
Πώς γίνεται κάθε χρόνο τα δάκρυα να γίνονται βρύσες και ποτάμια για όσες φορές Τον αρνήθηκες για όσες φορές Τον πρόδωσες;
Και πώς γίνεται όσο μεγάλη κι αν είναι η αμαρτία, να μην μπορεί να σβήσει την ελπίδα;
Είναι που ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός υψώνεται στη ζωή μας;
Είναι ο Κύριος των Δυνάμεων και οι οι Άγιοι που κατεβαίνουν από τις τοιχογραφίες και χαϊδεύουν τις ψυχές μας στο φως των Αποδείπνων;
«Να στέλνετε γράμματα στους Αγίους και να ζητάτε να σας στέκονται. Κανείς δεν κοιμάται στον ουρανό», μας ψιθυρίζει ο ασπρομάλλης ιερέας, που στην πλάτη του κουβαλά πάνω από ενενήντα χρόνους.
Είναι τα «Χαίρε» και τα «Τη Υπερμάχω»;
Είναι ο Γολγοθάς;
Ειναι που η πορεία προς το Πάσχα λειαίνει την ψυχή;
Είναι αυτή η πορεία που βαθαίνει και μεταμορφώνει;
Είναι που καθώς μεταμορφώνει, αναπαύει κιόλας;
Είναι η χαρά της συγχώρεσης και του «άφες αυτοίς;»
Είναι ο Χριστός και Θεός που όλα τα λαμπρύνει και όλα τα αγιάζει και τα ειρηνεύει και τον φόβο διώχνει απ’ την καρδιά και προτρέπει:
«Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν».
Καμμιά μέρα δεν είναι η ίδια μέσα στον χρόνο της Εκκλησίας.
Κάθε γιορτή και Κυριακή, κάθε μικρή και μεγάλη Σαρακοστή, κάθε εξομολόγηση καρδιακή και κάθε μετάνοια ειλικρινής, κάθε φως ιλαρόν, κάθε όρθρος και λειτουργία που ο Αμνός θυσιάζεται, μετουσιώνεται και προσφέρεται «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον»…είναι φόρεμα της ψυχής λευκό και φως μόνιμο, άφθορο, χαροποιό και αναστάσιμο.
Και όπως γράφει και ο Γερ. Μωϋσής ο Αγιορείτης:
Καθώς η νύχτα παρατείνεται στην άφωτη ζωή του κόσμου, με τα γερασμένα νιάτα, τους φοβισμένους νέους, τους γέρους που δεν ξέρουν γιατί έζησαν, με μια βιοτή μίζερη, καχεκτική, αχρωμάτιστη, άπνοη και άχαρη, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για φως αληθινό.
«Το Φως Χριστού φαίνει πάσι».
Αρκεί κανείς να μη φορά ακριβά, μαύρα γυαλιά. Να μην κρύβεται, να μην κοιμάται.
Είμαστε πλασμένοι για το Φως. Είναι κρίμα να μένουμε κρυμμένοι ή να τρέχουμε να το βρούμε τόσο μακριά και τόσο χαμηλά».
Και η πορεία προς το Πάσχα συνεχίζεται. Κι εκεί κάπου στο βάθος, η Ανάσταση μας γνέφει. Καλή Πασχαλιά!
Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά
φωτ. ΤΒΜ