Μενού
Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο

 

 Σαν σήμερα, 11 Νοεμβρίου του 1990, ο Γιάννης Ρίτσος ταξίδεψε στην αιωνιότητα, αφήνοντας πίσω σε μας, τους μικρούς και ταπεινούς εργάτες των γραμμάτων τη βαριά κληρονομιά των λόγων και του πνεύματός του. 

Διαλέγουμε ως αφιέρωμα στην μνήμη του μεγάλου μας ποιητή, το ''Καπνισμένο τσουκάλι'', που γράφεται από εκείνον ενώ είναι  στο Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου εξορίστηκε το 1948.

Γράφει ο ποιητής:

«Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες για τους εργάτες και τις πικρές μανάδες τους για τον πεινασμένον ήλιο, για τον κόσμο- ναι, για όλο τον κόσμο -ένα φτωχό, καπνισμένο, μαυρισμένο τσουκάλι που κάνει καλά τη δουλειά του που βράζει άγρια ραδίκια του βουνού κι αριά και που κάνα κοψίδι κρέας κι από κάτου συδαυλίζουν τη φωτιά τα πεινασμένα αδέλφια μου – καθένας βάζει και το ξύλο του καθένας καρτεράει το μερτικό του».

Η ποίησή του, λιτή ανθρώπινη που συναισθάνεται τον κόσμο και τους ανθρώπους και γίνεται μια αγκαλιά γι αυτούς. Ο κόσμος μέσα κι έξω από το στρατόπεδο, είναι ο αδελφός του και σιγιβράζει γι αυτόν, μέσα στο καπνισμένο τσουκάλι, την ελπίδα και το φως του μέλλοντος που είναι το δόσιμο της εαυτής ψυχής, η συντροφικότητα και όλα εκείνα τα όμορφα που προϋποθέτουν την ανθρώπινη επιβίωση και διαβίωση:

"Χαμογελάμε κατά μέσα.
Αυτό το χαμόγελο, το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο, όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος,
παράνομη και η αλήθεια.
Κρύβουμε το χαμόγελο,
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας,
τη φωτογραφία της αγαπημένης μας,
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς,
ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.

............................................................................................

Τώρα το δέντρο σε κοιτάει κατάματα μέσα απ’ τα φύλλα του,
η ρίζα σου δείχνει όλο το δρόμο της,
εσύ κοιτάς κατάματα τον κόσμο δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.
Τα χέρια σου είναι καθαρά, πλυμένα με το χοντρό σαπούνι του ήλιου,
τα χέρια σου τ’ αφήνεις στο συντροφικό τραπέζι ξέσκεπα,
τα εμπιστεύεσαι στα χέρια των συντρόφων σου.
Η κίνησή τους είναι απλή, γεμάτη ακρίβεια.
Κι όταν ακόμη βγάζεις μια τρίχα απ’ το σακάκι του φίλου σου,
είναι σαν να βγάζεις ένα φύλλο απ’ το ημερολόγιο
επιταχύνοντας το ρυθμό του κόσμου.


Μ’ όλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.

...............................................................................................

 

Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:


"Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα".
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.


Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.

............................................................

Προλογίζει ο ποιητής:

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων,
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία.
Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν, να πουν:
" Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο". Εμείς το δίκιο το `χουμε μαζί μας και το ξέρουμε.
Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια,
στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής.
Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ’ το φόβο και πάνω απ’ τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας, στις
διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος.
Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα,
γραμμένα στο κουτί των τσιγάρων ή σ’ ένα τόσο δα χαρτί
κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα του σακακιού μας.
Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ’ το θάνατο.
Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα.


Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα τα απλά λόγια,
από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια
μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε..
.


Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα
στον ίδιο τοίχο π’ ακουμπήσατε.

Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που φόρεσα τις ίδιες
χειροπέδες που φορέσατε.

Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πόνεσα μαζί σας
κι ονειρεύτηκα μαζί σας.


Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες
και με βρήκες σύντροφε.

..................................................................

Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι
τώρα να βρω μια λέξη να ταιριάζει
στο μπόι της λευτεριάς.

Μήτε πιο ψηλή μήτε πιο κοντή. 
Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι
τώρα να βρω μια λέξη να ταιριάζει
στο μπόι της λευτεριάς.

Το περίσσιο είναι ψεύτικο,
το λιγοστό είναι ντροπαλό
κι εγώ δεν το ‘χω σκοπό να καμαρώσω
για τίποτα πιότερο, για τίποτα λιγότερο
από άνθρωπος.

....................................................................

Ξέρουμε πως ο ίσκιος θα μείνει πάνω στα κοράφια
Πάνω στην πλίνθινη μάντρα του φτωχόσπιτου
Πάνω στους τείχους των μεγάλων σπιτιών που θα κτίζονται
Πάνω στην ποδιά της μητήρας που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
Στη δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.

Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας.
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

 

 

Πορτρέτο Γιάννη Ρίτσου: Φαέθων Γρυπάρης