Ο Άγιος ήλθε στον κόσμο γύρω στο 280 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη από γονείς επισήμους, οι οποίοι κατάγονταν από τις πιο επιφανείς οικογένειες των Μακεδόνων. Οι γονείς του ήταν θαυμαστοί για την αρετή της ψυχής του και έδωσαν στον Δημήτριο παιδεία του συνταιριασμένη με την ψυχική ευγένεια και την ωραιότητα του σώματος.
Όταν έφθασε στην ανδρική ηλικία, έδειχνε την φυσική του δύναμη εξασκώντας την ανδρεία και την ρωμαλεότητα και μαθαίνοντας την τέχνη του πολέμου· είχε όμως και άριστο ήθος, ήταν ντροπαλός και γινόταν πιο συμπαθής με την σεμνότητά του.
Το πιο αξιοθαύμαστο και ανθρωπίνως ανέφικτο ήταν ότι η αγνότητα την οποία ασπάστηκε από την νεότητά του, δεν περιοριζόταν στο σώμα, αλλά βασίλευε και στην ψυχή του.
Αυτά τον έκαναν περιβόητο σε όλους τόσο, πού και ο ίδιος ο βασιλέας εζήτησε να τον γνωρίσει.
Καταλαβαίνοντας λοιπόν τον μεγαλοφυή χαρακτήρα του Δημητρίου ο βασιλέας, τον ανεβάζει από την αρχή σε μεγάλη δόξα αναγορεύοντας τον πρώτα συγκλητικό της Θεσσαλονίκης και μετά ανθύπατο και αυθέντη της Ελλάδος, φορώντας του την κατάλληλη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι στο χέρι, καθώς και τον επίσημο ωρατίωνα (τήβεννο) του υπάτου.
Όταν ο βασιλέας τον κόσμησε με όλα τα υπατικά διάσημα και του έδωσε στα χέρια τόσο μεγάλη εξουσία, φρόντιζε όλα τα κοινά και διοικούσε τα πάντα νομίμως.
Είναι χαρακτηριστική η πληροφορία πού μας έχει διασώσει η παράδοση σχετικά με την προσωπική του ζωή, ότι δηλαδή την εποχή της υπατείας του είχε ορίσει κάποιον από τους έμπιστους του ανθρώπους να τον ξυπνά συχνά τις νυκτερινές ώρες, ώστε να «προσκαρτερή τη προσευχή και τη δεήσει» (Πράξ. α΄ 14).
Ο θεόσταλτος αυτός προστάτης, σύντροφος και διδάσκαλος των Θεσσαλονικέων, γέμιζε την πόλη από ορθοδοξία.
Και επειδή ο Δημήτριος, φανερά ομολογούσε την ευσέβεια και την πίστη του στον Θεό, οι ειδωλολάτρες αποκαλύπτουν τα σχετικά μ’ αυτόν στον βασιλέα, ότι δηλαδή είναι Χριστιανός και καταφρονεί τους θεούς τους.
Ακούγοντάς τα αυτά ο βασιλέας κυριεύτηκε από έκπληξη και οργή.
Διατάζει να φέρουν τον άνδρα μπροστά του. Ο Δημήτριος δε δειλιάζει με το μέγεθος της εξουσίας, ούτε με τις τιμωρίες που τον περιμένουν.
Ο Μαξιμιανός προσπάθησε με ήπιο ύφος να πείσει τον Άγιο να πιστέψει στα είδωλα, όμως ο Άγιος του είπε τα εξής:
“Αύτη η πίστη μου στον αληθινό Θεό μού έχει χαρίσει και θα μού χαρίσει αγαθά άφθαρτα, αναλλοίωτα, αιώνια. Τον Χριστό από μικρό παιδί λατρεύω και δέχομαι ως Δεσπότη και Θεό μου. Αυτόν μού προτείνεις τώρα να αρνηθώ και να προτιμήσω τα φαύλα; Διότι τί άλλο είναι τα χάλκινα και χρυσά κατασκευάσματα, οι θεοί σου; Και αν το κάνω αυτό, ποιος φρόνιμος άνθρωπος δεν θα με θεωρήσει ανόητο και απερίσκεπτο;”
Ο Μαξιμιανός εξοργίζεται και τον απειλεί. Ο Άγιος όμως μένει ακλόνητος στην πίστη ομολογώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Μαξιμιανός συγκρατεί την οργή του, επειδή δεν μπορεί να υποφέρει την απώλεια τέτοιου ανδρός γι αυτό αναβάλει την τιμωρία, και τον στέλνει στη φυλακή.
Καθώς ο άγιος προσευχεται μέσα στο δεσμωτήριο, ο σατανάς ξεσηκώνεται δόλια εναντίον του.
‘Ενας σκορπιός έρπει στη γη με το κεντρί σηκωμένο, έτοιμο να τον χτυπήσει στο πόδι• τον σφραγίζει ο Δημήτριος με το σημείο του σταυρού, επικαλούμενος Αυτόν που έδωσε εξουσία στο πλάσμα του να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς και τον θανατώνει αμέσως και αυτόν και τον νοητό σκορπιό που κρυβόταν μέσα του.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή εμφανίζεται ‘Αγγελος Κυρίου και του βάζει ένα στεφάνι στο κεφάλι λέγοντας:
«ειρήνη σοι, αθλητά του Χριστού, ίσχυε και ανδρίζου».
Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο.
Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος τον ενθάρρυνε σταυρώνοντάς τον στο πρόσωπο και στην καρδιά.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο. Αυτό προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα ο οποίος τον κάλεσε μπροστά του και τον κατηγόρησε ότι με μαγεία κατάφερε να νικήσει τον Λυαίο.
Όμως ο Νέστορας ομολόγησε τον Χριστό και του είπε ότι ο «Θεός του Δημητρίου» τον βοήθησε. Ευθύς ο Νέστορας αποκεφαλίστηκε.
Και επειδή ο Δημήτριος θεωρείται ο αίτιος της σφαγής του Λυαίου, δίνεται διαταγή να θανατωθεί ο Άγιος με λόγχες.
Ο Δημήτριος ανοίγει τις αγκάλες του και σηκώνει το δεξί του χέρι για να τον λογχίσουν στην πλευρά, όπως και τον Χριστό. Τα κοντάρια και το σώμα του γεμίζει πληγές.Το αίμα του χύνεται σαν το νερό στη γη της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 304. Το νεκρό σώμα του μάρτυρος ο Μαξιμιανός διέταξε να το ρίξουν σε ένα πηγάδι πού υπήρχε εκεί. ‘Όμως κάποιοι φιλόχριστοι ήρθαν τη νύχτα το έβγαλαν και το περιποιήθηκαν με ευλάβεια και το έθαψαν με χώμα στο σημείο όπου μαρτύρησε.
Η Θεσσαλονίκη αγάπησε τον Θεό διά μέσου του θανάτου του Δημητρίου. Από τότε πολλοί μεγάλοι και περικαλλείς ναοί στόλισαν την Μεγαλόπολη αυτή της αυτοκρατορίας και αργότερα συμπρωτεύουσα του Βυζαντίου, ως και του σημερινού Ελληνικού κράτους, πού και με την θέα τους μάς ενισχύουν στην πίστη.
Όλη η πόλη διακηρύττει με παρρησία την ευσέβεια και καυχάται να ονομάζεται «πόλη του Άγιου Δημητρίου».
Κι ενώ ο μάρτυρας ευρίσκεται στον ουρανό, διαμένει με το σώμα του και με τα θαύματά του στην πόλη όπου υπέστη τον βίαιο θάνατο, επιδεικνύοντας με πολλούς τρόπους την κηδεμονία του και ευεργετεί αυτήν και όλη την οικουμένη παντοειδώς με τις αδιάλειπτες προς τον Θεό πρεσβείες του.
Το σώμα του μυροβλύζει αδιάκοπα δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια και θαυματουργεί, διακυρρήτοντας "τα μεγάλα της πίστεως κατορθώματα και την αιώνια δόξα του Θεού."
Με ταπεινότητα προσπέφτουμε δεόμεθα στον 'Αγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο που λογχίστηκε στην πλευρά, μιμούμενος τον "επί ξύλου κρεμάμενον", να χαρίζει αφθονία ιάσεως στις ψυχές και στα σώματα όλων των ανθρώπων.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.