Μενού
''Σταυριανή. Μια καρδιά υφαντή, από κόκκινο βαθύ''

Το πρώτο από τα δέκα παιδιά των γονιών της, ήτανε η Σταυριανή. Ο πατέρας της, τη σταμάτησε από το σχολειό, όταν τέλειωσε και την τρίτη δημοτικού.

-Θέλουμε χέρια στο σπίτι, της είπε. Η μάνα σου δεν μπορεί να τα βγάλει μόνη της.

Και το σταμάτησε το σχολειό η Σταυριανή, μα δεν σταμάτησε να προκόβει. Τη ζωή από τα μαλλιά την έπιανε. Χωρίς γκρίνιες και μιζέριες. Βοηθούσε τη μάνα της και έμαθε κιόλας να υφαίνει. Τα τέσσερα από τα αδέλφια της εκείνη τα μεγάλωσε. Κι όταν η Φωτεινούλα η μικρότερη, αρρώστησε μια φορά μέσα στο καταχείμωνο, στους ώμους την πήρε η Σταυριανή και την πήγε στο διπλανό χωριό, μια ώρα δρόμο, να τη δει ο γιατρός.

-Λίγο ακόμα να αργούσατε, η αδερφή σου θα έμενε παράλυτη, είχε πει ο ντοτόρος, που είχε έρθει στα μέρη τους από την Ιταλία απέναντι, όταν διέγνωσε αμέσως την ασθένεια κι έδωσε το σωστό φάρμακο. Γι αυτό κι όταν χρόνια πολλά αργότερα, που η Φωτεινούλα είχε παντρευτεί, η Σταυριανή κατάλαβε πως ο γαμπρός της δεν της φερότανε καλά, βούτηξε την καραμπίνα του άντρα της και μια και δυο πήγε και τον βρήκε. Χωρίς περιστροφές και μισόλογα του είπε, σημαδεύοντας τον:

-'Ακου εδώ γαμπρέ μου! Η Φωτεινή ούτε μόνη είναι, ούτε έρμη! Τιμή σου κάναμε που σου τη δώσαμε. Πρόσεξε καλά κακομοίρη μου, μην ξανασηκώσεις χέρι επάνω της γιατί θα στην ανάψω! Τ’ακούς ρεμάλι; Δεν τη γλίτωσα εγώ από του χάρου τα δόντια για να σηκώνεις εσύ πάνω της το βρωμόχερό σου! Κυρά κι αρχόντισσα, θα την έχεις. Τ’ακούς; Κυρά κι αρχόντισσα!

Λούμωξε ο γαμπρός που άμα τον έκοβες, στάλα αίμα δε θα’βγαζε.Τύπος και υπογραμμός από κείνη τη μέρα αφού ήταν και θρασύδειλος, τρομάρα του.

Κάποτε κάποτε έλεγε για την κουνιάδα του.

-Καλή, καλή είναι  η Σταυριανή, αλλά άμα της την σφυρίξει, ο Θεός να μας φυλάει!

Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα του την άναβε η Σταυριανή αφού την καραμπίνα την είχε αδειάσει. Αλλά έπαιξε το χαρτί της και κέρδισε.

'Ολα τα κουμαντάριζε και τα υπερασπιζόταν κι έφερνε τα πάνω κάτω για το δίκιο και την προκοπή. 'Εναν καημό είχε η Σταυριανή, μα και αυτόν κανόνισε και τον κουμαντάρισε, όταν η νύφη της η γυναίκα του αδελφού της, έμεινε έγκυος στο πέμπτο παιδί κι ήθελε να το ρίξει.

-Μην το χαλάσεις το παιδί, Βαγγελίτσα μου, της λέει. Κοίτα εμένα που δεν έχω και μου καίει την καρδιά, ετούτος ο καημός. Γέννησέ το και δώσ’το μου, σε ικετεύω! Έπεσε στα πόδια της νύφης της, η Σταυριανή. Κι είπε κι άλλα πολλά και έτσι την κατάφερε και τη νύφη και τον αδελφό της. Κι όταν ήρθε το μωρό στον κόσμο, κοριτσάκι ήταν,  αμέσως το πήρε σπίτι η Σταυριανή ούτε να το δει η μάνα του, ούτε εκείνο να τη μυρίσει, πιο πολύ για να μην υποφέρει.

Σαν πριγκίπισσα το μεγάλωνε η Σταυριανή, με τον άντρα της, ετούτο το κοριτσάκι. Ζωίτσα το είπανε, αφού γεννήθηκε ανήμερα της Ζωοδόχου πηγής και η Σταυριανή το θεώρησε σημάδι από το Θεό που θα’δινε ζωή στο σπιτικό τους. Και μεγάλωνε η Ζωίτσα και χαιρότανε την αγάπη των γονιών της και τους άλλους της γονείς του αληθινούς, θείους τους φώναζε. Όταν έφτασε δώδεκα χρονών, η Σταυριανή την έπιασε και της μίλησε:

-Ζωίτσα μου, της είπε, είσαι η ζωή μας! Για σένα ζούμε και αναπνέουμε κι ό.τι έχουμε και δεν έχουμε είναι δικά σου. 'Ομως….

Και λίγο λίγο και γλυκά γλυκά, όλη την αλήθεια την είπε η Σταυριανή στη Ζωίτσα, έτοιμη να αντιμετωπίσει με θάρρος και τη συνέχεια της ιστορίας, όποια κι αν ήταν αυτή.

Κι η Ζωίτσα άκουγε και πού και πού, σκούπιζε και τα ματάκια της.

Κι όταν σταμάτησε να μιλά η Σταυριανή, η Ζωίτσα είπε:

-Μανούλα μου, εσύ η Σταυριανή, θα είσαι. Για πάντα!

Και το πίστευε αυτό που είπε η Ζωίτσα γιατί αυτό ένιωθε. Και μέχρι σήμερα που είναι εξήντα χρόνων αυτό νιώθει. Ποτέ δεν θέλησε να μιλήσει με τους θείους, τους αληθινούς γονείς. Ποτέ δεν είπε τα ξαδέλφια της, αδέλφια της. 'Οπως πραγματικά ήταν. Ποτέ! Για εκείνη μάνα ήταν η Σταυριανή. Αυτή την έφερε στον κόσμο. Χωρίς αυτήν, τώρα δεν θα υπήρχε.

Τον άντρα της τον έχασε νωρίς η Σταυριανή. Θα'ταν δε θά'ταν δεκαπέντε χρόνων η Ζωίτσα. Τον έκλαψε πολύ αλλά δεν λύγισε. Συνέχισε γενναία, κρατώντας τη Ζωίτσα σφιχτά από το χέρι. Και επειδή ήτανε η πρώτη υφάντρα και ύφαινε κουβέρτες από γνήσιο μαλλί και σε κόκκινο βαθύ, όπως και το χρώμα της καρδιάς, όταν πάντρεψε τη Ζωίτσα την προίκισε πλούσια πλούσια.

-Δεν θέλω τίποτε άλλο γαμπρέ μου. Να μου την προσέχεις σαν τα μάτια σου. Έτσι είπε στον άντρα της Ζωίτσας, τη μέρα που την πάντρευε.

'Εζησε μέχρι τα βαθειά της γεράματα η Σταυριανή η υφάντρα, που ύφαινε πάντα με κόκκινο βαθύ. Κι όταν έφυγε, κλάψανε κι οι πέτρες στη γειτονιά γιατί όποια και να σήκωνες από κάτω θα την έβρισκες όλον και κάποιον κρυφά να βοηθάει.

Οι γυναίκες, ανάμεσά τους και η Σταυριανή, πάντα θα έχουν ιδιαίτερη θέση στη λογοτεχνία και πάντα θα εμπνέουν με την καρδιά τους και τη μορφή τους. Μια καρδιά  υφαντή από κόκκινο βαθύ και μια μορφή  που συμπυκνώνει όλο το τετραθέμελο του κόσμου…φωτιά, ψωμί, κρασί, γυναίκα… που λέει και Καζαντζάκης.

                                                                                                                                                                         ΤΒΜ


 

-   

 

 

 

-