Μενού
''Παραμονή Χριστουγέννων. Σκέψεις γιορτής για το καλό''

Νύχτα Χριστουγέννων και περιπολεύω εντός μου. Στης μνήμης τα λιθόστρωτα, αναζητώ τις Άγιες ημέρες του παιδιού, που ακόμα μέσα μου το κουβαλώ .

«Παραμονή πρωί, τις ζύμωνε σε πήλινη λεκάνη, έριχνε ξύσμα πορτοκαλιού, γαρύφαλλο και κανέλλα για να τις μοσχοβολήσει και τις άφηνε να φουσκώσουν. Το τηγάνισμα άρχιζε πριν από τη δύση του ηλίου. Οι οικογένειες πολλές, τα φιλέματα ακόμα πιο πολλά και τα κομμάτια που θα έβγαιναν από το τηγάνι θα έπρεπε να είναι περισσότερα από όλα. Έτσι, όλες οι θειάδες μου κι η μάνα μου μαζί έπιαναν να πλάθουν τα λαλάγγια, ενώ η γιαγιά μου η Σταματίνα, είχε πάρει θέση πάνω από το τηγάνι και πέταγε τις ζυμαρένιες σπείρες μέσα στο βραστό το λάδι, περιμένοντας με υπομονή, όχι μόνο να ψηθούν μα και να πάρουν χρώμα, όμοιο με του χρυσαφιού. Ύστερα τις έπιανε με τα πιρούνια της, τις σήκωνε ψηλά, να στραγγίξουν από τα λάδια και τις έβαζε σε άλλη μεγάλη πήλινη λεκάνη, με κυκλικές άσπρες ρίγες. Η πρώτη λαλλαγίδα ήταν του Χριστού και η τελευταία του Καλλικάντζαρου. Την πρώτη την έδινε και την έτρωγε το πιο μικρό εγγόνι αφού όπως εκείνη τόλεγε, όσο πιο μικρός ο άνθρωπος, τόσο πιο αγνός και αθώος σαν τον μικρό Χριστό της Φάτνης.  Και καθώς η φωτιά έκαιγε μέσα από το τζάμι της μαντεμένιας σόμπας, εμείς τα παιδιά που είχαμε αποκάμει από τα κάλαντα, την περιμέναμε με υπομονή να τελειώσει για να δώσουμε μαζί και την τελευταία λαλαγγίδα στον Καλλικάντζαρο, αφού έτσι ήλπιζε η γιαγιά πως μπορεί να έφευγε και κείνος και το κακό το προαιώνιο που κουβαλάει μαζί του. 'Ετσι, αργά το βράδυ που τελείωνε, ερχόταν  τυλιγμένη στο μαύρο, το πλεκτό της σάλι  και βγαίναμε μαζί στην παγωνιά της αυλής, για να πετάξουμε στα κεραμίδια την τελευταία λαλαγγίδα, να ξεγελάσουμε το Καρκατζόλι και τα συντρόφια του, που θα έβγαιναν, λέει, τη νύχτα αυτή, από τα έγκατα της γης , για να κολάσουνε τον κόσμο. 'Εδινε τότε μια και πέταγε τη λαλαγγίδα, πολύ ψηλά στη σκεπά με τα κεραμίδια, λέγοντας:

-Πάρε και φάε καημένο Καρκατζόλι, μπας και χαρείς λιγάκι και μάθεις πώς είναι να σου αρέσει το καλό.Ύστερα γυρνούσε με περιφρόνηση την πλάτη της και το ίδιο έλεγε να κάνουμε κι εμείς για να του δείξουμε ότι δεν το φοβούμαστε αλλά μόνο για την κατάντια του λυπούμαστε κι ελπίζουμε γι αυτό. 'Επιανε τότε να μας λέει ιστορίες για δαύτον και τους συντρόφους του, που ήταν ψηλοί, ασχημομούρηδες, μονόφθαλμοι και τραγοπόδαροι, φιλόνικοι και διχόγνωμοι κι ανακατεύανε τα αλεύρια των μυλωνάδων και έμπαιναν απρόσκλητοι στα σπίτια των νοικοκυραίων και τα έκαμαν άνω κάτω κι έβαζαν τους ανθρώπους να τσακώνονται κι εκείνοι έσκαγαν στα γέλια . Κι έφευγαν, έλεγε η γιαγιά, όταν τα νερά βαπτίζονταν και η Πλάση αγιαζόταν, γιατί έτρεμαν την αγιαστούρα και τους τσιτσίριζε ο αγιασμός .

Πολύ μας άρεσε να ακούμε τούτες τις ιστορίες και καθόλου δεν φοβόμασταν μα όλο και πιο ατρόμητες γίνονταν οι παιδικές καρδιές μας.

- Το κακό στον κόσμο πάντα θα υπάρχει και θα ζητά να γίνει ο Άρχοντάς του, μας έλεγε. Κι εκεί που θα φαίνεται πως είναι έτοιμο την Πλάση να κυριεύσει ... εκεί είναι που θα φανερώνεται Εκείνος , ο Πλάστης και Δημιουργός της, που πολύτιμο κόσμημα και στολίδι πρώτα την έκαμε κι ύστερα στα χέρια του ανθρώπου την παρέδωσε και θα την αγκαλιάζει και θα την φυλάει και το Κακό θα το συντρίβει.

Κι εμείς τη ρωτούσαμε μια απορία μας , για να πάρουμε μια απάντηση που πέρασαν χρόνια να την καταλάβουμε:

- Και γιατί , γιαγιά, δεν το συντρίβει μια και καλή το κακό να ησυχάσουμε;

Κι εκείνη με μια απλή σοφία έλεγε:

-Μα... γιατί του δίνει χρόνο ... ως τη συντέλεια του κόσμου μπας κι από μόνο του μετανοήσει και δει πως ποτές του έτσι δεν θα προκόψει . Πάντα τα μούτρα του θα σπάει, το τρισκατάρατο.

Μα να σας πω; Εσείς μη φοβάστε . Θα του γυρνάτε με περιφρόνηση την πλάτη και αμέσως θα σκάει το αναθεματισμένο και θα σκορπίζεται στους τέσσερις ανέμους.

Κάποια Χριστούγεννα που είχα μεγαλώσει λίγο, την είχα ρωτήσει:

- Αλήθεια γιαγιά, δεν κουράστηκες να την πετάς αυτή την λαλαγγίδα και να πιστεύεις πως μπορεί να μάθει να κάνει το καλό ο Καλλικάντζαρος;

- Όταν έχω τα μάτια μου ανοιχτά και κοιτώ γύρω μου, ναι! Κουράζομαι να το πιστεύω. Μα, όταν τα κλείσω, ξεκουράζομαι με μιας γιατί τότε σκέφτομαι μόνο το καλό και το ονειρεύομαι. Και να το ξέρεις παιδάκι μου… το μεγαλύτερο μυστικό του ανθρώπου είναι η δύναμη της σκέψης. Σκέψου το καλό κι ονειρέψου το. Αυτό έκανα από πάντα κι εγώ κι αυτό σου λέω να κάμεις κι εσύ, μου είχε πει εκείνα τα Χριστούγεννα η γιαγιά. 

Όλα τα κράτησα μέσα μου και τα κουβαλώ ως το σήμερα γιατί είναι αυτά που με έμαθαν να βρίσκω την ομορφιά όπου κι αν έχει κρυφτεί ακόμα κι αν φαίνεται πως έχει χαθεί .

 Τα λαλάγγια ποτέ δεν έπαψαν να χρυσίζουν στο βραστό το λαδι, κάθε που έρχεται η παραμονή των Χριστουγέννων και η συνταγή συνεχίζει να περνά από νύφη σε πεθερά και από μάνα σε κόρη, δηλώνοντας το δέσιμο της οικογένειας και τη δύναμη της Παράδοσής μας που άρρηκτα είναι δεμένη με τον πολιτισμό μας.

Και κάθε φορά που ετούτη η Παράδοση, με τις μανιάτικες λαλλαγίδες συνεχίζεται, τα σκέφτομαι τούτα τα λόγια. Κι ύστερα σκέφτομαι το καλό και ονειρεύομαι κάποτε όλοι μας μόνο αυτό να πράττουμε και μόνο γι αυτό να ζούμε.

Καλά Χριστούγεννα , φίλοι μου αγαπημένοι , της ταπεινής καρδιάς μου φίλοι!

                                                        ΤΒΜ