«…πολύ αργά! ‘Όλα τα προσπέρασα από δίπλα. Το μόνο απαραίτητο, το μοναδικό πράγμα για το οποίο άξιζε η ζωή, το μοναδικό πράγμα από το οποίο αντλούσε αξία η ζωή, βρίσκεται τώρα έξω από την πόρτα μου. Κανείς πια δεν έχει την ανάγκη μου. Κάποτε μπορούσα να αγαπώ με αγάπη συνετή και δημιουργική, κάποτε μπορούσα να αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Τώρα ετούτο είναι απαγορευμένο. Εισήλθα στην αιωνιότητα όπου όλη η αγάπη προέρχεται μόνο από τον Θεό. Η αγάπη που ένιωθα για τον εαυτό μου δεν χρησιμεύει πια σε κανέναν. 'Oταν ήμουν στη γη, πολλοί χρειάζονταν την αγάπη μου. Πολλοί είχαν ανάγκη να τους δείχνω προσοχή, να ξέρω να τους ξεχωρίζω, να ρίχνω πάνω τους ένα βλέμμα προσεκτικό, ικανό να ερευνά την ύπαρξή τους σε βάθος. Πολλοί ήταν εκείνοι που με είχαν ανάγκη σαν ακροατή. Με είχαν ανάγκη ως κάποιον που μπορεί να τείνει ‘’ευήκοον ους’’, όχι σε λόγια κούφια ή σε ήχους κενούς, αλλά σε ό,τι κρύβεται πίσω από τα λόγια. Να τείνει ‘’ευήκοον ους’’ σε μια φωνή, στα δάκρυα, στον πόνο, στη χαρά ή στον τρόμο μιας ζωντανής ψυχής απέναντι στην ίδια τη ζωή».
Αδελφοί Καραμαζώφ-Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
ΥΓ Αυτό που σκιαγραφεί ο Ντοστογιέφσκι στο συγκεκριμένο απόσπασμα του έργου του, είναι ότι όταν σημάνει η ώρα του τέλους, θα είναι πια πολύ αργά για ζήσουμε μέσα από μιαν αγάπη δημιουργική. Ο συνειρμός συνδέει μέσα μου το κείμενο αυτό με το ευαγγέλιο της Κρίσεως…
«…ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.» (Ματθ. 25, 31-46).