Μενού
Το μάτι του Θεού

"...Ήταν ένας παλιός μου μαθητής, γιος της καθαρίστριας του σχολείου, μιας ήμερης και καλής γυναικούλας. που ζούσε και δούλευε γι αυτό το παιδί. Θυμήθηκα επίσης μονομιάς, πως το παιδί τούτο το είχε διώξει ο Γυμνασιάρχης, γιατί είχε κλέψει ένα τούβλο από τα κεραμίδια του σχολείου, να ζεστάνει τα πόδια της μάνας του που ήταν άρρωστη. Από εκείνον τον καιρό δεν ήξερα πια τι γινόταν γιατί και μένα με είχανε πάψει από το σχολείο.  Ήταν ήσυχο και καλό παιδί και τον φώναζαν ''Δεσπότη''.  Ίσως γιατί ήθελε να γίνει δεσπότης άμα μεγαλώσει. [...] Περπατούσαμε μαζί την Αγίου Κωνσταντίνου και κοντεύαμε να φτάσουμε στον σταθμό Λαρίσης. Έτρεμε από το κρύο ο Δεσπότης. Ήταν ξυπόλητος και τα ρούχα του ήτανε καλοκαιρινά. Στάθηκα και του πήρα ένα παστέλι. Μα μου είπε: ''Δεν μπορώ να το φάω. Είναι πρησμένος ο λαιμός μου...Θά΄θελα ένα ζεστό. Μπήκαμε σε ένα μικρό καφενείο. Παράγγειλα ένα τσάι του βουνού. ΟΔεσπότης τό΄νε γουλιά-γουλιά. Σαν κάπως συνήλθε, μου έκανε με ένα ύφος σα νά άρχιζε παραμύθι. 

''Κυρία Νάκου, από καιρό ήθελα να σας ρωτήσω...''

Τον κοίταξα έκπληκτη. Τι νά΄τανε το ρώτημα του παιδιού; Τι το βασάνιζε τόσο καιρό; Ποιο πρόβλημα τυρρανούσε τη μικρή ψυχή του Δεσπότη;

-Κυρία Νάκου...ο Θεός πιστεύετε πως είναι ένα μεγάλο μάτι σαν αυτά που βάζουνε πάνω στις εκκλησιές μας, στο Ιερό; Η μάνα μου είχε πει κάποτες: Είναι το μάτι του Θεού και βλέπει τα πάντα.

-Ναι, ο Θεός μπορεί νάναι ένα και ένα μάτι, μπορεί νάναι και όλα, απάντησα εγώ.

Μα ο Δεσπότης απόμεινε πάλι σκεφτικός. Δεν ήτανε ευχαριστημένος, ως φαίνεται από την εξήγηση αυτή. Κάτι άλλο βασάνιζε την ψυχή του. 

-Ώστε έτσι, ε; Είναι ένα μάτι. Ένα μεγάλο μάτι είναι ο Θεός που μας κοιτά. Τότε έκανα καλά.

-Τι έκανες καλά; Δεν καταλαβαίνω...

-Ακούτε κυρία Νάκου. Καιρό τώρα βλέπω στον ύπνο μου ένα μάτι. Ένα μεγάλο μάτι. Πότε κοιτάζει εμένα και πότε τον κόσμον όλον...Και το μάτι αυτό θολώνει και κλαίει. Κάτι τόσα δάκρυα...Και μένα με πιάνει ένας πόνος στην ψυχή και λέω μέσα μου. 

''Κλαίει το μάτι του Θεού...Κάτι θα βλέπει και γι αυτό κλαίει...Μα να κάποτες ήθελα, να το έλεγα, να ξαλαφρώσω. Ναι, τώρα κατάλαβα...Λυπάται λέω το μάτι του Θεού για τους ανθρώπους του...Γι αυτό, κλαίει...Και γιάυτό κι εγώ ένα σούρουπο, σκαρφάλωσα ψηλά στην εκκλησιά και κόλλησα μπροστά στο μάτι του Θεού, ένα σκούρο χαρτί για να μη βλέπει. Δεν ξέρω αν έκαμα καλά...μα μια φορά έπαψα να το βλέπω στον ύπνο μου και ησύχασα. Μόνο, τώρα, λέω, πριν με πάρει ο ύπνος, σαν πλαγιάζω κει  πίσω από την αυλόπορτα, μέσα στις λάσπες:

-Μάτι του Θεού, λυπήσου μας! Λυπήσου όλον τον κόσμο. Και τότε κοιμάμαι ήσυχος...Μόνο που κρυώνω... 

                 ΑθήναΙανουάριος 1942

(Απόσπασμα από το κεφ. Το μάτι του Θεού, από το βιβλίο της Λιλίκας Νάκου: Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ)

....από την πρώτη σελίδα του βιβλίου

φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, από: kimintenia.wordpress.com