Μενού
Ιστορίες ενός σαλεπιτζή

 Τον κύριο Περίανδρο τον γνώρισα μια πολύ κρύα μέρα του χειμώνα του '83, που περνούσα μαζί με τη Μαίρη κάτω από την Ομόνοια. Είχαμε κάνει τον δρόμο από τη Μαράσλειο στην Ομόνοια με τα πόδια και είχαμε ξυλιάσει. Ο κρύος και ξηρός βοριάς με είχε πειράξει και είχε ξυπνήσει την βρογχίτιδά μου με αποτέλεσμα να με πιάσει βήχας. Κάπου στο τέλος της Πανεπιστημίου, η Μαίρη μου λέει:

-Τώρα που θα κατεβούμε κάτω από την Ομόνοια θα σε κεράσω ένα φαρμακάκι πρώτης τάξεως.

-Τι φαρμακάκι είναι αυτό, Μαιρούλα μου; τη ρωτάω βήχοντας.

-Φαρμακάκι που το λένε Σαλέπι , Σαλεπάκι.

Κι έτσι όταν βρεθήκαμε κάτω από την Ομόνοια, η Μαίρη με έπιασε αγκαζέ και με τράβηξε σε κείνον τον κύριο με τη λευκή μπλούζα που στεκόταν μπροστά από ένα μπρούτζινο σαμοβάρι και φώναζε:

‘’Σαλέεεεεπ! Σαλεπάκιιι!’’

-Καλησπέρα, κύριε Περίανδρε! του λέει.

-Καλώς τα κορίτσια, μας υποδέχεται ο κύριος Περίανδρος και ήδη ετοιμάζει δυο ποτηράκια με σαλέπι που εγώ θα έπινα για πρώτη φορά.

-Κανελλίτσα; μας ρωτάει και μας κοιτάει με ένα βλέμμα εύχαρο κι ας δούλευε όλη την μέρα κάτω από την πόλη…

- Ε..μα τι; Δεν θα αρωματίσουμε με κανελλίτσα το σαλέπι; χαμογελάει η Μαίρη και κοιτάει και τον κύριο Περίανδρο και εμένα.

Πηχτό και κρεμώδες το σαλέπι, ζεστό και κανελλένιο, μαλάκωσε τον βήχα μέχρι που τον έκοψε μαχαίρι.

-Να σου φτιάξω άλλο ένα, μου λέει ο κύριος Περίανδρος που βλέπει την ανακούφιση στο πρόσωπό μου.

-Αν θέλετε σας παρακαλώ…του απαντώ

-Και θέλω και θα στο κεράσω, μου λέει και γεμίζει ξανά το ποτηράκι με το πηχτό κρεμώδες ρόφημα που μοσχοβόλαγε κανέλλα.

-Πιείτε κορίτσια μου, να ξεκουραστεί το πνεύμα σας και να ζεσταθεί η καρδούλα σας. 'Ολα τα φτιάχνει τούτο το γιατρικό. Και τον βήχα τι κόβει και το στομάχι το θεραπεύει  και τα νεύρα τα ηρεμεί....

Γιατρός για όλα ο κύριος Περίανδρος.

Ετούτη τη φορά δεν το ήπια μονορούφι. Το απολάμβανα γιατί ήθελα κουβέντα με τον κύριο Περίανδρο. Η Μαίρη, από υη μια έκπληκτη και από την άλλη ευχαριστημένη που δεν θα της γκρίνιαζα για το κέρασμα.

-Πρέπει να έχετε μεγάλες αντοχές για να δουλεύετε όλη μέρα κάτω από την Ομόνοια, λέω στον συμπαθέστατο Σαλεπιτζή, καθώς πίνω το δεύτερο ρόφημα. Η  προσωπικότητα του αναδυόταν μέσα από το επάγγελμά του, υποσχόταν γνώση ζωής κι εγώ ήμουν ετοιμη να πάρω μια στάλα.

-Και αντοχές έχω και πολλές αισθήσεις έχω, δόξα τω Θεώ και σε διαρκή εγρήγορση είμαι, μας λέει. Όλη η πόλη περνάει κάτω από την Ομόνοια κι αυτό έχει τη γοητεία του. Ένα ασταμάτητο και διαρκές ανακάτεμα από ανθρώπους, κινήσεις και βλέμματα. Τα πιο παράξενα όμως συμβαίνουν τη νύχτα. Τη νύχτα βγαίνουν από τις κρυψώνες οι ταλαιπωρημένες ψυχές κι αναζητούν ό,τι δεν μπορεί να τους προσφέρει η μέρα. Κάθε μια κουβαλά τη δική της πονεμένη ιστορία και εδώ από κάτω…. Πώς να το πω…μοιάζει από δω κάτω σα να είναι ο τόπος συγκέντρωσης και παρηγοριάς. Ο πόνος μοιράζεται κι αλαφρώνει. 'Οταν κάνει κρύο πολύ, περνούν από δω παίρνουν στο χέρι το φαρμακάκι-σαλεπάκι κι ύστερα γίνονται μια παρέα και μια αγκαλιά. Κλαίνε και γελούν και κουβεντιάζουν και καμιά φορά ονειρεύονται έναν κόσμο πιο όμορφο από τούτο, πιο στοργικό, πιο ζεστό κι ανθρώπινο.Το πιο συγκλονιστικό που έχω ζήσει, είναι εκείνο το βράδυ που μια μανούλα έψαχνε το κορίτσι της. Μου’δειξε τη φωτογραφία του. Μια κούκλα ήταν.  Σκέτο μπουμπούκι.

-Δεν κυκλοφορεί τέτοιο κορίτσι από δω κάτω κυρία μου, της είπα κι έφυγε απογοητευμένη. Το άλλο βράδυ ξαναήρθε και μου άφησε ένα τηλέφωνο και τη φωτογραφία να την ειδοποιήσω αν δω κάποια κοπέλα που να της μοιάζει. . Την πήρα κι εγώ και την κόλλησα στο καρότσι μου. Φάτσα μούρη. Από τότε που την κόλλησα άρχισε να με περιτριγυρίζει η Μαρία, κάθε βράδυ που έβγαινε από την κρυψώνα της.

-Πρώτο, δεύτερο, τρίτο βράδυ δεν άντεξε! Κύριε Περίανδρε, ποιο είναι αυτό το κορίτσι; Το γνωρίζεις;  με ρωτάει.

-Όχι Μαρία μου, δεν το γνωρίζω….Γνώρισα όμως τη μανούλα του που το ψάχνει, της λέω.

Πήρε σαλέπι γύρισε να φύγει, δακρυσμένη η Μαρία. Ήταν αυτή η ίδια Μαρία της φωτογραφίας. Μόνο που το προσωπάκι της είχε γεράσει, τα μάγουλά της είχανε μπει προς τα μέσα. Τα μαλλάκια της είχανε μπλεχτεί και είχανε βρωμίσει πολύ. Ήταν ένα άλλο κορίτσι. 

-Μαρία γιατί έφυγες από το σπίτι σου; της φωνάζω.

Γυρνάει και βλέπω δυο χοντρά δάκρυα να έχουν κυλήσει επάνω στο σταφιδιασμένο της πρόσωπο.  

-Άσε κύριε Περίανδρε…Πού να στα λέω…. Την εκδικήθηκα που χώρισε με τον πατέρα μου κι έμπασε στο σπίτι άλλον…κι αυτός ο άλλος όλο με κοίταγε περίεργα κι όλο μου μίλαγε περίεργα μέχρι που μια μέρα που η μάνα μου ήτανε στη δουλειά…πήγε να προχωρήσει και παραπέρα και τότε ξέφυγα και το’σκασα…τα άλλα τα ξέρεις.  Έπεσα στις ουσίες…για να ξεχνώ την κατρακύλα μου στο μίσος  για τη μάνα που με γέννησε…Γι αυτό μην τυχόν και την ειδοποιήσεις….Θα τη διώξω άμα έρθει.

Εγώ πάντως την ειδοποίησα αλλά και την προειδοποίησα εκείνη τη μάνα.

-Πρόσεξε κυρά μου της είπα. Το κορίτσι σου και αγνώριστο είναι και δεν θέλει να σε ματαδεί.

Επέμεινε η ευλογημένη κι έγινε όπως της τά είπα. Έφυγε κλαίγοντας γιατί η Μαρία την έδιωξε κακήν κακώς.

Ένα χρόνο αργότερα η Μαρία πέθανε από πνευμονικό οίδημα.

Μια μέρα πριν που ήταν η μέρα της γιορτής της, 21 Νοεμβρίου γιόρταζε,  ήρθε να πάρει σαλέπι και μου είπε καθώς το έπινε:

-Κύριε Περίανδρε, να ξέρεις πως το σαλέπι σου, μου ζεσταίνει την καρδιά μου την παγωμένη.

-Ευχαριστώ Μαρία μου, της λέω.

Και πίνοντας μια γουλιά ακόμα μου λέει.

-Σήμερα που γιορτάζω παρακάλεσα να με πάρει γιατί δεν αντέχω...Είναι μαρτύριο η ζωή μου...

Και την πήρε….Εκεί κατά το ξημέρωμα. Τουλάχιστον είπε πως η καρδούλα της ζεστάθηκε μια στάλα πριν να φύγει από τούτα τα παγωμένα εγκόσμια.

 

(μνήμες που ανασύρονται πάνω από ένα φλιτζάνι ζεστό σαλέπι, αρωματισμένο με κανέλλα)

                                  ΤΒΜ