Δεν είχε φέξει ακόμα κι η Ζαχαρή είχε σηκωθεί, είχε νιφτεί, είχε κάνει εξάψαλμο κάτω από το εικόνισμα και τώρα είχε πιάσει να λιβανίσει. 'Ολα τα δωμάτια τα λιβάνιζε η Ζαχαρή. 'Εβγαινε στο χαγιάτι και λιβάνιζε πρώτα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, υπέρ του κόσμου όλου κι ύστερα έπιανε να λιβανίζει τον Ζάχο, το τσοπανόσκυλό τους, τη Ρούσσα με τα γατάκια της και καθώς κρατούσε το λιβανιστήρι κατέβαινε και μέχρι το κοτέτσι κι έκαμε ένα σταύρωμα και στις κότες.
-Τα ζωντανά πρέπει να τα φυλάμε από τον πονηρό, συμβούλευε τις γειτόνισσες, που τη ρωτούσαν και τους θύμιζε από το ευαγγέλιο, τα δαιμόνια πήγανε και πέσαν στων χοίρων το κοπάδι. Ανέβαινε ξανά επάνω, έστηνε προσεχτικά στα κεραμίδια το πήλινο λιβανιστήρι που της είχε φέρει από τη Σίφνο ο Νικόλης για να ξεκαπνίσει κι έμπαινε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφεδάκι. Πάει καιρός που το πίνει μόνη της, το καφεδάκι της. Κάπου δέκα χρόνια τώρα. Τόσο είναι που'φυγε ο Νικόλης και την άφησε να σηκώσει μόνη της το βάρος της υπόλοιπης ζωής. Μα η Ζαχαρή ούτε μια στιγμή δεν θέλησε να του ανταποδώσει με πίκρα τούτο το φευγιό. Ούτε μια στιγμή δεν θέλησε να φύγει από την μνήμη της η εικόνα του. Ίσα ίσα που έκανε τα πάντα για να τον έχει ευχαριστημένο εκεί που είναι. Αν ήταν άλλη στη θέση της...Ποιος το ξεύρει πώς θα φερνόταν;
-Σάμπως και να το΄θελε; 'Ελεγε. Θέλημα του Θεού ήταν. Ποιος το ξέρει τι είδε ο Μεγαλοδύναμος κι είπε να τον προλάβει και τον πήρε. Κι έτσι όπως τον πήρε; Πάλι ποιος το ξέρει τι θα'θελε να του σβήσει.
Σαν άνθρωπος είχε αδυναμίες ο Νικόλης. Κακός δεν ήταν, μήτε και έκαμε κακό σε κανέναν, ίσα ίσα που βοηθούσε κι έκαμε και ελεημοσύνες. Μα να…είχε και μιαν αδυναμία που ακόμα κι άμα πάτησε τα εξήντα, δεν έλεγε να την κόψει. Η γυναίκα ήταν η αδυναμία του. Κι όχι η δική του. Γιατί άμα ήτανε η δική του, γιατί να γινότανε και λόγος; Τη δική του... έλεγε πως την είχε κυρά κι αρχόντισσα. 'Ετσι το καμάρωνε κι έτσι ήθελε να πιστεύει.
-'Ο,τι πει η Ζαχαρή μου, έλεγε ο Νικόλης ο καημένος, που ποτέ του ο έρμος δεν μπόρεσε να της είναι της Ζαχαρής, ούτε πιστός, ούτε αφοσιωμένος. 'Ο,τι θηλυκό βρισκότανε στον δρόμο του, τον παράσερνε στο πάθος της απιστίας. Και το ξημέρωμα που σηκωνόταν να φύγει από την ξένη κάμαρη και να γυρίσει στη Ζαχαρή του, γονάτιζε στο πάτωμα, εξαθλιωμένος από την αμαρτία και την ενοχή κι έκλαιγε σαν το μωρό.
Είχε πια πατήσει τα εξήντα κι ένα τέτοιο ξημέρωμα ήταν που βγήκε από το ξένο σπίτι, καβάλησε το άλογό του κι άρχισε να καλπάζει μέσα στην καταιγίδα για το χωριό του με τη λαχτάρα να σφίξει στην αγκαλιά του τη Ζαχαρή. Να της τα πει όλα, να κλάψει μπροστά της και να την παρακαλέσει να τον συγχωρέσει.
Βρεχόταν ως το κόκκαλο και το’ξερε πως δεν τού΄καμε καλό αυτό. Εκινδύνευε να του ξυπνήσει την παλιά του πνευμονία. Μήτε που τον ένοιαζε όμως. Τού έφτανε που ένιωθε να του ξεπλένει το σώμα του η βροχή και την ψυχή του τα δάκρυα και οι λυγμοί. Θα το΄κοβε το πάθος του μαχαίρι! Το είχε πάρει απόφαση. Δεν πήγαινε άλλο. Το είχε μαγαρίσει το κορμί του, το μυαλό και την ψυχή του και τώρα πια... το'νιωθε στα τρίσβαθά του, πως μαγάριζε ό,τι έπιανε κι ό,τι ακουμπούσε. Το σπίτι του, την κλίνη του, τη Ζαχαρή του, τα παιδιά του, τα εγγονάκια του. Σε όλο τον δρόμο έτσι τα σκεφτόταν ο Νικόλης κι όταν είδε να προβάλλει μπροστά το ξωκλήσι του Αϊ-Δημήτρη, τράβηξε τα γκέμια του αλόγου, κατέβηκε από αυτό και μπήκε στο σπίτι του αγίου. Εκεί μεγάλωσε, εκεί ήτανε παπαδοπαίδι από τότε που περπάτησε, εκεί χτύπαγε κάθε απόγεμα τους εσπερινούς, εκεί κοινωνούσε κάθε Κυριακή. Μέχρι που ήρθε και τον εβρήκε το πάθος του και σταμάτησε να μπαίνει στον Αϊ-Δημήτρη γιατί δεν μπορούσε να τον αντικρίσει. Τι τον παρακάλαγε η Ζαχαρή εκεί να βαφτίσουν τα παιδιά τους… αυτός κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει, εκεί να λειτουργηθούν τις Κυριακές και τις μεγαλογιορτές...Αυτός κουβέντα δεν ήθελε νάκούσει. Λες και φοβόταν μην μολύνει τον παλιό, αγνό, αμόλυντο εαυτό του, σαν εδώ και χρόνια να τον είχε αφήσει εκεί μέσα φυλαγμένο, στο ξωκλήσι του Αϊ-Δημήτρη. Μόνο όταν γιόρταζε ο άγιος κι έστηνε το χωριό μικρό πανηγυράκι, πήγαινε και προσκυνούσε στο προσκυνητάρι που ήτανε απ'εξω, με κλειστά τα μάτια να μην ιδεί πως τον κοιτά ο Άγιος. Ύστερα τριγύρναγε γύρω από το εκκλησάκι κι έπιανε την κουβέντα πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον συγχωριανό. Πού και πού έριχνε και καμιά κλεφτή ματιά στον Άγιο και σα να ευχόταν, το πάθος του που ήταν ο εχθρός του, με το κοντάρι του ο Άγιος να το σκοτώσει.
Ετούτη η αυγή ήτανε διαφορετική από τις άλλες. Σα να λυπήθηκε ο Θεός από το κλάμα του Νικόλη κι από τη μετάνοιά του κι είπε στον Αϊ-Δημήτρη που ξημέρωνε η παραμονή της μεγάλης του γιορτής, να του δώσει μια ευκαιρία, να σωθεί από την αδυναμία του.
Ο παπα-Γιώργης τον κοιτάει με μάτια ορθάνοιχτα έτσι όπως μπαίνει στο ξωκλήσι, άγριος κι ατιμασμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, από την ψυχή. Πριν προλάβει να του πει κάτι, εκείνος πέφτει στα γόνατα και αρχίζει να κραυγάζει με λυγμούς και κλάματα και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, για όλα εκείνα που μόλυναν τη ζωή του μέχρι τα τώρα.
-Ήμαρτον πάτερ! 'Ημαρτον!
Κι όταν εγύρισε στη Ζαχαρή, γονάτισε και σε αυτήν μπροστά κι έκλαιγε σαν το μωρό κι ήθελε να της πει τα πάντα…μα εκείνη δεν τον άφησε.
-Σήκω καλέ μου…Σήκω ν΄ αλλάξεις, του λέει κι η καρδιά της χτυπά δυνατά και η πνοή της μοιάζει να κόβεται…Σήκω ν΄αλλάξεις καλέ μου κι έλα να πέσεις να ζεσταθείς στο κρεβάτι μας, μη κι αρρωστήσεις και τι θα γίνουμε μετά, του λέει. Σάμπως δεν ήξερε η Ζαχαρή; Και ήξερε και παραήξερε…και τούτο που ΄γινε κείνη τη στιγμή, ήλπιζε και προσευχότανε στον Αϊ Δημήτρη κάποτε να γίνει.
Την άλλη μέρα ο Νικόλης ψηνότανε στον πυρετό. Η πνευμονία είχε ξυπνήσει. Μέσα στο παραλήρημα του πυρετού, ετούτο μόνο ψιθύριζε όταν η Ζαχαρή του βρεχε πότε το μέτωπο και πότε τα χείλη…
-Ήμαρτον εις τον ουρανό και ενώπιόν σου! Ήμαρτον εις τον ουρανό κι ενώπιόν σου....
Λίγο πριν ξεψυχήσει, εκεί που του κρατούσε το χέρι η Ζαχαρή τον άκουσε να της λέει:
-Εσένα αγάπησα Ζαχαρή μου, μόνο εσένα…
Ύστερα έκλεισε τα μάτια του λέγοντας:
-Κύριε, μη με κρίνεις αυστηρά…Κύριε, πάρε με σε μια μικρή γωνίτσα του δικού σου τόπου...
Τέλειωσε τον καφέ της κι έβαλε μια καθαρή, καλοσιδερωμένη και κάτασπρη ποδιά κεντημένη με στάχυα χρυσά, η Ζαχαρή. Πάντα αυτήν φορούσε κάθε Παρασκευή που΄πιανε να ζυμώσει. Άναψε ένα χοντρό καθαρό κερί στο ζυμωταριό κι έστησε στον καρυδένιο πάγκο τη μεγάλη εικόνα της Παναγιάς. Αποβραδίς είχε αναπιάσει προζύμι και τώρα κοσκίνιζε το σκληρό, σταρένιο αλεύρι, από τους Πετρόμυλους κάτω στο ποτάμι, στην ξύλινη την σκάφη. Έργο του Νικόλη κι αυτή. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές, λέγοντας: «…ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και ελέησόν με…»
'Εκαμε μια λακκούβα στη μέση κι έριξε σε αυτήν το προζύμι, λίγο αλάτι και χλιαρό νερό, όσο πήρε για αρχή και στη συνέχεια θα έβλεπε. Θα το μέτραγε με το μάτι και θα το αισθανότανε και με το χέρι. Έπρεπε το ζυμάρι της να ξεκολλάει από παντού και να γίνει μια μπάλα σκληρή και λεία. Τότε θα ήτανε σωστό. Όση ώρα ακουγότανε ο γδούπος από το ζυμωμά της, τόση ώρα προσευχότανε η Ζαχαρή, υπέρ υγείας των ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των νεκρών. Έτσι την είχε μάθει η συγχωρεμένη η μανούλα της, έτσι της είπε να κάμει κι ο παπα-Γιώργης τότε που ήτανε απαρηγόρητη, με το φευγιό του Νικόλη. Κι εκεί που τη βρήκε μια μέρα πάνω από το μνήμα να βρέχει το χώμα με τα δάκρυά της, σίμωσε κοντά της κι άρχισε να της μιλά ήσυχα κι αγαπητικά:
-Μία Εκκλησία είμεθα με τον ουρανόν και τους κεκοιμημένους μας, Ζαχαρή μου. Αν εμείς που είμαστε εδώ νιώθουμε την ανάγκη ο ένας να μιλάει εις τον άλλον, ο ένας να φροντίζει δια τον άλλον, καταλαβαίνεις πόσο μεγαλύτερη ανάγκη το έχουν οι νεκροί μας; Μας παρακαλούν συνεχώς να έχουμε τον νου μας σε αυτούς και να τους μνημονεύουμε. Κι όταν εμείς τους ενθυμούμεθα και τους μνημονεύουμε τότε εκείνοι αγάλλονται, χαίρονται, ελπίζουν, προσμένουν, προχωρούν συνεχώς προς την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, με την ελπίδα να σταθούν στα δεξιά του Κυρίου. Πιο πολλή ανάγκη έχουν αυτοί από τις λειτουργίες και τα σαρανταλείτουργα παρά εμείς οι ζωντανοί. Και μην ξεχνάς τα τρισάγια, τέκνο μου, και τις ελεημοσύνες. Πρόσφορα, τρισάγια,ελεημοσύνες! Αυτά τους βοηθούν και μας μας παρηγορούν και μας κοινωνούν με τον Θεό, τους αγγέλους του και τους αγίους του μα και με κείνους...τους νεκρούς μας. Το πρόσφορο στην προσκομιδή και η μερίδα στο όνομα του Νικόλη είναι σα να του κάμεις ένα τραπέζι γεμάτο από Χριστό. Το τρισάγιο πάλι είναι σα να του προσφέρεις καφέ και νεράκι δροσερό. Και η ελεημοσύνη; Αυτή η ελεημοσύνη είναι σπουδαιότερο πράγμα από το να ανασταίνει κανείς ακόμα και νεκρούς. Γιατί είναι πολύ πιο σπουδαίο να δώσεις τροφή στον πεινασμένο Χριστό από το να αναστήσεις νεκρούς στο όνομα του Χριστού. Το λέει και ο ιερός Χρυσόστομος, λέει με μεγαλοπρέπεια ο παπα-Γιώργης κι εκεί τελειώνει την κουβέντα του.
Κι από τότε που τα άκουσε αυτά η Ζαχαρή, έτσι ήσυχα και ζεστά να της τα λέει ο παπα-Γιώργης, δεν άφησε ούτε μία Παρασκευή που να μην κάνει πρόσφορο για να μνημονευτεί το Σάββατο, τη μέρα που οι εκκλησιές λειτουργάνε για τους νεκρούς. Και πάντα πήγαινε κι ένα μικρό πήλινο με βρασμένο σταράκι και σταφιδοκάρυδο για να κάμει και τρισάγιο στον Νικόλη της, στον άντρα της και κύρη της. Χώρια που έβρισκε τους πεινασμένους και τους αναγκεμένους κι απ΄ότι της είχε αφήσει ο μακαρίτης, τάιζε και περιέθαλπτε και βουρκωμένη έλεγε στα ευχαριστώ τους:
-Μη μου λέτε ευχαριστώ...Θεός συχωρέστον τον Νικόλη μου, να λέτε.
'Εβαλε τα ζυμάρια στα ταψιά σφράγισε τα δύο με τη μεγάλη σφραγίδα, αφού πρώτα τα σταύρωσε τρεις φορές μνημονεύοντας και πάλι ζώντες και νεκρούς και λέγοντας το όνομα του Νικόλη πάνω από τρεις φορές. Τα υπόλοιπα που σφράγισε με το πίσω μέρος της σφραγίδας, ήταν μικρά χριστοψωμάκια που θα ΄βαζε στο τραπέζι τις καθημερινές. 'Οταν τα έβγαλε από τον φούρνο, τα έστησε να κρυώσουν πάνω σε καθαρό τραπεζομάντηλο και σταυροκοπήθηκε λέγοντας:
-Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός!
'Ενα κόσμημα ήτανε η προσφορά της και πάλι, στο Άγιο και Ιερό θυσιαστήριο του Κυρίου και στη θυσία που θα γινόταν αύριο υπέρ υγείας των ζώντων, υπέρ αναπαύσεως των νεκρών και υπέρ αναπαύσεως του Νικόλη της.
'Εβαλε λίγες φακές στο πιάτο, άλαδες. 'Εκατσε στο τραπέζι με μια γλυκειά χαρμολύπη στην καρδιά. Αυτήν που είχε, δέκα χρόνια τώρα, το βράδυ της Παρασκευής. Αύριο θα κοινωνούσε, όπως έκαμε όλα τα Σάββατα γιατί πια και το ήξερε καλά και ένιωθε ακόμα πιο καλά την ευγνωμοσύνη του Νικόλη και των γονιών της και των πεθερικών της κι όσων μνημονεύονταν στην Αγία Πρόθεση. Μα πάνω απ΄όλα ένιωθε πως την ώρα που κοινωνούσε τον Χριστό, εκείνη την ώρα έπαιρνε και τον γλυκό χαιρετισμό του Νικόλη κι όλων εκείνων που διαβάστηκαν από τον παπα-Γιώργη την ώρα της Προσκομιδής και βγήκαν οι μερίδες στο όνομά τους…κι ύστερα στάθηκαν πάνω από το 'Αγιο Δισκοπότηρο και με τα χεράκια απλωμένα πήραν και κοινώνησαν..."Σώμα και Αίμα Χριστού, είς άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Αμήν».
ΤΒΜ
( Εις μνήμην του κυρίου Στάθη...)
..