Μενού
«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

 Τον άντρα της, η Δέσποινα, δεν πρόλαβε να τον χαρεί, γιατί της τον πήρε η θάλασσα, εκεί στα καράβια που δούλευε. Κι εκείνη έμεινε πίσω ετοιμόγεννη.  

Κι όταν γέννησε, το κλάμα που ακούστηκε, κλάμα κοριτσιού ήταν. Στην αγκαλιά της, της το έδωσε  η μαμή και κείνη το πιάσε απαλά και τρυφερά,

πάνω της το ακούμπησε και του ψιθύρισε το πρώτο του νανούρισμα:

«Κοιμήσου φως κι αστέρι μου,

μες τη δική μου την αγκαλιά"

Μόνη στον κόσμο ήταν η Δέσποινα και από μικρό κορίτσι δούλευε  κεντήστρα. 

Κένταγε προικιά, κένταγε νυφικά και ό,τι άλλο της παράγγελναν. Και ο άντρας της από προξενιό τη γνώρισε, μα την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά

και τη μέρα που  παντρεύτηκε της είχε πει:

"Από δω και στο εξής θα κεντάς μόνο για να το διασκεδάζεις.Τίποτα δεν θα σου λείψει. Βασίλισσα θα σε έχω!"

Μα ποιος το είπε πως η ζωή σ αφήνει να κάμεις αυτά που σχεδιάζεις;

Μόνη τώρα με ένα κοριτσάκι, μωρό στην αγκαλιά 

Διπλό το χρέος. Πώς να το αναστήσει πώς να το προικίσει πώς να το παντρέψει; 

«Τώρα τον άντρα σου το ξεχνάς και δικαίωμα δεν έχεις πια να  κλαις στο παιδί μπροστά», της είπε η μαμή.

Κι εκείνη έστρεψε  τα μάτια στο εικόνισμα, το μοναδικό κειμήλιο που είχε από τη  γιαγιά που τη μεγάλωσε.

Ένα εικόνισμα της Παναγίας με ασημένιο πουκάμισο που είχε μαυρίσει από τα χρόνια. 

"Παναγίας της 'Αμμου", Σίφνος

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.… Εσύ είσαι μόνο για μένα τώρα. Κι εσύ ετούτο το βάρος της χήρας και του ορφανού θα σηκώσεις. Εσυ θα με βαστάξεις που δε με κρατούν τα πόδια μου από τον πόνο κι εςύ θα μου το αναστήσεις ετούτο το ορφανό που πατέρα δε θα γνωρίσει κι αυτό μου μαχαιρώνει την καρδιά.

Όλες μου οι ελπίδες είσαι εσύ Παναγιά μου, μάνα μου κι αδελφή μου και φίλη μου», της είπε σαν έμεινε μοναχή με το βρεφούδι της. 

Κι όταν τα είπε αυτά, η καρδιά της κάπως ησύχασε κι ακούμπησε τότε το μωρό στον κόρφο της να το πρωτοταΐσει. 

 Πέντε μερών ακόμα λεχώνα ήτανε που παρήγγειλε να της φέρουν βελόνια και κλωστές και υφάσματα το κέντημα να πιάσει.  Άρχισε τότε να κεντά ολημερίς τα προικιά των κοριτσιών, τα προικιά των νεογέννητων, τσάντες που της παράγγελναν  πλούσιες κυρίες, φορέματα και νυφικά και ό,τι άλλο έβαζε  ο νους σου. 

 

Κι όσο κεντούσε  έψελνε και την παράκληση στην Παναγιά με τη φωνή της τη μελωδική. Κι άμα εφτανε και σε κείνο , "Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι", δάκρυα μυστικά κυλούσαν από τα μάτια της.

 Δεν το ξανάφησε από τα χέρια της το κέντημα  μέχρι που ανάστησε το Μαριώ της.

Αλήθεια, Μαριώ το βάφτισε το κορίτσι. Γιατί της Παναγιάς το όνομα ήταν  παρηγοριά  μεγάλη στα χείλη να το έχει όλη τη μέρα.

"Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν και σένα" του τραγουδούσε κι όλο ιστορίες του διηγιόταν για την αγιοσύνη και την αγνότητα και την καθαρότητα της μεγάλης Κυράς των Ουρανών. Μα πιο πολύ για την υπομονή της μιλούσε στις πίκρες και στους μεγάλους πόνους της ζωής. 

"Ρομφαία της τρύπησε την καρδιά", έλεγε. Και τότε η Μαρία ρώταγε:

"Τι 'ναι η ρομφαία μάνα;"

"Αχ παιδάκι μου...μη τύχαινει σε μάνα τέτοιος σταυρό...Μα κι άμα τυχαίνει όλοι εμείς να προσευχόμαστε να τρέχει η Παναγιά και μαζί της να τον σηκώνει". 

Μεγάλωσε το Μαριώ κι έγινε ολόκληρο κοπελούδι.

Έβγαλε το σχολείο, πέρασε και στο Πανεπιστήμιο και κάπου εκεί γνώρισε τον Κώστα και τον ερωτεύτηκε. 

«Εισαι μικρή παιδάκι μου ακόμα. Βγάλε πρώτα το  Πανεπιστήμιο", 

τη συμβούλευε  η Δέσποινα.

"Εγώ όλα έτοιμα στα έχω, μα ο Κωστής είναι ακόμα φοιτητής και δεν έχει δουλειά. Πώς θα ζήσετε;  Γιατί εγώ παιδάκι μου μια κατσαρόλα φαγητό μπορώ να στην έχω αλλά… δεν κρατιέται μόνο με αυτό ένα σπιτικό".

«Μάνα θα σπουδάζουμε και θα δουλεύουμε μαζί», επέμενε η Μαρία και δεν έκαμε πίσω.

Όσο για τον Κώστα, καλό παιδί φαινοταν αλλά… δεν ήταν από αυτούς που πιάνουν τη ζωή από τα μαλλιά. Είχε δικά του μέτρα και δικούς του ρυθμούς.

Έλεγε πως την αγαπούσε τη Μαρία και έκανε σχέδια και όνειρα για πλούσια ζωή και όλο μιλούσε για το πώς θα πιάσει την καλή. Το χαρτζιλίκι που έπαιρνε από την οικογένειά του το ´τρώγε σε κάτι τυχερά παιχνίδια, μπας και γυρίσει ο τροχός, αλλά πού;

Η Μαρία πάλι μια που το είπε μια  και το έκαμε. Προκομμένο κορίτσι σαν τη μάνα της ήταν κι  έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο. Σκληρή δουλειά αλλά τίμια. Έπαιρνε ένα μισθό και με αυτόν έφερναν βόλτα τους λογαριασμούς. Το φαγητό το είχε αναλάβει η Δέσποινα. 

Και ο Κωστής; Μπέης. Πηγαινοερχόταν στο Πολυτεχνείο με χαρτζιλίκι από τη γυναίκα του κι όλη μέρα έλειπε γιατί συσκέπτονταν με τους φίλους του στα καφενεία της σχολής κι έκαμαν σχέδια για το μέλλον το δικό τους και του κόσμου.

Η Μαρία τίποτε απ´ολα αυτά δεν έβλεπε  ή κι αν τα έβλεπε δεν τα λογάριαζε γιατί ήλπιζε πως όταν θα πάρει το πτυχίο του όλα θα αλλάξουν. Όσο για το δική της σχολή και τις σπουδές της; Όλα πήγαν περίπατο.

Πώς να τα καταφέρει με δουλειά με υπερωρίες με σπίτι  και με το πρώτο μωρό που ήδη ερχόταν. 

Η κυρα Δέσποινα από κοντά. Από τη μια  να ψέλνει την παράκληση δίνοντας όλο της το είναι την ώρα που έφτανε  στο:

«Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι».  Κι από την άλλη να κεντάει, να μαγειρεύει και να τσοντάρει όσο μπορεί στα έξοδα της Μαρίας και του Κωστή, αφού ο μισθός της Μαρίας έφτανε ίσα ίσα για τους λογαριασμούς του σπιτιού και το χαρτζιλίκι του Κωστή, ο οποίος  είχε αρχίσει να βγάζει πια τον πραγματικό του χαρακτήρα.
Ατομιστής, καλοπερασάκιας, πανεπιστήμων, ξερόλας, απαξιωτικός σε καθετί που εναντιωνόταν στη δική του διάνοια και σκέψη. 

Κάποτε πήρε και το πτυχίο του ο Κωστής και τώρα έπρεπε να πάει φαντάρος. Κι όταν απολύθηκε έπρεπε να βρει δουλειά. 

-Ε δε γίνεται να βρω όποια κι όποια δουλειά, έλεγε…

Όποια πόρτα ήξερε και δεν ήξερε η Δέσποινα, γιατί από τα κεντίδια της είχε κάμει τις  γνωριμίες της, την χτύπησε. 

Και έτσι βρέθηκε και δουλειά για τον Κωστή.  

Και τώρα, σκέφτηκε η Δέσποινα πως το κορίτσι της θα πάρει μιαν ανάσα έστω να κοιτάξει το σπιτικό της και το παιδί της. 

-Δε γίνεται να σταματήσεις τώρα Μαράκι μου… της λέει γαλίφικα  ο Κωστής, όταν του το πρότεινε η Μαρία, ακολουθώντας τη συμβουλή της μάνας της. Τώρα που θα κάνουμε καινούργια αρχή, βρε κουτό; Τώρα που θα κάνουμε καινούργιο ξεκίνημα; Ασε να στερεώσω τα πόδια μου καλά σ’ αυτή τη νέα δουλειά και τότε να το ξέρεις θα γίνεις η αρχόντισσα μου.

Όλα τα πλούτη του κόσμου στα πόδια σου θα τα φέρω.

 Και συνέχισε η Μαρία να δουλεύει στο εργοστάσιο υπερωρίες και να περιμένει τώρα και το δεύτερο μωρό.

 Η Δέσποινα στο σπίτι με τα κεντίδια να μη σηκώνει κεφάλι και να μεγαλώνει το πρώτο το μωρό που πια είχε γίνει δύο χρονών. Τη Στελλίτσα. 

Η Μαρία με την κοιλιά στο στόμα δούλευε μέχρι και την τελευταία στιγμή και έκανε άλλο ένα κοριτσάκι που το είπανε Δέσποινα ετούτη τη φορά έτσι και για να τιμήσουν την κυρα Δέσποινα.

Και δούλευε η Μαρία στο εργοστάσιο και κένταγε η κυρα Δέσποινα στο σπίτι, να μεγαλώσουν τα δυο κορίτσια, μια που ο πατερας τους ο Κώστας είχε τα μυαλά έξω από το κεφάλι  και όλο σχεδίαζε επιχειρήσεις κι όλο έπαιρνε δανεικά για να επενδύσει, ο Θεός γνωρίζει από πού;

Μέχρι που έφτασε να μην ξέρει πως μπορεί να τα βγάλει πέρα με τα χρέη του. 

Η Μαρία του έδινε κάποτε να πληρώνει τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και μια  μέρα ήρθαν και της έκοψαν το ρεύμα γιατί κανένας λογαριασμός λέει, δεν είχε πληρωθεί.

Πού είχαν πάει τα χρήματα;

"Έπρεπε  να σ’ ακούσω μάνα, μα τώρα είναι αργά", είπε τότε στη Δέσποινα. 

Δάκρυσε  η κυρά Δέσποινα και ξανακοίταξε το εικόνισμα της ασημοφορεμένης Παναγιάς .

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου»,  ψιθύρισε η καρδιά της.

Από εκείνο το εικόνισμα έπαιρνε δύναμη να σηκώσει τώρα και τι θλιβερότητα της ζωής της μονάκριβής της κι εκείνο το εικόνισμα με την ασημοφορεμένη Παναγιά ήταν που με υπομονή την ευλογούσε.

"Μαράκι μου, λέει μια μέρα ο Κωστής  στη γυναίκα του με όλη του τη γαλιφιά για άλλη μια φορά. Να βάλουμε υποθήκη το σπίτι της μάνας σου να πάρουμε ένα δάνειο να ξεχρεώσουμε και να μας μείνουν κιόλας;"

"Δεν πας με τα καλά σου άνθρωπε μου, του αντιλόγησε πρώτη φορά η Μαρία. Μόνο πάνω από το πτώμα μου θα γίνει αυτό".

Έδωσε και πήρε ο Κωστής μια με τις γαλιφιές και μια με τις φωνές  μα δεν κατάφερε να πείσει την Μαρία.  Και τότε τα μάζεψε και εξαφανίστηκε.

Κανείς δεν ήξερε αν ήθελε  με αυτό τον τρόπο να απειλήσει και να εκβιάσει για να καταφέρει το σκοπό του.

Μόνο που η Μαρία, μετά από αυτό το φευγιό αρρώστησε.

Άρχισε να πονάει παντού, άρχισε να ζαλίζεται, άρχισε να χλομιάζει και να αδυνατίζει και βέβαια συνέχισε να εργάζεται σκληρά.

Και πώς θα μπορούσε να κάμει κι αλλιώς;

"Κάτσε  παιδάκι μου", την παρακάλαγε η κυρά Δέσποινα που κι εκείνη από τη μεριά της συνέχιζε να κεντάει κι όσο να είχανε βγει όλα εκείνα τα κεντίδια της μηχανής κάτι έβγαζε με τα δικά της τα χεράκια γιατί ακόμα σε τούτο τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που τα αγαπούν τα έργα των χειρών.

"Δεν μπορώ μάνα μου να κάτσω", έλεγε η Μαρία. Η Στέλλα  έφτασε έξι χρονών και η μικρή θα πάει νήπιο. 

Μεγάλωσαν και ούτε που το κατάλαβα και τώρα είναι που θα  αρχίσουν τα δύσκολα. 

"Μη νοιάζεσαι κοκόνα μου. Ακούμπα το κεφαλάκι σου στην Παναγιά μας και ψάλλε της:

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

"Το λέω μάνα μου, το λέω", σιγοψιθυρίζει η Μαρία κι όλο αδυνατίζει κι όλο και χλομιάζει κι όλο κλαίει.

"Την τρώει ο καημός Παναγιά  μου", συλλογίζεται η Δέσποινα από την άλλη, που βλέπει το παιδί της το μονάκριβο να λιώνει.

   Εκείνο το βράδυ, καληνύχτισε η Δέσποινα την κόρη της και τις δύο τις εγγονές και πήγε να ξεκουραστεί.

Πριν πέσει να πλαγιάσει, στάθηκε, όπως πάντα, μπροστά στην ασημοφορεμένη Παναγιά, είπε το απόδειπνο με όλους τους χαιρετισμούς κι 

είπε και την παράκληση. Και πάλι τελείωσε με την ίδια φράση:

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

…Έγειρε, κι ακούμπησε στο προσέφαλό της αφού πρώτα τρεις φορές το σταύρωσε. Πήρε να κλείσει τα μάτια της σε έναν ύπνο που... πόσο πολύ  θα το'θελε να της αναπαύσει το κορμί και την ψυχή.

Εκεί, πριν το ξημέρωμα το τηλέφωνο που ήταν στην τραπεζαρία κουδούνισε ταραγμένα. Ανακάθεται η Δέσποινα και σταυροκοπιέται. 

Ποιος είναι Παναγία μου τέτοιαν ώρα, μονολογεί και στρέφει τα μάτια στην εικόνα.  Βηματίζει προς το τηλέφωνο που συνεχίζει να χτυπά.

Σηκώνει το ακουστικό. 

"Ποιος είναι παρακαλώ; "

"Γιαγιά,γιαγιά η μαμά μας!"

ακούει τη φωνή της Στέλλας, της μεγάλης της εγγονής.

"Η μαμά σας τι, παιδί μου" ρωτάει ενώ η καρδιά της έχει ήδη αρχίσει να χτυπά πολύ δυνατά. 

............................................................................................................................................................

  Στην κηδεία της Μαρίας είχε έρθει και ο Κωστής.

Έκλαιγε σαν το μωρό. Η Δέσποινα με μια καρδιά που αιμοραγούσε

και με το κεφάλι να γέρνει εκει στο στήθος δεν παύει να ψιθυρίζει πιότερο από κάθε άλλη φορά…

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

"Αχ, Παναγιά μου! Τούτος  ο πόνος είναι αβάσταγος", έλεγε κάθε τόσο. 

Κι ύστερα, σήκωνε λίγο το γερμένο της κεφάλι και κοίταγε το κεφαλάκι της Δεσποινούλας που είχε στην αγκαλιά της και το χάϊδευε κι άπλωνε το χέρι της το άλλο κι αγκάλιαζε σφιχτά την Στελλίτσα. Κι έτρεχαν τα μάτια της και οι λυγμοί στο στήθος της χοροπηδούσαν. 

Το βράδυ η Δέσποινα βρέθηκε μόνη της στο σπίτι με τις δυο εγγονές της. 

«Εμείς γιαγιά τώρα δεν έχουμε μαμά; Είμαστε ορφανες;»

της λέει σε μια στιγμή η Στελλίτσα.

Την κοιτάει καλά η Δέσποινα και της απαντά με δύναμη αληθινής καρδιας:

"Εσείς πουλάκι μου τώρα, έχετε για μάνα την Παναγιά. Αυτό καλά να το μάθετε και ποτέ να μη το λησμονήσετε. Τ'ακούς;"

''Εγνεψαν με τα κεφαλάκια τους, πως τ'άκουσαν, τα δυο κοριτσάκια και η Δέσποινα τα σταύρωσε στην πλάτη, πρώτα τη Στελλίτσα και μετά τη Δεσποινούλα και  κάθε φορά ψιθύριζε: «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

Την άλλη μέρα το  πρωί ξεκίνησε για το Κοιμητήριο, μαζί με τα παιδιά.

Βρήκε εκεί τον Κωστή να κλαίει με αναφιλητά.

Στο  σπίτι γύρισαν με εκείνον.

Κάθισε μαζί τους και η Δέσποινα έφερε την καράφα με το κονιάκ να πιούνε στο συγχώριο της Μαρίας τους.

Δεν τον κατηγόρησε, δεν τον κακολόγησε, δεν τον ρώτησε  που ήταν όλον αυτόν τον καιρό ,που ειχε εμφανιστεί μετρημένες φορές, 

έτσι για τα μάτια των κοριτσιών και του κόσμου και έκαιγε την καρδιά της κόρης της ακόμα πιο πολύ. 

Δεν είχε αντοχές να ρωτήσει, δεν την ενδιέφερε να μάθει. 

«Θα με συγχωρέσεις μάνα;»

Λέει σιγανά ο Κωστής σε μια στιγμή και γονατίζει μπροστά της και κλαίει σαν το παιδί.

Εκείνη δε μιλάει και τα κορίτσια, αμίλητα κάθονται κάθονται κι εκείνα.

Ποτέ δεν  την είχε πει μάνα μέχρι τώρα…

Τον κοιτάει βουρκωμένη…

«Θελω να σταθώ δίπλα σας κάθε στιγμή και σε ό,τι μου λες να σε ακούσω όπως δεν άκουσα ποτέ κανέναν»

Έτσι έγινε και στάθηκε ο Κωστής δίπλα στα κορίτσια του και δίπλα στη Δέσποινα την πεθερά του που μάνα τη φώναζε τώρα κι έσταζε μέλι το στόμα του.

Κι η Δέσποινα στάθηκε δίπλα στις εγγονές της και τις έμαθε 

μάνα να έχουν την Παναγία κι όλο τις σταύρωνε στην πλάτη κι όλο έλεγε και ψιθύριζε:«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».

Κι όπως λέει η Στελλίτσα σήμερα που είναι μεγάλη πια…

Μας άρεσε τόσο πολύ  τούτο το σταύρωμα που γυρνάγαμε γύρω από το φουστάνι της και της λέγαμε:

«έλα γιαγιά σταύρωσέ μας και πες στην Παναγία την προσευχή»

Μέχρι σήμερα νιώθω πως τα λόγια ετούτα τα κουβαλώ στην πλάτη και στην καρδιά και νιώθω χαρά όταν τα ψιθυρίζω.

Και θυμούνται ακομα η Στέλλα που έγινε φιλολογίνα και η μικρή η Δέσποινα που έγινε γιατρός, πως η γιαγιά η Δέσποινα τις έμαθε ποτέ να μην χαλνούν τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου και ποτέ να μη χάνουν καμία παράκληση. 

Αυτά θα είναι τα δώρα σας στη μάνα σας! Αυτή σας μεγαλώνει. Η βασίλισσα των Ουρανών. Κι εσείς είστε οι μικρές βασιλοπούλες της.  Κι όσο θα της δωρίζετε, ετούτα τα δωράκια,  εκείνη θα χαίρεται και θα τα δέχεται και με υπομονή θα σας ευλογά το βάρος των θλίψεων, των στεναγμών,του πόνου και της δυσκολίας που χρόνια τώρα ταλανίζουν τον κόσμο και τη γη, εκείνη θα σας βοηθά να το σηκώνετε.Κι εκείνη θα σας κρατά από το χέρι και θα σας οδηγεί σε δρόμους καθαρούς και αμόλυντους και στολισμένους με σιωπή και ταπείνωση.

'Ετσι έλεγε η Δέσποινα στις εγγονές της κι όλο τις σταύρωνε κι όλο ψέλλιζε:

"Η Πλατυτέρα", Ι. Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής

 

«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ,  φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου»

μέχρι και που ήρθε η ώρα  και με τούτα τα λόγια στα χείλη, την πήρε η Παναγιά από το χέρι και εκεί ψηλά, στους κήπους του Παραδείσου την οδήγησε.

 

 

  •