«Άνοιξε τη χαμηλή ξύλινη πόρτα, έσκυψε λίγο και πέρασε στο μαγειρείο. Προχώρησε και βρέθηκε μπροστά στη γαλβάνιζέ λεκάνη με τα φασολάκια που ήταν καθαρισμένα και πλυμμένα. Το φαγητό σήμερα θα το ευλογούσε με λίγο λαδάκι μιας και τιμούσαν την ημέρα του Σαββάτου. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές, ψέλλισε την ίδια προσευχή που ψελλίζει ούτε κι εκείνος θυμάται από πότε …κι έπιασε ένα βαθύ τσουκάλι. Το έβαλε στην φωτιά. Έκαμε να πάρει και τη μεγάλη μπουκάλα με το ελαιόλαδο να λαδώσει τον πάτο του τσουκαλιού για να γυαλίσει το κρεμμύδι.
-Σταγόνα δεν έμεινε… ψιθυρίζει καθώς την πιάνει και την κρατά πανάλαφρη και αδειανή στα χέρια. Θυμήθηκε πως την τελευταία φορά που πήγε να γεμίσει από το πιθάρι, η κουτάλα που βύθιζε σε αυτό για να τη ρίξει στο χωνί, έπιανε πού και πού και μούργα. Δείγμα ότι το λάδι τελείωνε.
Άλλο ένα πιθάρι έμενε μέχρι την καινούρια σοδειά.Κι ήταν ακόμα Σεπτέμβριος. Τα καντήλια έκαιγαν μπροστά στον Χριστό, στην Παναγία ολημερίς κι ολονυχτίς. Μα και οι Άγιοι δεν ήταν λιγότερο απαιτητικοί. Από την άλλη κάθε τόσο όλο και κάποιος αναγκεμένος ήταν που χτυπούσε την πόρτα του μοναστηριού. Θα τους έφτανε άραγε μέχρι την καινούρια σοδειά; Ενα πιθάρι μόνο… κι ακόμα ήτανε Σεπτέμβριος. Σήκωσε το ασπρισμένο του κεφάλι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα δροσερό, μυρωμένο αεράκι που κατέβαινε από την πλαγιά,τρύπωσε από εκεί και φύσηξε και καθάρισε τις σκέψεις του. Ακριβώς εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο υποτακτικός του.
- Γέροντα, ευλογείτε.
- Ο Κύριος! Πάνω στην ώρα ήρθες. Πήγαινε σε παρακαλώ να γεμίσεις ετούτη την μπουκάλα με λάδι. Να προσέχεις, να γεμίζεις σιγά γιατί έχει φτάσει στον πάτο και θα κινδυνεύεις να πιάνεις και μούργα.
- Να΄ναι ευλογημένο γέροντα, λέει ο υποτακτικός και φεύγει πρόθυμος κρατώντας την μπουκάλα. Σε λίγο, ξαναγυρίζει τρέχοντας. Ανοίγει την πόρτα και λέει λαχταρισμένος:
-Γέροντα τρέξτε!
- Ξαφνιάζεται ο γέροντας κι ύστερα τον ακολουθεί με γρήγορο βηματισμό. Μπαίνουν κι οι δυο στο κελάρι και τότε…Βλέπει το πιθάρι με το σωσμένο λάδι που έπιανε πάτο…Το βλέπει να ξεχειλίζει!
Σταυροκοπιούνται και πιάνουν κι οι δυο να ψέλνουν το «Άξιον Εστί»! Από τότε, πάνω από το πιθάρι είναι κρεμασμένη μια εικόνα της Παναγιάς της Ελεούσας και μια καντήλα που καίει νυχθημερόν».
Αυτή τη μικρή και πολύ αληθινή ιστορία, τη μοιράστηκε μαζί μου ένα σεβάσμιο και αγαπητό πρόσωπο. Κι εγώ, που ένιωσα πως μου προσφέρθηκε ως κέρασμα που γλυκαίνει κάθε κεκμηκότα οδοιπόρο ετούτου του ταλαίπωρου και βασανισμένου κόσμου, την μοιράζομαι μαζί σας φίλοι μου, με την ευχή ποτέ να μην λείψει το έλεος της Παναγίας μας, από τις ζωές μας!
ΤΒΜ