Το φως μιας φθινοπωρινής μέρας. Καθαρό, ολοκάθαρο σαν το διαμάντι, κάμνει να φαίνονται ακόμα πιο χρυσά τα φύλλα της λεύκας που πυργώνεται εμπρός του.
Οι βασιλικοί, πιο πράσινοι από ποτέ, στέκουν στοιχισμένοι στη σειρά κάτω από τις αχτίδες του, με της δροσιάς τις στάλες να κυλούν στον κόρφο τους που ευωδιάζει ευφρόσυνα.
‘Ένα αγέρι, καθαρό κι αυτό σαν και το φως, φυσά στην γέρικη καρυδιά. Κι εκείνη, στην ανάσα του, ριγά και ρίχνει τα καφεκίτρινα μεγάλα της φύλλα να σκεπάζει με στοργή τη γη.
Ουρανός και γη σε απόλυτη αρμονία.
Γαλήνη πολύτιμη και σιγή ανεκτίμητη, λούζουν την ψυχή και την χρυσώνουν, όπως το φως του μεσημεριού λούζει και χρυσώνει το πέλαγο.
Το μεγάλο πέτρινο ρολόϊ χτυπά και σημαίνει τον χρόνο που κυλά κάτω από τον ουρανό, πάνω από τη γη.
Ο χρόνος. Πόσο παράξενος; Αργός και γρήγορος μαζί. 'Αλλοτε άδειος, κενός, σπάταλα ξοδεμένος κι άλλοτε λιγοστός, ακριβός, ατίμητος, τιμαλφής, μα πάντα εξαγοράσιμος.
Κοιτά γύρω. Κοιτά ψηλά. Ανοίγει τα χέρια να αγκαλιάσει τη μέρα. Μια μέρα λαμπρή, όμορφη και φθινοπωρινή.
Βηματίζει αργά στο πίσω μέρος της αυλής στο δρομί για το μικρό ξωκλήσι.
Τρεις σπουργίτες που λιάζονται στον κήπο και τσιμπολογούν το χώμα του, ξαφνιάζονται στο άκουσμα της ήσυχης περπατησιάς και φτερουγίζουν και χώνονται και χάνονται στις φυλλωσιές. Κι οι μέλισσες που τρυγούν με λαιμαργία τις πανύψηλες πορτοκαλί μαργαρίτες, μοιάζουν να αγνοούν το σιγανό του πέρασμα.
Ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια της μικρής εκκλησιάς.
Στέκεται στο μεγάλο, το πλατύ σκαλί. Τώρα βλέπει τον κήπο από ψηλά, τώρα πλησιάζει πιότερο το φως και στο βλέμμα του να κλείνει την αθανασία των βουνών κάτω από την λυτρωτική παρηγορία της γαλάζιας θωριάς του ουρανού.
Ανοίγει την ξύλινη πόρτα.
Στο ατένισμα της Παναγιάς που παραστέκει στον Εσταυρωμένο, πέφτει στα γόνατα και ξεσπά σε λυγμούς δυνατούς. Η καρδιά χτυπά δυνατά. Θέλει να σπάσει.
Ζητά να γίνει κομμάτια και από το σώμα να δραπετεύσει…Κι ύστερα να τρέξει θέλει και σε Εκείνον, τον Δημιουργό της, να του παραθοδεί και σιγά να του πει και να του ψιθυρίσει:
«Σε σένα δωρίζομαι. Κι Εσύ να με δωρίσεις σε κείνους που πονούν και μέρες ματωμένες και φοβισμένες κουβαλούν κι έτσι τον πόνο τους να τον γιατρέψεις και τον φόβο έτσι να τον διώξεις..
Δώρα δικά σου είναι όλα γύρω μου. Μα πώς μπορώ να τα χαρώ μονάχος; Ο πόνος του αδελφού μου και δικός μου πόνος, ο φόβος του, φόβος μου, η λύπη του, λύπη μου, το δάκρυ του δικό μου δάκρυ και λυγμός».
Απλώνει τα χέρια και τα πόδια του Χριστού αγκαλιάζει, την Παναγιά εκλιπαρεί και τους αγίους ικετεύει. Το πρόσωπο από τα δάκρυα καίγεται, το μέτωπο ζαρώνει δυνατά και πονά απ’ της καρδιάς τον σπαραγμό. Δεν αντέχεται τούτος ο πόνος του ανθρώπου, του κόσμου, της γης, της πλάσης. Δεν αντέχεται το σκοτάδι που θέλει της ζωής την ομορφιά να αφανίσει. Λυπάται για τη μέρα που φεύγει και το φως παίρνει μαζί της. Φοβάται τη νύχτα που έρχεται, το σκοτάδι που φθάνει.
Ποθεί τις αυλές του Εκείνου κι εκεί επιποθεί να ησυχάσει.
«Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι. Εγώ είμαι ο Θεός σου, μην τρομάζεις. Θα σε ενισχύσω, θα σε βοηθήσω, θα σε στηρίξω με το δίκαιό μου χέρι το δυνατό.
Εγώ σε δημιούργησα και σ’ έπλασα από τότε που ήσουν στης μητέρας σου την κοιλία. Και δεν σταμάτησα να σε βοηθώ.
Να, κοίτα! Μες στις παλάμες των χεριών μου σε ζωγράφισα.
Τα τείχη σου, από τα μάτια μου δεν τα αφήνω.
Μπορεί τα βουνά να μετατοπιστούν
Μπορεί οι λόφοι να μετακινηθούν
Αλλά η αγάπη μου από εσένα ποτέ δε θα λείψει»*.
Ακούει τη φωνή Του μέσα της. Ειρηνεύει, γαληνεύει, εμπιστεύεται, ησυχάζει.
Στέκεται ξανά στο πλατύ σκαλί. Το φως το καθαρό έγινε τώρα άγιο, ιλαρό.
Ατενίζει ξανά την αθανασία των βουνών κι ανασαίνει βαθιά.
Το δείλι κατεβαίνει απ’ τα βουνά και μισοσβήνει τη μικρή πολιτεία.
Τα πουλιά στις φυλλωσιές σιγοψέλνουν τον "επιλύχνιο" κι ένα συνεφέννιο πρόσωπο θέλει να κρύψει το φως του φεγγαριού, μα δεν τα καταφέρνει.
Η νύχτα έρχεται και φέρνει μαζί της ένα σκοτάδι όλο φως. Το δικό Του το ακήρατο φως.
Το σκοτάδι της νύχτας ποτέ ξανά δε θα ‘ναι δυνατό.
Στο σκοτάδι της νύχτας εσύ θα είσαι ο δυνατός, το δημιούργημά Του, το πλάσμα Του, το παιδί Του.
(*Προφ. Ησαΐας 41,10-43,2-49,16-54,10)