Μενού
«Ο Ευαγόρας που αγάπησα…»

Συνέντευξη: Γιάννης Χατζηγεωργίου   

Η γυναίκα για την οποία έγραψε όλα σχεδόν τα ερωτικά του ποιήματα ο ήρωας της ΕΟΚΑ, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο οποίος στις 14 Μαρτίου 1957 απαγχονίστηκε σε ηλικία 19 ετών, σε μία σπάνια εξομολόγηση-ντοκουμέντο.

«Δυο φλογισμένα χείλια

μ’ ανάβουνε τη ζήλεια

τον πόθο στην καρδιά.

Ποθώ να τα φιλήσω

και την καρδιά ν’ αφήσω

να πάψει να χτυπά.

Δυο χείλια φλογισμένα

γι’ αγάπη διψασμένα

μου κλέψαν την καρδιά.

Είναι τα χείλια εκείνα

τα κόκκινα σαν κρίνα

που μ’ άναψαν φωτιά».

(«Για τα χείλια σου», Ε. Παλληκαρίδης)

«…Και τούτο είν’ επίσης για σένα. Φιλικέστατα, Παλ. Ευαγόρας», γράφει στην αφιέρωσή του για σας, κάτω από αυτό το ποίημά του, ο ήρωας. Αλήθεια, τι σκεφτήκατε τώρα που με ακούσατε να σας το διαβάζω; Θυμάμαι πως όταν διάβασα πρώτη φορά το συγκεκριμένο ποίημα, του είπα την εξής κουβέντα: «Το “κόκκινα σαν κρίνα” δεν μου αρέσει, θα προτιμούσα μια άλλη παρομοίωση». Και μου είχε απαντήσει εκείνος: «Είναι για ομοιοκαταληξία» (χαμογελάει). Κοιτάξτε, όταν άρχισε να μου δίνει τα ποιήματά του ο Ευαγόρας, σποραδικά, στον περίπατο, στο σχολείο, το απόγευμα που πήγαινα στο σπίτι από τη χορωδία ή από το basketball, ερχόταν δίπλα μου με ένα γραμματάκι. Αυτά, λοιπόν, ήταν τα ποιήματά του. Τα διάβαζα κι έμενα άφωνη. Τόση μεγάλη εντύπωση μου έκαναν! Τα διάβαζα και στην αρχή δεν πίστευα ότι ήταν δικά του· εξέπεμπαν λυρισμό, ρομαντισμό και με συγκινούσαν. Τον ρωτούσα αν αυτός τα είχε γράψει και μου έλεγε: «Όχι μόνο τα έχω γράψει, αλλά μπορώ και να τα τραγουδήσω!». Μου έφερνε, θυμάμαι, ποιήματα και πάνω πάνω έγραφε διάφορα περίεργα, όπως «τρίτη ώρα μαθηματικών κυρίου Σάββα». Θέλω να πω πως από το πουθενά και παντού δημιουργούσε. Ήταν χείμαρρος ο Ευαγόρας στο πώς έγραφε· χωρίς σκέψη έγραφε, τού ερχόταν εύκολα. Για το κάθετί. Γιατί δεν έγραφε μόνο για τον έρωτα. Μιλούσε για τους καθηγητές, για τα αθλήματα, για το σχολείο, για την πατρίδα, για ιδέες, για την ελευθερία, για την Κύπρο – όλα τα έκανε ποίηση. Επειδή εμένα μου άρεσε η φιλολογία, η γλώσσα, η ποίηση -από μικρή- μπορούσα και η ίδια να θαυμάσω, να κρίνω το ταλέντο του.

Αυτό, πιστεύετε, πως εκτιμούσε και εκείνος σ’ εσάς; Καταλάβαινε ότι συμφωνούσαμε και ταιριάζαμε σ’ αυτά. Δεν υπήρχε γράμμα του στο οποίο να μην έγραφε και μερικούς στίχους μέσα.​

 

​- Πώς γνωριστήκατε με τον Ευαγόρα; Στο σχολείο, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου. Μέχρι τη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου δεν ήξερα τον Ευαγόρα. Τον γνώρισα αργότερα, στις αθλητικές επιδείξεις. Άρχισα να του δίνω σημασία λόγω του αθλητισμού, επειδή ήμουνα κι εγώ αθλήτρια. Στη συνέχεια βλεπόμασταν, μπορεί συμπτωματικά, ίσως και επειδή εκείνος το επιδίωκε. Θυμάμαι ήταν το 1954. Μετά από την πρόβα χορωδίας στην οποία πήγαινα, και περπατώντας προς το σπίτι μου, σταμάτησε δίπλα μου με το ποδήλατό του και μου είπε «γεια σου». Ανταπέδωσα τον χαιρετισμό και πρόσεξα πως κάτω από την μασχάλη του κρατούσε κάποιες πλάκες γραμμοφώνου. Τότε του είπα: «Ξέρω ότι είσαι αθλητής, αλλά φιλόμουσος δεν ήξερα ότι είσαι». Τον ρώτησα τι είδους πλάκες κρατούσε. Ήταν το βαλς του Strauss. Του σιγοψιθύρισα τη μελωδία… Του ανέφερα κι εγώ τότε πως θα του γράψω τα λόγια από το «Κάποτε θα περάσουν τα μίση» που μελοποίησε ο Δευκαλίων Ιακωβίδης, ο οποίος και μου το είχε διδάξει (το σιγοτραγουδάει: «Κάποτε θα περάσουν τα μίση / κι όλη η γης θα γεμίσει από χαρά…»). Μου είπε ο Ευαγόρας: «Θέλω να μου γράψεις αυτό το τραγούδι». «Κι εσύ», του απάντησα, «θέλω να μου γράψεις τα λόγια του τραγουδιού “Παλόμα”, που λέει “μακριά θε να φύγω, μάνα, στην ξενιτιά…”». Αυτό έγινε. Έτσι άρχισε η ιστορία μας. Σκεφτείτε πώς ταίριαξαν αργότερα στις ζωές μας αυτά τα τραγούδια… Εγώ έφυγα στην ξενιτιά, στη Νότιο Αφρική, το 1955, μαζί με τους γονείς μου και ο Ευαγόρας απαγχονίστηκε «γιατί τα μίση δεν περνούν»…

Είναι πάντως εντυπωσιακό για ένα παιδί, 16 ετών, όπως ήταν τότε ο Ευαγόρας, στην Πάφο του 1954, να ακούει Strauss… Είχαμε παιδεία. Και αυτό οφειλόταν στους υπέροχους καθηγητές μας. Είχαμε καθηγητή μουσικής τον Δευκαλίωνα Ιακωβίδη που ήδη σας προανέφερα, πασίγνωστο στην Κύπρο για την μουσικότητά του, την Αμαρυλλίδα Ποταμίτη, την μητέρα του μετέπειτα ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Ποταμίτη, και πολλούς άλλους σημαντικούς δασκάλους. Θυμάμαι τα θέατρα που κάναμε, τις χορωδίες μας… Όλα αυτά ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας, της κουλτούρας μας. Μαθαίναμε για τις τραγωδίες, γνωρίζαμε ποιοι τις έγραψαν, ξέραμε Όμηρο· το ίδιο συνέβαινε και με τη μουσική – γνωρίζαμε, θυμάμαι, απέξω τον Ολυμπιακό Ύμνο, τον «Ύμνο εις την ελευθερία» κ.λπ… Ο Ευαγόρας υπήρξε ένας νέος που ήταν ταυτόχρονα «παρών» και στα μαθήματά του και στην ποίησή του και στον αθλητισμό – ήταν ένα παιδί που συμπεριλάμβανε πολλά πράγματα. Παρά, ωστόσο, τα τόσα ενδιαφέροντά του, ήταν και πολύ συνεσταλμένος· όλη η εξωστρέφειά του έβγαινε στην ποίησή του, εκεί αφηνόταν, εκεί εκφραζόταν ελεύθερα. Ό,τι του έλεγα στη συνέχεια της γνωριμίας μας, μου απαντούσε σχεδόν πάντα με στίχους. Τα ποιήματα κατέφθαναν γραμμένα με ρίμες…Η καρδιά μου άρχιζε να σκιρτάει. Λάμβανα γράμματά του -άλλοτε σοβαρά, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε κάπως ερωτικά- που με έκαναν να μην κοιμάμαι τα βράδια… Εγώ τον είχα ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή. Είχα ξετρελαθεί με τα ποιήματα και τα γράμματά του, αλλά ήμουνα προσεκτική, επιφυλακτική. Εκείνος, ενώ ήτανε πιο τολμηρός στα γράμματά του, με έξυπνο τρόπο κάλυπτε τα συναισθήματά του προκαλώντας μου αναστάτωση και αμφιβολίες για τους λόγους που με προσέγγιζε.

Αυτά που σας έγραφε στα ποιήματά του, σας τα έλεγε και κατ’ ιδίαν όταν σας συναντούσε; Όλα γίνονταν μέσω ποιημάτων και γραμμάτων-επιστολών. Οι δυο μας δεν συζητούσαμε τι μας συμβαίνει, δεν μιλούσαμε για τα συναισθήματά μας. Αλλά, όταν γράφαμε ο ένας στον άλλον καταλαβαίναμε… Αυτά που δεν λέγαμε, τα γράφαμε…​

 Από τις συναντήσεις σας, τι θυμάστε; …Τα πάντα. Τα πάντα. Τους περιπάτους μας στο δημόσιο κήπο, στη λίμνη του έρωτα -η οποία υπάρχει ακόμα-, εκεί όπου καθόμασταν για ώρες και κουβεντιάζαμε μπροστά στον κόσμο. Θυμάμαι μια μέρα που ο Γυμνασιάρχης μας, ο κύριος Πηγειώτης, με φώναξε στον Σύλλογο των καθηγητών και μου έκανε την εξής ερώτηση: «Χατζηαδάμου Λύα, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι λέγατε με τον Παλληκαρίδη, για μίαν ώρα και ένα τέταρτο, στη λιμνούδα;». Εγώ κατάπληκτη του είχα απαντήσει: «Μιλούσαμε περί ψυχής, κύριε Γυμνασιάρχα…». Δεν μου είπε τίποτα. Νομίζω δε πως όλοι οι καθηγητές καταλάβαιναν το ειδύλλιό μας, ήταν κάπως παράδοξο για την εποχή, αλλά μάλλον το διασκέδαζαν. Ήταν ένας έρωτας πλατωνικός, και το γεγονός πως θα έφευγα με τους γονείς μου και τα δύο μου αδέλφια για να μεταναστεύσουμε στη Νότιο Αφρική, τους έκανε πιο ελαστικούς. Επίσης, πρέπει να σας πω πως εγώ ήμουνα ένα παιδί πολύ ελεύθερο – κι αυτό το χρωστώ στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν δάσκαλος· ένας μοντέρνος, έξυπνος άνθρωπος, ο οποίος ποτέ του δεν με καταπίεσε, «αρκεί», μου έλεγε, «να ξέρεις τι κάνεις». Οπότε εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα να κάτσω με τον Ευαγόρα στη λιμνούδα, να μιλώ μαζί του και να με βλέπει όλος ο κόσμος. Θυμάμαι και το εξής: Ένα απόγευμα, μετά από την προπόνηση basketball και volleyball καθόμασταν με τον Ευαγόρα στις κερκίδες και πίναμε Keo Vita. Εκείνος με το άσπρο παντελονάκι της γυμναστικής του κι εγώ με την μπλε μου «φουφούλα». Εκείνη τη στιγμή είχαν περάσει από μπροστά μας δύο καθηγητές μας και μας χαιρέτησαν λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο δύο νέοι να ξεμοναχιάζονται, στην Πάφο του 1954, σε μια πολύ κλειστή κοινωνία, και να συνομιλούν. Θα σας πω κάτι χαρακτηριστικό, για να καταλάβετε την εποχή: Όταν επαναπατρίστηκα πια στην Κύπρο, το 2006, ήρθαν πάρα πολλοί τότε συμμαθητές μου για να με δουν. Εγώ αναγνώριζα ποιοι ήταν όταν μου έλεγαν τα ονόματά τους· όλοι πλέον είχαμε αλλάξει. Ένας, λοιπόν, χαριτολογώντας, μου είπε: «Θρασυτάτη κυρία μου, που είχες τα κότσια να κάθεσαι μέσα στη μέση του δημόσιου κήπου, μαζί με τον Ευαγόρα, και να μην σε ενδιαφέρει τι έλεγε ο καθένας!». Πράγματι, αυτό συνέβαινε.  

Τι λέγατε, λοιπόν, με τον Ευαγόρα σ’ αυτές τις ώρες συνομιλιών σας; Ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Συζητούσαμε περί ψυχής, τι συνέβαινε στο Γυμνάσιο, για τους καθηγητές μας… Ό,τι μπορούσαν να συζητήσουν δύο έφηβοι. Θυμάμαι, επίσης, πως άρεσαν πολύ τα λουλούδια στον Ευαγόρα. Μου έφερνε πολλά. Το αποκορύφωμα ήταν όταν κατέφθασε με μία γλάστρα από ροζ γαρύφαλλα στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου, ενώ εγώ καθόμουν με την χορωδία. Ήταν η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, θυμάμαι. Και το είχε θεωρήσει απολύτως φυσιολογικό να σταθεί μπροστά σε όλους και να μου την προσφέρει, λέγοντάς μου: «Έκλεψα την γιαλλόου σου!». Γενικά, ό,τι έκανε ο Ευαγόρας το έκανε απολύτως φυσικά, ποτέ προσποιητά.  

Πώς τον θυμάστε σήμερα; Ο Ευαγόρας ήταν ωραίος! Ήταν ψηλός, επειδή ήταν αθλητής είχε ωραίο σώμα, ήταν γεροδεμένος, μελαχρινός, με μεγάλα άσπρα δόντια και κατάμαυρα μάτια.​

 

​- Μαύρα ήταν τα μάτια του; Κάρβουνο.

Τι ήταν αυτό που σας κέρδισε, τελικά, στον Ευαγόρα; Ήταν οι τρόποι του. Ήταν η ποίησή του. Μα, δεν ήταν και λίγο πράγμα μία κορούδα 15 χρονών να παίρνει γράμματα τόσο όμορφα, τόσο ερωτικά· ήταν φυσικό να με τραβήξει όταν μου έγραφε τόσα ωραία ποιήματα.

Σε ένα γράμμα του προς εσάς, αναφέρει και το εξής ο Ευαγόρας – ως ερώτημα:

«Έρωτας, αγάπη ή φιλία;». Ήταν μπερδεμένα αυτά μεταξύ σας; 

Ήταν ενωμένα μαζί και τα τρία. «Αυτά νιώθω για σένα, μικρούλα Λύα», μου έγραφε.

Σας έγραφε επίσης: «Μείνε για μένα η φίλη η πιο μεγάλη. Μείνε για μένα ο έρωτας ο πιο παράξενος, κι η αγάπη η πιο φλογερή. Μείνε για μένα…ένα μυστήριο…», 24/7/55… 

Ανατριχιάζω έτσι όπως μου τα λέτε…Τα θυμάμαι. Τα θυμάμαι όλα. Τι κρίμα!

Γιατί λέτε «τι κρίμα»; 

Ξέρετε πόσες φορές σκεφτόμουν πώς θα ήταν η ζωή μου αν ζούσε;… Αν δεν ξενιτευόμουνα, αν έμενα στην Κύπρο, αν… αν… 

​- Γι’ αυτό είχατε ζητήσει από τη Γεωργία, την μεγαλύτερή του αδελφή, όπως η ίδια μου είχε αναφέρει πριν από δύο χρόνια σε συνέντευξή μας, να σταματήσει να σας στέλνει γράμματα εκείνη μετά τον απαγχονισμό του Ευαγόρα; 

Θα σας εξηγήσω. Στο μεταξύ, αρραβωνιάστηκα. Και, ξέρετε, κάθε φορά που έπαιρνα γράμμα από τη Γεωργία, ήταν σα να λάμβανα γράμμα από εκείνον… Γινόμουν άνω κάτω. Γινόμουν δυστυχισμένη. Κι έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να συνεχίσω τη ζωή μου… Μούσκευα τα μαθητικά μου βιβλία με τα δάκρυά μου, τις νύχτες ξάγρυπνη διάβαζα τα γράμματά του και τα ποιήματά του που μου έγραψε πριν χωριστούμε. Θυμάμαι, όσο ζούσε ακόμη ο Ευαγόρας, που ο πατέρας μου τα είχε βρει όλα αυτά και του είχε στείλει ένα γράμμα όπου του έγραφε: «Μην προσπαθείς να πείσεις την κόρη μου». Και μου είχε γράψει πίσω ο Ευαγόρας: «Πες στον πατέρα σου, πως δεν προσπαθώ να σε πείσω για τίποτε». Πήγα τότε στον πατέρα μου και του είπα: «Τι ειν’ αυτά που κάνεις; Αυτά είναι προσωπικά. Έχουμε αλληλογραφία. Είναι κάτι κακό;». «Όχι, δεν είναι κακό», μου απάντησε ο πατέρας μου και το θέμα σταμάτησε εκεί. Μέχρι τότε δεν γνώριζε κάτι ο πατέρας μου, ώσπου βρήκε τα γράμματα και τα διάβασε. Θέλω να σας πω, πως το θέμα του Ευαγόρα ήταν κάτι πολύ δικό μου εξαρχής, κάτι πολύ προσωπικό μου…

Τον αποβάλατε, τελικά, ποτέ από την σκέψη σας; Τα καταφέρατε; Ούτε μία μέρα δεν λησμόνησα τον Ευαγόρα. Έλεγα στον εαυτό μου: «Πρέπει να προσγειωθείς, δεν υπάρχει πλέον, προχώρα τη ζωή σου…». Πήγαινα αγγλικό σχολείο στη Νότιο Αφρική, έπρεπε να τελειώσω, έπρεπε να κοιτάξω να συνέλθω, να καταλάβω ότι ετέλειωσε αυτή η ιστορία, πως θα τον θυμάμαι μεν αλλά πως δεν υπάρχει πια. Το προσπάθησα. Το προσπάθησα, αλλά…

Διάβασα σε μία επιστολή του Ευαγόρα που σας έγραφε το εξής: «Μη λυπηθείς αν πεθάνω… Αυτά έχει η ζωή. Κάθε γέννηση φέρνει ένα θάνατο. Προσπαθείς να ζήσεις όσο μπορείς περισσότερο κι έρχεται μια μέρα που σε βρίσκει νεκρό. Γιατί να μην πεθάνω για κάτι υψηλό; Για κάτι ωραίο; Ήσουν καλή, πολύ καλή μαζί μου. Φάνηκες μια αληθινή φίλη. Σ’ ευχαριστώ, Λύα. Μ’ έκανες να αγαπήσω τη ζωή. Έγινες αιτία να μάθω πολλά πράγματα. Έμαθα τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία… Σ’ αγάπησα σαν τη γυναίκα των ονείρων μου, σαν φίλη και σαν αδελφή. Ένιωσα μια φιλία πολύ μεγάλη, πολύ δυνατή. Μόνο κοντά σου τα ένιωσα…», 1/1/1956. Μου φάνηκε σα να ήταν ήδη συμφιλιωμένος με το θάνατο… 

Ναι, ισχύει. Μου είχε στείλει ήδη ένα γράμμα, όταν απαγχονίστηκε ένας από τους ήρωες μας, ο Στέλιος Μαυρομμάτης αν δεν με απατά η μνήμη μου, στο οποίο είχε σχεδιάσει την κρεμάλα κι έγραφε από κάτω: «Ελπίζω να τον συναντήσω σύντομα». Ο Ευαγόρας ήταν έτοιμος! Το προαισθανόταν. Το ήθελε. Ήταν γραμμένο να γίνει ήρωας για την Κύπρο! Ήμουνα ήδη ένα χρόνο στη Νότιο Αφρική όταν είχα λάβει αυτή την επιστολή με τη σχεδιασμένη στο χαρτί αγχόνη. Μου είχε κάνει εντύπωση.​

 

​- Θυμάστε τη μέρα που μάθατε τον απαγχονισμό του; 

Τη θυμάμαι. Πώς να μην τη θυμάμαι; Το είχα δει στην εφημερίδα της Νοτίου Αφρικής, τη «Star», η οποία έγραφε: «Evagoras Pallicarides, age 18, was hanged after midnight in the Central Prison of Nicosia, for carrying a bren gun». Ήταν μία μικρή ανακοίνωση. Ένα μονόστηλο. Τρελάθηκα…Τρελάθηκα! Το σπίτι έγινε άνω κάτω…Μπορείτε να φανταστείτε…

Μετανιώσατε που δεν τολμήσατε να του πείτε ποτέ, πρόσωπο με πρόσωπο, πόσο ερωτευμένη ήσασταν μαζί του; 

Του το είπα αργότερα, στις επιστολές. Στις 7 Μαρτίου του 1957, μία εβδομάδα πριν από τον απαγχονισμό του, πήρα το τελευταίο του γράμμα. Εκεί μου έγραφε ο Ευαγόρας: «Και να είμαι κλεισμένος, η σκέψη δεν κλείνεται. Τρέχει, γυρίζει πότε εδώ, πότε εκεί, και κάπου κάπου σταματά σε κάποια θύμηση, σε κάποια ανάμνηση, σε κάποιο τραγούδι που λέει πως κάποτε θα περάσουν τα μίση. Το τραγούδι το πρώτο που μου έμαθες. Ναι, πότε πότε σταματά σε κάποια όνειρα που έσβησαν. Ας πούμε καλύτερα που πέρασαν και που ποτέ δεν θα γυρίσουνε ξανά. Ναι, Λύα, όλα τελειώσανε. Έμεινε μόνο η ελπίδα. Ας ελπίζουμε, λοιπόν. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Σε λίγες μέρες περιμένω να μου φέρουν την απόφαση του Κυβερνήτου. Σε λίγες μέρες ίσως σου γράψω το τελευταίο μου γράμμα. Το τελευταίο “έχε γεια”. Χωρίς να ακούσω την απάντηση. Μα δεν πειράζει…»Κάθισα και του έγραψα αμέσως. Σε αυτό μου το γράμμα, του έγραφα πόσο τον αγαπούσα, του «φώναζα», του έλεγα πόσο τον αγαπώ λες και απεγνωσμένα ήθελα να πάρει μαζί του αυτές τις λέξεις εκεί που θα πήγαινε. Το τελευταίο, δικό μου γράμμα, έφτασε αργά, δυστυχώς. Δεν το πήρε ποτέ. Μου στάλθηκε πίσω, όπως το είχα στείλει: Κλειστό, με κολλητική ταινία, για να μην το ανοίξει η λογοκρισία. Έφτασε αργά, μα είμαι σίγουρη πως άκουσε τη φωνή μου. Είμαι βέβαιη… ​

 

Πηγή: philenews.com ,Λύα Χατζηαδάμου-Βότση: «Ο Ευαγόρας που αγάπησα…»