Μενού
Ο 'Αγιος Δημήτριος, το τσιγάρο και οι δύο μεθυσμένοι άντρες. Δυο αληθινές ιστορίες..

 Το ήθελε πολύ να κόψει το τσιγάρο, μα δεν μπορούσε. Είχε χρησιμοποιήσει πολλούς τρόπους και είχε αποτύχει.

Ακόμα και κάποιο κέντρο διακοπής καπνίσματος είχε επισκεφτεί, χωρίς όμως να έχει αποτέλεσμα. 

Η απελπισία τον είχε κατακλύσει. Δεν μπορούσε να αντέξει στη σκέψη πως μπορεί, εξαιτίας του καπνίσματος, μπορεί να τον χτύπαγε κάποια ασθένεια και να άφηνε ορφανά  τα παιδιά του. Και το αβάσταχτο ήταν πως αυτό θα το είχε προκαλέσει ο ίδιος. Η δική του επιλογή να είναι καπνιστής. Το αυτεξούσιό του.  'Οταν σκεφτόταν έτσι έκλαιγε και λυπόταν και συνειδητοποιούσε πως το τσιγάρο δεν του έδινε πια καμία ευχαρίστηση. Τουναντίον, κάθε φορά που το άναβε διαπίστωνε πως ήταν «δούλος του καπνού»,που καθώς έβγαινε από το στόμα του, φάνταζε στα μάτια της ψυχής του, να τον περιγελά και να περιπαίζει με την αδυναμία  του. 

 Μια μέρα καθώς μιλούσε με τον πνευματκό του, του εξομολογήθηκε με λύπη πως θέλει πολύ να κόψει το τσιγάρο μα δεν μπορεί.

Εκείνος τότε, φωτισμένος γέροντας καθώς ήταν, είπε ήσυχα:

Προσπάθησε κάθε μέρα να κόβεις από  ένα. Έτσι σε είκοσι μέρες θα το έχεις κόψει. Όμως πρώτα απ´όλα να επικαλεστείς τη βοήθεια ενός Αγίου.

Οι άγιοι είναι πολύ κοντά μας και τρέχουν να μας βοηθήσουν όποτε τους καλέσουμε. Τα λόγια του διαπνέονταν από ταπεινότητα και σιγουριά μαζί. 

'Ενιωσε πως  γέροντας εννούσε να παραδώσει την καλή του θέληση στους Αγίους κι έκείνοι με τη σειρά τους να την ακουμπήσουν στα πόδια του Χριστού.

Έφυγε σκεφτικός.

Τα λόγια του γέροντα ζυμώνονταν για καιρό  στο μυαλό του. Και όσο ζυμώνονταν, τού έδιναν  όλο και περισσότερο θάρρος, όλο και μεγαλύτερη δύναμη και μετέτρεπαν τη θλίψη που τον κατέτρωγε σε χαρά.

Έμενε να διαλέξει έναν άγιο. Πέρασαν κάμποσοι μήνε από τότε.

Το ημερολόγιο αρχίζει να μετρά τις μέρες του Οκτωβρίου, του έτους 2008.

Οι μέρες περνούν και γρήγορα το ημερολόγιο δείχνει:

Κυριακή 26 Οκτωβρίου. Ο Άγιος  Δημήτριος γιορτάζει.

 Ξεκινά για την εκκλησία με όλη του την οικογένειά του. 

Όταν φτάνουν, μπαίνουν όλοι στο ναό, ανάβουν κερί και προσκυνούν. Εκείνος μπαίνει τελευταίος. 

Προσκυνά μια-μια τις εικόνες και στέκεται εμπρός στο μεγάλο παλιό προσκυνητάρι του Αγίου Δημητρίου.  

Σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάει τον Άγιο.Έτσι όπως τον αντικρίζει επάνω στο καφετί του άλογο , 

τού φαίνεται τεράστιος.  Τα μάτια του στηλώνονται στο κοντάρι που κρατά πάνω από τον Λυαίο που είναι πεσμένος καταγής.

«Σε παρακαλώ, ψελλίζουν τα χείλη του και η ψυχή του… 

Σε παρακαλώ, με αυτό το κοντάρι που κρατάς μπορείς να σκοτώσεις το πάθος μου για το τσιγάρο; 

Σε παρακαλώ…»

Αυτό είπε. Τίποτε άλλο. Δεν είχε προγραμματίσει.  Αλλά να…έτσι, όπως τον είδε τον Άγιο να φαντάζει  ατρόμητος, θυμήθηκε τότε που ήτανε μικρός και άκουε τον ακόμα μικρότερο αδελφό του που ενώ ήταν δεν ήταν πέντε χρόνων, έψελνε με στόμφο το τροπάριο του Αγίου.  

Είχανε εντυπωσιαστεί  και οι δυο τους, που ο Άγιος ευλόγησε  και σταύρωσε τον μαθητή του τον Νέστορα στο πρόσωπο και στην καρδιά και είχανε θαυμάσει τον  Νέστορα  αγωνίστηκε ενάντια στον γιγαντόσωμο και ανίκητο και αλαζόνα Λυαίο και την  έπαρσή του «καθείλε». Πώς; 

«Μα με τη βοήθεια του Θεού του Δημητρίου», τους απαντούσε η μάνα τους και στο μικρό τους μυαλουδάκι τότε ο Θεός γινόταν για εκείνους "το παν".

Με το πέρας της λειτουργίας βγήκε από το ναό με την ψυχή του πιο δυνατή.

Από την ίδια μέρα, άρχισε να καπνίζει κάθε μέρα ένα τσιγάρο λιγότερο.

Σε είκοσι μέρες είχε κόψει εντελώς το κάπνισμα. 

Δεν το αναζητούσε πια και διαπίστωνε όλο και περισσότερο πως μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτό. 

'Ολον αυτόν τον καιρό της απεξάρτησης  επικαλούνταν διαρκώς τον άγιο Δημήτριο αλλά και και τον γέροντα Πορφύριο ο οποίος δεν είχε ακόμα αγιοκαταταχθεί, αλλά  εκείνος του έτρεφε μεγάλο σεβασμό και αγάπη. 

 Μια μέρα, στον χρόνο επάνω, κάτι τον είχε στενοχωρήσει και του ήρθε η επιθυμία να καπνίσει, τάχα για να εκτονωθεί.

Τι πειράζει, σκέφτηκε, ένα τσιγάρο μετά από έναν ολόκληρο χρόνο;

Κοίταξε τότε, μια την εικόνα του Αγίου Δημητρίου και μια τη φωτογραφία του γέροντος Πορφυρίου. Χαμήλωσε γρηγορα το βλέμμα και η ενοχή που ένιωσε δεν ήταν ικανή να τον σταματήσει. Και έτσι άναψε ένα τσιγάρο.  

Τι έπαθε τότε; Με την πρώτη ρουφηξιά νόμισε ότι το στόμα του γέμισε με σκουπίδια. 

Και αυτή η αίσθηση έμεινε για ώρες πολλές, στην κυριολεξία να τον βασανίζει. Ενώ η θύμησή της τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία φορά που άναψε τσιγάρο. Από τότε και μετά, πέρασε οριστικά στο παρελθόν, ως μία από τις πιο ανόητες πράξεις της ζωής του.

 Αυτή την προσωπική του ιστορία ,έτυχε 13 χρόνια αργότερα να τη διηγηθεί στον ηγούμενο ενός μοναστηριού με τον οποίον τον συνδέει ισχυρός πνευματικός δεσμός. 

'οταν η διήγηση τελειώνει, ο ηγούμενος χαμογελά και του λέεθ:

Ο Άγιος Δημήτριος έχει το άλογο του και είναι ταχύτατος στην αντίληψη και μας φέρνει  ό,τι του ζητάμε.

Έτσι έγινε και με σένα. 

Τον επικαλέστηκες, κατέθεσες την πίστη σου στον Άγιο του Θεού κι εκείνος με μιας κατέφτασε, σκότωσε με το κοντάρι του το πάθος του τσιγάρου

και σου δώρισε την απάθεια ενάντια στο κάπνισμα.

'Ακου τώρα, μια αληθινή ιστορία που μοιάζει λίγο με τη δική σου.

Και ο ηγούμενος διηγείται:

Μεγαλόπολη 19.... Βρισκόμαστε στο χωριό Λύκαιο, λίγο έξω από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας.

Λίγο πριν το ξημέρωμα, δυο άντρες μεθυσμένοι γυρνούν από την ταβέρνα, όπου τα έπιναν όλη τη νύχτα.

Μια στιγμή τούς έρχεται η επιθυμία να ανάψουνε τσιγάρο, μα δεν έχουν φωτιά.

Την ίδια εκείνη στιγμή περνούν έξω από το ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου και το μάτι τους πέφτει κατευθείαν στο μικρό παραθυράκι,

όπου φωτοβολάει το φως από το καντήλι που καίει εμπρός στον άγιο. Χαίρονται πολύ για την τύχη τους αυτή, ανοίγουν την πόρτα του μικρού ναού,

μπαίνουν μέσα και κατευθύνονται  ίσα στην καντήλα του αγίου.

Απλώνουν στην φλόγα την αναμμένη  τα χέρια που κρατούν τα τσιγάρα. Μα την ίδια στιγμή το καντήλι κουνιέται και αλλάζει θέση. 

Οι δύο άντρες εξαιτίας της μέθης δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς γίνεται και επιχειρούν και δεύτερη και τρίτη φορά,  μα το καντήλι συνεχίζει

να κουνιέται και να αλλάζει θέση κάθε φορά που πλησιάζουν τα χέρια τους που κρατούν τα τσιγάρα.

Οι δύο άντρες, θυμώνουν πολύ και αρχίζουν να βρίζουν. Και τότε...εμφανίζεται ένας στρατιώτης καβαλάρης που κρατά ένα μακρύ κοντάρι.

Τους σπρώχνει με αυτό και όταν αυτοί πάνε να αντισταθούν, ο καβαλάρης, που δεν είναι άλλος από τον Άγιο Δημήτριο, τους σπρώχνει με το κοντάρι

του ακόμα πιο δυνατά και τους πετά έξω από το ξωκλήσι του.

Το πρωί, τους βρήκανε χωρικοί περαστικοί, να κείτονται αναίσθητοι από το μεθύσι  και 50 μέτρα μακριά από τη μικρή εκκλησιά.

Όταν τους συνέφεραν, εκείνοι διηγήθηκαν με τρόμο και δέος όλα όσα είχανε συμβεί με τον άγιο και από τότε και το ποτό έκοψαν και το τσιγάρο

και το ξωκλήσι του αγίου τό έφτιαξαν περίλαμπρο και το πανηγύρι του ανέλαβαν κάθε χρόνο, να το ετοιμάζουν με όλη τη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στον μεγαλομάρτυρα 'Αγιο Δημήτριο. 

Λύκαιο. Το ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου στη βάση του όγκου του Αγίου Γεωργίου Σκορτών.

 

'Αγιος Δημήτριος. Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη

 

Μαρμάρινος τάφος Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη.

 

Ασημένια λάρνακα, όπου φυλάσσεται το τίμιο λείψανο του Αγίου Δημητρίου, στη Θεσσαλονίκη.

'Αγιος Νέστωρ. Ψηφιδωτό. Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη.

 

εικ. εξωφ. Άγιος Δημήτριος Μακεδονίτικος

Αντίγραφο απο εικόνα του 19ου αιώνα

     evangelopoulosp.icons