Μενού
Λίγο πριν την Προηγιασμένη….

  Κάθε Τετάρτη, νωρίς το απόγευμα μέσα στη μεγάλη Σαρακοστή, μας ετοίμαζε, ετοιμαζόταν κι εκείνη και ξεκινούσαμε για την Προηγιασμένη.

Σε όλο το δρόμο η κυρα Αγγελικούλα, μας έψελνε. Βλέπεις δεν είμαστε και τίποτα καλόπαιδα. Όπου σκανταλιά κι εμείς μέσα. Και επειδή στην ώρα της λειτουργίας η μάνα μας ήξερε τι θα της συμβεί, προσπαθούσε να προλάβει η έρμη. Μα πού; Εγώ σαν λίγο πιο μεγάλη, όσο να πεις,είχα περάσει το τρελό στάδιο. Ο Μιχαλάκης όμως ήταν… αστα να πάνε. Έλεγε λοιπόν η μάνα… έλεγε και σταματημό δεν είχε. Πότε καλοπιανε, πότε έταζε, πότε απειλούσε… Τελικά όμως δεν κατάφερνε και πολλά γιατί ο Μιχαλακης ήταν μπαινάκης-βγαινάκης. Εγώ πάλι σε όλο το δρόμο την άκουγα αλλά δεν με ενοχλούσε τόσο το ψαλτήρι της, γιατί μύριζα τους ανθούς από τις λεμονιές που έβγαιναν απο τα κηπάρια των σπιτιών και αγαλλίαζε η καρδιά μου. Μέσα στην εκκλησία πάλι που ήθελα να βοηθάω τη μάνα έκανα τη δασκάλα στον Μιχαλάκη -γιατί από τότε το είχα το χούι- και τα έκανα χειρότερα . Η μάνα τράβαγε, κρυφά μη τη δει κανείς, το αυτί του Μιχαλάκη κι ύστερα έσκυβε και στους δυο κι έλεγε:

-Μωρέ όταν θα γυρνάμε θα σας πετάξω και τους δυο στο ρέμα. Ναι… σιγά μην ίδρωνε το αυτί μας, αφού το ξέραμε πως ήταν όλο λόγια. Μα κι εκείνη η χριστιανή! Τρεις ώρες ήταν η Προηγιασμένη. Πού να αντέξουμε τα καημένα;

Και συνεχίζαμε ακάθεκτοι μέχρι… που ο παπα-Θεόκλητος,ο παπαδάκος όπως τον έλεγαν, επειδή ήταν πολύ κοντούλης, φώναζε τον Μιχάλη στο ιερό για να κρατήσει λαμπάδα και θυμιατό, την ώρα που θα βγαίναν τα άγια.

Από εκείνη την ώρα και μετά ησυχάζαμε και οι δυο. Ήταν τόση η μυσταγωγία και η ιερότητα των στιγμών που αισθανόμαστε πως μέσα σε αυτό το σκοτάδι, δεν έπρεπε ούτε φύλλο να κουνιέται. Μια από αυτές τις Τετάρτες ήταν που ο παπα Θεόκλητος, ο Κύριος να τον αναπαύει, μας κράτησε μετά το τέλος της προηγιασμενης να μας κεράσει λουκούμι τριαντάφυλλο.

- Ε… βρε πώς ομορφύνατε έτσι μέσα σε λίγη ώρα, μας λέει.

- Κοιταζόμαστε με το Μιχάλη… γιατί δεν πιστεύαμε αυτό που ακούγαμε, εγώ δηλαδή δεν το πίστευα, γιατί ο Μιχάλης μπορεί και να καμάρωνε, τώρα που το σκέφτομαι.

Η μάνα μας πάλι κούναγε το κεφάλι της.

- Ακούτε με που σας λέω, φώτισε το πρόσωπό σας! Είναι που πήρατε τον Χριστό μας λέει.

- Παππούλη γιατί όταν βγαίνουμε με τη λαμπάδα και το θυμιατό εσύ είσαι κουκουλωμενος; ρωτάει ο Μιχαλακης ξαφνικά.

Τι να πει κι ο παπαδάκος στο πεντάχρονο; Του τα λέει όπως είναι κι όποιος κατάλαβε,κατάλαβε:

- Γιατί βρε Μιχαλιό μου, τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος αγιάστηκαν από πριν. Δηλαδή από την Κυριακή που πάντα γιορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού μας. Η θεία λειτουργία είναι χαρά, είναι ουρανός, είναι Ανάσταση. Την υπόλοιπη βδομάδα της Σαρακοστής, που πενθούμε

τα χάλια μας παιδάκι μου, δεν κάνουμε θείες λειτουργίες. Γι αυτό και τούτες τις δυο λειτουργίες της Τετάρτης και της Παρασκευής τις λέμε προηγιασμένες. Κι εγώ βγαίνω κουκουλωμένος με τα Αγιασμένα Τίμια Δώρα, γιατί αυτά είναι ο ίδιος ο Χριστός που φέγγει. Ε.. πώς να το δω εγώ το Φως Του παιδάκι μου, τόσο ανάξιος που είμαι;

Δεν γίνεται! Υπάρχει μια μυστικότητα, την ώρα εκείνη…Πώς να στο εξηγήσω; Κατάλαβες παιδάκι μου;

Έτσι ρωτάει ο παπα Θεόκλητος που έχει αρχίσει να απελπίζεται γιατί δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις να δώσει τις εξηγήσεις.

Του Μιχαλάκη όμως το μάτι παίζει περίεργα με αυτά που ακούει και ξαναρωτάει:

-Κι άμα πενθούμε πάτερ, γιατί δεν κλείνουμε την εκκλησία, να μην κάνουμε καθόλου λειτουργίες και να κάνουμε μόνο Σάββατο και Κυριακή.

Η μάνα μας από την άλλη δαγκώνεται.

- Μην κάνεις έτσι,της λέει ο παπαδάκος και γυρνάει στον Μιχαλάκη:

- Τον έχουμε ανάγκη τον Χριστό παιδάκι μου. Τον έχουμε ανάγκη να Τον παίρνουμε, να φωτίζεται ο νους μας, να ζεσταίνεται η καρδιά μας και να ομορφαίνει η όψη μας, όπως ομόρφυνε κι η δική σας απόψε. Γι αυτό λειτουργίες κανονικές μπορεί να μην κάνουμε,αλλά τον Χριστό Τον παίρνουμε, από τα Δώρα της κυριακάτικης λειτουργίας. Έτσι να σκάει ο εχθρός, να καίγεται κι εμείς να δυναμώνουμε και να τον πολεμάμε! Έχουν οι φύλακες τη γνώση. Κατάλαβες; Κι άμα μεγαλώσεις θα σου πω κι άλλα….

- Ποιος είναι ο εχθρός; Ρωτάει ο Μιχαλάκης με μία άξια λόγου απορία.

- Αυτός ντε… ο πονηρός! Πώς λέμε στο Πάτερ ημών...«αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».

Γι αυτόν τον πονηρό σου μιλώ, που καίγεται με τα Τίμια Δώρα κι όπου φύγει φύγει!!!

 Τον παπαδάκο της Αγια-Μαρίνας, εκεί στο ύψωμα του Αιγάλεω, πίσω από το Λοιμωδών, δεν τον ξέχασα ποτέ, γιατί πάντα στα μάτια μου είχε παράστημα πνευματικό κι ας έλεγαν όλοι ότι ήταν κοντούλης. Μα ούτε τους λεμονανθούς που πλημμύριζαν την ύπαρξή μου και στο πηγαιμό και στον γυρισμό ξέχασα. Μόνο που στον γυρισμό η ευωδία τους γινόταν ακόμα πιο έντονη λες και μαζί με το πέπλο της βραδινής δροσιάς, τούς κάλυπτε κι εκείνο το πέπλο της μυστικής σιγής των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, κάνοντας μας να σιωπάμε κι οι τρεις μας, σα να είμαστε μέρος αυτής της Αγίας Μυσταγωγίας.

                                                      ΤΒΜ