Μενού
'Αγιες μέρες...'Αγιες ευκαιρίες

...Κοίταξε στον καθρέφτη.
Το πρόσωπό του, το αυλακώναν οι ρυτίδες μιας ζωής που ποτέ δεν αγάπησε. Της δικής του ζωής. Αυτής που σπατάλησε άδικα, άσκοπα, ανώφελα. Νύχτα Χριστουγέννων κι εκείνος; Εκείνος, μόνος, με μια καρδιά παγωμένη.
'Επαιξε άσχημα με τη ζωή. 'Επαιξε άσχημα με τους ανθρώπους της.
-Τι νομίζεις ότι κάνεις Μάνο; Μόνος σου θα μείνεις στο τέλος και μόνος σου θα πεθάνεις!

'Ετσι του είχε φωνάξει η Σμαραγδή, εκείνη τη μέρα που μετά από τον τελευταίο τσακωμό τους, εκείνος είχε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού τους για να φύγει.

-Πού πας πατέρα; του φώναξε το παιδί του.

-Να πάρω αέρα! Εδώ μέσα πνίγομαι! του είπε και δεν γύρισε να του ρίξει έστω μια τελευταία ματιά. 'Ηθελε να κάνει τη ζωή του ο Μάνος. Τη δική του ζωή! Αυτήν που δεν θα μοιραζόταν με κανέναν. Ούτε γάμο ήθελε, ούτε οικογένεια, ούτε υποχρεώσεις. Κι όπως επιπόλαια έμπλεξε, το ίδιο επιπόλαια ξέμπλεξε μια και καλή από αυτά . Και το παιδί μια χαρά θα τα κατάφερνε και χωρίς αυτόν. Άλλωστε αγόρι ήταν κι όταν θα ερχόταν η ώρα θα τον καταλάβαινε. Έτσι τα σκέφτηκε κι έτσι τα έπραξε και πήρε τον δρόμο του. Να γλεντήσει τη ζωή του ήθελε. Και αυτό έκανε. Την γλέντησε και ζούσε την κάθε του μέρα σα νατ'αν η τελευταία.
Φίλοι, ταξίδια, επιτυχίες επαγγελματικές, διασκέδαση, γυναίκες και λάμψη . Λάμψη πολλή! Αυτή μάλιστα! Αυτή είναι ζωή !
Τη Σμαραγδή δεν την ξαναείδε από τότε. Και τα χρήματα που της έστελνε για το παιδί , τον πρώτο χρόνο, εκείνη κάθε φορά, του τα επέστρεφε πίσω. Μέχρι που σταμάτησε να της στέλνει.
Και το παιδί του; Ούτε και αυτό ήθελε να τον δει .
Κι εκείνος όμως καθόλου δεν το προσπάθησε. Πάντα είχε πολύ καλή σχέση με το υπερτιμημένο και καλοαναθρεμμένο από τον ίδιο, ''εγώ'' του.
Τα νέα του παιδιού,τα μάθαινε από τους κοινούς τους φίλους.
Ένας από αυτούς ήταν που του τηλεφώνησε για να του πει ...ότι το παιδί του σκοτώθηκε,εκείνο το παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη, με αυτή τη μηχανή ,
που δεν τον συμβούλεψε ποτέ να μην την πάρει, γιατί ποτέ δεν ήταν κοντά του, αληθινός πατέρας. Κι όταν έτρεξε στη Σμαραγδή, εκείνη, μάνα συντετριμμένη, βρήκε το κουράγιο να τον διώξει. Ούτε στην κηδεία δεν τον άφησε να πλησιάσει.
Κι εκείνος, ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει, να ματώνει , να γίνεται συντρίμμια. Είχε λοιπόν καρδιά; Είχε και ευχόταν γρήγορα να πάψει να χτυπά. Πέντε ολόκληρα χρόνια συμπληρώθηκαν από τον χαμό του γιου του κι όμως εκείνη επιμένει να χτυπά ακόμα, βασανιστικά, αδυσώπητα , ανελέητα και αλύπητα, πληρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα που ο ίδιος πλήρωσε κάποτε τους ανθρώπους του. Ένα αργό και βασανιστικό μαρτύριο.... Μέσα σε αυτά τα χρόνια πολλές φορές, αυτή η καρδιά αναζήτησε τη Σμαραγδή. Δεν θυμάται ποτέ στη ζωή του,να την ήθελε τόσο πολύ κοντά του, όσο μετά τον χαμό του παιδιού τους. Ευχόταν να ήταν εκεί στο πλάι του, να του κρατήσει το χέρι, να κλάψουν μαζί,να τον κοιτάξει με το ζεστό της βλέμμα και να του πει...
«Μαζί θα το περάσουμε, Μάνο μου», όπως του έλεγε σε κάθε δυσκολία που είχαν. Μα εκείνος ούτε που την άκουγε. τότε. Ούτε που της έδινε σημασία. Τώρα ευχόταν να ήταν εκεί η Σμαραγδή. Κι αυτός θα γονάτιζε και θα της ζητούσε συγχώρεση για την αναξιότητά του.
Είχε τολμήσει πριν δυο χρόνια να την πάρει στο τηλέφωνο και να της πει ποσο πολύ πονάει κι εκείνη του είπε:
« Αυτή είναι η τιμωρία σου, Μάνο! Πόνος και τύψεις! Αυτό σου αξίζει και σε αυτήν και στην άλλη ζωή»!
Δίκιο είχε ....
Ο πόνος τα ξύπνησε όλα!
Τα λάθη, τις ενοχές, αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν και που ποτέ δεν έγιναν.
Μόνος σε ένα μεγάλο, κρύο σπίτι, με την καρδιά παγωμένη και παραδομένη στον πόνο. Δεν περιμένει τίποτα, σε τίποτα δεν ελπίζει. Μένει εκεί, να πεθαίνει μέρα με τη μέρα, αργά και βασανιστικά.

'Οταν ήτανε παιδί, η γιαγιά του, του έλεγε πως ετούτη τη νύχτα, οι ουρανοί ανοίγουν και οι προσευχές των πονεμένων ανθρώπων, φτάνουν πολύ γρήγορα στον θρόνο του Θεού. Κι ο Θεός, αγκαλιάζει με στοργή τον πόνο τους, τον στεναγμό τους, την μετάνοιά τους, τον σπαραγμό τους και ανακουφίζει πατρικά, τη λύπη τους, την θλίψη τους και την οδύνη τους. Μα εκείνος; Τι είχε να ζητήσει από τον Θεό ; Να γυρίσει τον χρόνο πίσω; Και να ξεκινήσουν όλα από την αρχή και να είναι σύζυγος ερωτευμένος και πιστός στην υπέροχη τη Σμαραγδή του; Και να είναι καλός πατέρας και αγωνιστής και πρότυπο για το αγόρι του; Για τον Γιάννη του; Αυτό να του ζητήσει ; Και; Ας πούμε ότι το ζητούσε... Ο Θεός θα το έκανε; 'Οχι!  Ο Θεός, θα γελούσε μαζί του. Είναι πολύ αργά πια για διορθώσεις...Ο Γιάννης του δραπέτευσε από τον κόσμο και η Σμαραγδή του, ούτε που ήθελε να τον ακούσει . Κι εκείνος έμενε μόνος, χωρίς συγχώρεση, χωρίς εξιλέωση και λύτρωση. Ένα πικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του μα πριν προλάβει να σβήσει, οι καμπάνες της Παναγίας, χτυπούν δυνατά, χαρμόσυνα, μελωδικά, στη Γέννηση του θείου Βρέφους. Δάκρυα καφτά κυλούν στο γερασμένο του πρόσωπο. Πόσο πολύ θα 'θέλε να πήγαινε στην εκκλησιά απόψε ...... να γονατίσει στην φάτνη και να προσφέρει τα δάκρυα της συγνώμης του, στον μικρό Χριστό;
Δυο χτυπήματα στην πόρτα ακούγονται κι ύστερα άλλα δυο ...
Δεν περιμένει κανέναν. Δεν θέλει να δει κανέναν.Όμως τα χτυπήματα στην πόρτα επιμένουν κι εκείνος σέρνει τα βήματά του σε αυτήν και ανοίγει .
Μπροστά του στέκεται η Σμαραγδή του και τον κοιτά με την πιο ζεστή ματιά του κόσμου .
-Καλά Χριστούγεννα, Μάνο, του λέει κι η φωνή της είναι γλυκιά,τρυφερή, αγαπητική . Σαστίζει ο Μάνος. Πώς έγινε αυτό ; Λες νάναι όνειρο; Λέξη δεν μπορεί να πει . Μονάχα σκέφτεται τους ανοιχτούς ουρανούς ετούτης της νύχτας και της καρδιάς του, τους στεναγμούς και η λύπη του μπερδεύεται με τη χαρά του.
-Ήρθες, Σμαραγδή μου; καταφέρνει να ψελλίσει με φωνή που τρέμει .
............................................................................................................
'Ετσι ήρθε η Σμαραγδή, εκείνο το ξημέρωμα των Χριστουγέννων κι έτσι έμεινε για πάντα δίπλα στον Μάνο, γιατί ποτέ δεν είχε πάψει να τον αγαπά με την ακένωτη, τη συγχωρητική αγάπη.