«…Με αργά βήματα, μπήκε στο Καθολικό της μονής. Μοναδικό φως, μια μεγάλη καντήλα μπροστά από την Παναγία και τον Χριστό. Στα στασίδια, οι μοναχοί με τα κουκούλια τους ριγμένα στο πρόσωπο. Σαν να ήθελαν να μην φαίνονται, να μην υπάρχουν. Να μην υπάρχουν στη ζωή τους με το ανθρώπινο φαίνεσθε, με την ανθρώπινη λογική. Με το κεφάλι σκυφτό, μακάριοι, άφοβοι, ατάραχοι, αθόρυβοι, σεμνοί, σιωπηλοί, μόνοι και αθέατοι, μοιάζουν να θέλουν να υπάρχουν μόνο μέσα από τον Θεό και την ταπείνωση, που Εκείνος πρώτος δίδαξε, ανεβαίνοντας στον Σταυρό. Και ο προπάππους του ο Κωνσταντής, αυτό φανέρωνε μέσα από τα λόγια, εκείνης της προσευχής. Πως υπήρχε μέσα από ένα ανύπαρκτο εγώ. Στο νου του ήρθε πάλι η μητέρα του, η Αρχοντούλα, εκείνη τη μέρα που κανάκευε έναν βασιλικό, τσιμπολογώντας τον.
-Άκου την ευωδιά του. Είναι η ζωή και ανάσταση μαζί. Ξέρεις γιατί; τον ρώτησε, με μια μυστικότητα στη φωνή.
- Έλα μάνα μου! Πες την τη σοφία σου, της είπε εκείνος γελώντας ενώ έσκυψε πάνω από τη γλάστρα, παρασυρμένος από τη μεθυστική μυρωδιά.
-Βασιλικό λουλουδικό, με βασιλικό όνομα. Του Σταυρού το λουλούδι. Το Αγιασμένο Σταυρολούλουδο που μοσχοβολά ακόμα κι όταν μαραθεί. Μια φορά να την ακούσεις την ήσυχη τη σιωπηλή ευωδιά του και ποτέ δεν θα τη λησμονήσεις. Όπως και την ταπείνωση… μια φορά την γνωρίζεις και μια ζωή θα προσπαθείς να την κατακτήσεις. Κι άμα τα καταφέρεις…Τότε… ω τότε…για πάντα θα μοσχοβολάς, σαν τον βασιλικό.
Έτσι του είχε πει η Αρχοντούλα και η ματιά της είχε γεμίσει από όνειρο. Τίποτα από όλα αυτά, δεν σχετιζόταν με τη λογική. Τίποτε από όλα αυτά ο Κωνσταντίνος δεν ήξερε να το απαντήσει, με τις γνώσεις τις θετικές, με τις γνώσεις της επιστήμης. Ο παγερός ορθολογισμός, είχε αρχίσει να λιώνει κάτω από τη ζεστασιά, της θείας Χάριτος...Μέσα από τα λίγα και τα απλά, είχε αρχίσει να παίρνει τις απαντήσεις, που ζητούσε καιρό τώρα.Έπιασε ένα στασίδι κι εκείνος.Εκεί, στο άγιο μισοσκόταδο, στο μυρωμένο από αγνό μελισοκέρι και από την βασιλική ευωδιά του ταπεινού Σταυρολούλουδου».
ΤΒΜ
Ν’ αγαπάς πολύ
14 Σεπτεμβρίου 2021