Τελευταίο βράδυ του Ιουλίου.
Φύλλο δεν κουνιέται. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Από τη μια η άπνοια, από την άλλη η ζέστη μα και η αγωνία να έρθει το ξημέρωμα. Βγαίνουν στις αυλές, στα μπαλκόνια και στις βεράντες μήπως και δροσιστούν λιγάκι και πιάνουν ψιλή κουβέντα.
Ο Ιούλιος που την ώρα εκείνη πιάνει να σκάψει με το κουτάλι του, ένα ζουμερό και δροσερό καρπούζι, στήνει αυτί.
«’Αντε να ξημερώσει, να φύγουμε γειτόνισσα», ακούει τον κυρ Αλέκο, που είναι ακουμπισμένος στα κάγκελα της βεράντας του.
«Και για πού με το καλό κυρ Αλέκο μου», τον ρωτά η κυρα Μαρία που εκείνη την ώρα του βραδιού, δροσίζει τα λουλουδικά της με το λάστιχο.
«Μα για το νησί, φυσικά! Αιγαίον Πέλαγος, κυρα Μαρία μου! Θάλασσα κι αρμυρό νερό, να σε ξεχάσω δεν μπορώ», απαντά ο κυρ Αλέκος, που έχει ήδη αρχίσει να δροσίζεται, μόνο και μόνο με την σκέψη της θάλασσας.
«’Ωρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας! Με το καλό! Με το καλό!» εύχεται η κυρα Μαρία.
«Κι εγώ κυρ Αλέκο μου», λέει, «νομίζω πως δεν θα κοιμηθώ μέχρι να βγει ο ήλιος. Αύριο πρωί πρωί, φεύγω με παιδιά κι εγγόνια για το μικρό μου χωριουδάκι που είναι σκαρφαλωμένο σε ψηλό βουνό μέσα στα έλατα, στα πλατάνια και στις καρυδιές».
‘Ένα απαλό αεράκι φυσά και φέρνει μαζί του δροσερό το άρωμα του γιασεμιού, σα να θέλει τούτο το λουλουδικό, έτσι να ευχαριστήσει την κυρα Μαρία για το νεράκι που του πρόσφερε. Οι γείτονες ανασαίνουν με ανακούφιση και καληνυχτίζονται. Ο Ιούλιος με τούτα και με τ’ άλλα, έσκαψε κι έφαγε όλο το καρπούζι κι ούτε που το κατάλαβε. Τώρα πιάνει και του ανοίγει δυο τρύπες για μάτια κι άλλη μία για στόμα κι ύστερα μπήγει κι ένα κερί αναμμένο στη μέση κι έτοιμο το φαναράκι.
«Τι κάνεις εκεί Ιούλιε;» ρωτά ο Γρύλος που κόβει το τραγούδι του γιατί τον τρώει η περιέργεια.
«Είπα, να φωτίσω τον δρόμο. Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Εγώ φεύγω κι ο Αύγουστος έρχεται.
«’Οπως νομίζεις», λέει ο γρύλος και συνεχίζει το τραγούδι του ενώ οι Πυγολαμπίδες βάζουν τα δυνατά τους να δώσουν το πιο γλυκό τους φως για να αποχαιρετήσουν τον Ιούλιο και να καλωσορίσουν τον Αύγουστο.
Ο Ιούλιος πήρε το ημερολόγιό του, χαιρέτησε τον γρύλο, ευχαρίστησε τις πυγολαμπίδες, ευχήθηκε μυστικά στους ανθρώπους και άρχισε να βαδίζει τον δρόμο της επιστροφής.’Όχι πολύ μακριά, φάνηκε ο Αύγουστος που ερχόταν με μια παρέα από μελτέμια. Ο Ιούλιος ανοίγει τα χέρια του:
«Καλωσόρισες, Αύγουστέ μου και μήνα μου καλέ!»
«Καλό δρόμο να’χεις αδερφέ μου, Ιούλιέ μου!»
ΤΒΜ
φωτ. ΤΒΜ