Θέλω να γράψω
ένα μεγάλο βιβλίο
για εσένα μαμά μου.
Μα δεν ξέρω πώς να αρχίσω γιατί είναι τόσα πολλά
αυτά που θέλω να σου πω
και τόσα πολλά αυτά που θέλω να ακούσεις και να μάθεις.
-Τι να μάθω παιδί μου… με ρωτάς και χαμογελάς.
-Να μάθεις πως Άγγελος είσαι μαμά μου.
Μόνο 22 χρόνων ήσουν κι έγινες μανούλα
κι έκλαιγες που δεν έτρωγα
και φώναζες τα περιστέρια μαζί να φάμε.
Και από τότε
ένα δέντρο αγάπης
για ετούτα τα θεόπουλα
φύτρωσε στην καρδιά μου
και στα κλαριά του
πέταγαν και κάθονταν
εκείνα
τα μικρά, τα φτερωτά,
τα αγνά, τα αθώα,
κάθε φορά
στα δύσκολα
να με παρηγορήσουν.
«Για ιδές», έλεγες τότε.
«Σαν τα πουλιά
πετούνε κι οι Αγγέλοι
κι ας μην τους θωρεί
η ματιά σου.
Κι έρχονται
και στο πλευρό σου κάθονται και τη ζωή σκεπάζουν».
Κι όλο εσύ έλεγες, μαμά μου
κι όλο εγώ μάθαινα
μέχρι που μια μέρα ξαφνικά
και δίχως να το καταλάβω
από το χέρι μ’επιασες
και στο κατώφλι μ’ έβγαλες.
«Εδώ είναι η ζωή
εδώ και η μάχη
μου είπες
κι εσύ μαχήτρια θα είσαι.
Γρήγορα το λάθος σου
θα βλέπεις.
Πρώτη συγνώμη θα ζητάς
θα συγχωράς
θα αγαπάς
θα συνεχίζεις
δε θα σταματάς».
Κι έτσι μεγάλωνα, μαμά μου
κι εγώ μαζί με σένα
κι άλλοτε ήμουνα παιδί σου
κι άλλοτε φίλη σου γινόμουν
και άλλοτε αδελφή σου.
Κι άλλοτε με μάλωνες
κι ύστερα κρυφά ερχόσουν
και με χάϊδευες.
Κι αν κάποτε
πολύ πονούσα
έλεγες…
«Τίποτα δεν είναι.
Σφίξε τα δόντια
και το χέρι άπλωσε
της Παναγιάς το άγιο χέρι
να κρατήσεις.
Να! Για ιδές εμένα!»
Έτσι μου έλεγες
κι έτσι μου έδειχνες…
«Και το κεφαλάκι σου
εκεί θα το ακουμπάς
όταν πονά
στη δική της μορφή
στη δική της εικόνα.
Αυτή θα είναι η μάνα
η φίλη, η αδερφή
στου κόσμου τον χειμώνα».
Έτσι μού έλεγες
κι έτσι μού έδειχνες.
Κι όταν μελίσσι γίναν
τα πολλά παιδιά σου
και γύρω απ’ της καρδιάς σου
την κυψέλη
άρχισαν να τριγυρίζουν…
Κι όταν το βουητό τους
γέμισε την αγκαλιά σου
και δυνατό εγίνηκε κι αυτό
μαζί με τα γέλια τους
και τα χαμόγελά τους…
Κι όταν οι σκοτούρες
και τα βάσανα
κι οι λύπες κι οι χαρές τους
κι αυτές πολλές
και δυνατές γινήκαν…
"Έλα, μου έλεγες,
έλα κάτι κι εσύ να σηκώσεις.
Τρέξε κι εκείνο το μικρό
που κλαίει αγκάλιασε
γιατί εγώ τ´ άλλο κρατώ
που είναι ακόμα πολύ μωρό".
Κι εγώ, μαμά μου,
την κάθε σου ματιά ρουφούσα
την κάθε σου λέξη
τον αέρα που ανέπνεες
το χώμα που πατούσες
κι όμοια με σένα ήθελα
όλα να τα κάνω
κι όμοια με σένα
να αγωνίζομαι
κι όμοια με σένα να θυσιάζομαι
να υποχωρώ
αθόρυβα να αποχωρώ
ήσυχα να υπομένω.
Πόσα πολλά μας έμαθε
η αυστηρή ματιά σου
πόσα πολλά μας είπαν
τα φρόνιμα τα χείλη σου
πόσα και πόσα μας ψιθύρισε
με χτύπους γλυκούς και σιγανούς
η μεγάλη σου
η ταπεινή καρδιά σου,
μαμά μου,
που πάντα από την αγάπη του Θεού φλεγόταν.
«Αλήθεια θα μιλάτε! Τ´ακούτε;
Εχθρούς και φίλους θα αγαπάτε! Τ’ακούτε;»
Έτσι μας ορμήνευες μάνα μου.
Με αυτήν
την αλήθειά Του
που πάντα κυνηγούσες
και το Φως Του το Άγιο
το απρόσιτο
που πάντα αυτό ποθούσες.
Η δύναμή σου η προσευχή σου
ο λόγος Του η ελπίδα σου
το Πάθος Του η παρηγοριά σου.
«Άμα τον σήκωσε Εκείνος τον Σταυρό κι εγώ μπορώ», έλεγες.
"Κι άμα Εκείνος σταυρώθηκε και πόνεσε
που ήτανε τόσο αθώος
κι εγώ μπορώ
η αμαρτωλή"
ξανάλεγες.
Και τότε γύρναγες, μαμά μου,
και στα μάτια μας κοιτούσες.
«Κι εσείς μπορείτε»
μας έλεγες
και στοργικά μας νουθετούσες.
Και τώρα πια
όλα εμείς τα παιδιά σου
μαμά μου
που μεγαλώσαμε
και ακόμη μεγαλώνουμε
μαζί σου
στα βήματά σου πατάμε
τους δρόμους τους καθαρούς που εσύ μας άνοιξες ακολουθάμε…
Μαμά μου
Μητέρα μου
Μάνα μου μυροφόρα προσευχομένη
και απαύστως δεομένη.
μη μας ξεχνάς
στις προσευχές σου
σου ζητάμε
μην σταματάς να εύχεσαι
παρακαλάμε.
Γιατί έτσι μόνο
στα όρη της ζωής
και στα βουνά
θα περπατάμε.
Πάμε μαμά μου, πάμε...
στον χρόνο τον απατηλό
στου κόσμου τον χειμώνα. Πάμε...μαζί σου...
με τη γλυκειά σου όψη, τη μορφή σου, τη φωνή σου.
Πάμε μαμά μου! Πάμε χαρά μου!
ΤΒΜ