Μενού
Χιονισμένες ιστορίες

 Είναι κάτι ιστορίες που λαχταρώ να τις μοιράζομαι μαζί σας γιατί μου φαίνεται πως είναι γεμάτες από όμορφα και κρυφά μηνύματα. Όσες προλαβαίνω τις σημειώνω και τις υπόλοιπες τις κρατώ στο νου.

Σήμερα ήδη έχω δημοσιεύσει μία αλλά είναι και άλλη μία που μου ήρθε  χθες το πρωί με τον συνειρμό τον χιονιά και της πόλης που ερήμωσε με τον ερχομό του και θέλω πολύ να τη γράψω:

 Ξέρω έναν γέροντα, ιερομόναχο, που από μικρό παιδί, αφιερώθηκε στον Θεό.

Πολλά πολλά χρόνια τώρα, ζει σε ένα μοναστηράκι, το οποίο στην κυριολεξία κρέμεται από απόκρημνα βράχια και είναι και εκείνο ένα περιβόλι της Παναγιάς μας, όπου πνέει σε αυτό με τη χάρη της, άνεμος υγείας και πνευματικής λεβεντιάς.

 Πριν κάμποσα χρόνια, μια χειμωνιάτικη Κυριακή, ξεκίνησε ο γέροντάς μας, να λειτουργήσει στο διπλανό χωριό. Νύχτα ακόμα ήταν που άνοιξε την πύλη της Μονής και τι να δει; Το χιόνι ήταν πάνω από μισό μέτρο.

Τώρα;  Αυτοκίνητο δεν πήγαινε και τρόπος να ειδοποιήσει το χωριό δεν υπήρχε.

Πιάνει καλά το μπαστούνι του, κουκουλώνεται ακόμα πιο καλά και ξεκινά περπατώντας και με την ευχή του Χριστού. Με το όνομά Του στα χείλη και με τα πόδια να βυθίζονται στα χιόνια, περνά μέσα από μια σκοτεινή και παγωμένη ερημιά και μετά από τέσσερα χιλιόμετρα δρόμο, καταφέρνει και φτάνει στην εκκλησιά. Σταυροκοπιέται με ευβλάβεια κι εκεί που κάνει να μπει στον ναό, ακούει μια φωνή να τον φωνάζει:

«Πάτερ!»

Γυρνά και τι να δει; Κάποιος που κρατά μια φωτογραφική μηχανή, τον τραβά μια φωτογραφία. Και ο γέροντας που δεν τα έχει καλά με αυτές…όπου φύγει -φύγει.

 Μετά από καιρό, κυκλοφορεί ένα τοπικό περιοδικό με εξώφυλλο τη φωτογραφία του γέροντα στα χιόνια και με αφιέρωμα σε εκείνον που αψήφησε τα χιόνια κι έφτασε στην εκκλησιά να λειτουργήσει. Οι αδελφοί της μονής, του το φέρνουν και του το δείχνουν χαρούμενοι, μα εκείνος έχει πολύ στενοχωρηθεί για τη φωτογραφία και για το αφιέρωμα, γιατί όπως ο ίδιος έλεγε:

«Τι πράματα είναι αυτά; Εγώ τίποτα δεν έκανα για να με φωτογραφίζουν…»

Τις επόμενες ημέρες, έμαθε ποια είναι τα σημεία πώλησης του περιοδικού και έστειλε να του αγοράσουν όσα τεύχη θα έβρισκαν.

Κι όταν του τα έφεραν στο μοναστήρι τα πήρε και τα πέταξε στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι.

«Μα γέροντα…κρατήστε έστω ένα να το έχουμε εδώ στη μονή», τον παρακάλεσαν οι υποτακτικοί του κι εκείνος απάντησε με απλότητα και γαλήνη:

«Δεν έκανα κάτι το σπουδαίο. Αυτά είναι υπερήφανα πράματα και ματαιόδοξα».

Αυτή η ιστορία μου ήρθε χθες το πρωί με τον συνειρμό του χιονιού.

Γιατί ετσι να…με παράπονο το σκέφτηκα και συνεχίζω να σκέφτομαι πως…Το χιόνι ήταν πάντα χαρά και ευλογία για τη φύση και για τους ανθρώπους και ποτέ δεν ερήμωνε η πόλη και οι δρόμοι της με τον ερχομό του. Η ζωή κυλούσε κανονικά.

Δεν ξεχνώ πως όταν ήμουν πιο μικρή και ως μαθήτρια  αλλά και ως δασκάλα έζησα μέρες πολύ περισσότερο χιονισμένες και χαιρόμουν τόσο πολύ και καθόλου δεν με ένοιαζε που βρεχόντουσαν τα πόδια μου και κοκάλιαζαν ή που στην τάξη δεν υπήρχε καθόλου θέρμανση. Η ανδρεναλίνη ανέβαινε στα ύψη και το παιχνίδι δεν το χορταίναμε. Κι ακόμα έχω να θυμάμαι και τη μαμά μου που έλεγε:

«Δόξα τω Θεώ, θα γεμίσουν οι πηγές νερό».Και η γιαγιά συμπλήρωνε:

«Μα παιδάκι μου έπρεπε. Πώς αλλιώς θα βγούνε τα βλαστάρια;»

Ενώ στο σχολείο, διαβάζαμε το ποίημα του ΤέλουΆγρα και μπαίναμε βαθιά σε κάθε του νόημα και λέξη:

Σκέψου τι πράγματα γλυκά

 κοιμούνται κάτω από το χιόνι.

Κοιμάται ο σπόρος μυστικά,

καθώς το φύτρο του φυτρώνει.

Κοιμούνται αμέτρητα σπαρτά

και ονειρεύονται τα στάχυα

τα άγρια μπουμπούκια σφαλιστά

ύπνος τα παίρνει μες στα βράχια

Έχει όλη η Πλάση, κοιμηθεί

κάτω απ’ το κάτασπρο Σεντόνι.

 ωσότου να της πει στ’αυτί

μια συλλαβή το χελιδόνι

 Και τότες ρόδα γιασεμιά,

γλυκά κεράσια,χρυσά στάχια

και η αγαπημένη κυκλαμιά

 «ευχαριστώ» θα πει στα βράχια.

Κι άμα ρωτούσε η δασκάλα στο τέλος, γιατί η κυκλαμιά θα πει «ευχαριστώ» στα βράχια;

«Γιατί την προστάτεψαν από την παγωνιά του χιονιού», θα απαντούσαμε όλοι οι μαθητές με μια φωνή.

 

Αυτούς τους συνειρμούς έκαμα χθες το πρωί που βγήκα στους έρημους, παγωμένους και ολοκάθαρους από το χιόνι δρόμους της πόλης μας.