"...Ο γάμος τους έγινε στη μεγάλη εκκλησιά της Παναγιάς και το χωριό με ανοιχτές αγκάλες τη δέχτηκε τη νύφη, γιατί ήταν ευγενική και γλυκομίλητη, ευχάριστη, ήρεμη και τρυφερή και γαλήνια. Με τα πεθερικά της έζησε σε μια ανέφελη συγκατοίκηση –πράγμα σπανιότατο– και κράτησε τις ευχές τους, πολύτιμο φυλαχτό στον κόρφο της. Εξήντα χρόνια γάμου και όλα τα έζησαν στο σπίτι που μαζί το σχεδίασαν ο Κωνσταντής κι η Aκριβή και μαζί το έχτισαν, σε μέρος τέτοιο που το έλουζε ο ήλιος από την ώρα που ανέτελλε στο Μαίναλο, μέχρι την ώρα που έδυε πίσω στην κορφή του Προφήτη Ηλία, που έβλεπε κατά τη Ζάκυνθο.[…]
Τα βήματά του, τον οδήγησαν στους γονείς του. Γονάτισε. Ένιωσε να τον κοιτούν και στ’ αλήθεια να του χαμογελούν, μέσα από μια φωτογραφία, που ήταν κι οι δυο τους, αγκαλιασμένοι. Χαμογελούσαν, λες κι ήταν σπίτι τους ο ουρανός. Η καρδιά του πονούσε. Δάκρυσε κι ύστερα έκλαψε πολύ. Έκλαψε με λυγμό και με κρυφή ελπίδα, να ακούσει ο Θεός τον λυγμό του και να κάνει ένα θαύμα. Παραδίπλα ο προπάππους του, ο Κωνσταντής, κι η προγιαγιά του, η Ακριβή. Έτσι έφυγαν και κείνοι, κοντά-κοντά....
'' 'Ετσι φεύγουν όσοι αγαπιούνται αληθινά'', θα τού’λεγε η γιαγιά του η Διαμαντούλα, αν ήταν τώρα εκεί''.
Ν' αγαπάς πολύ
ΤΒΜ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑ