Μενού
« Θείον Όραμα»

«......Το φως της αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα, τ´ αμπέλια έδειχναν κλαδιά έτοιμα ν´ ανοίξουν και οι ελιές λαγάριζαν από τώρα το χυμό που θα καεί θυσία στο νεογέννητο. Τα σπίτια της Βηθλεέμ, έλαμπαν στον ασβέστη και στολίστηκαν να καλωσορίσουν Εκείνον.
Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θα άγιαζε τα νερά του.... στη χούνη σαν κατάρατο βρυχιόταν η Νεκρά θάλασσα , λες και είχε ακόμα μέσα της τα Σόδομα και Γόμορρα .
Κι εκεί, όπου δεν έφτανε το ανθρώπινο μάτι, ήταν ασήκωτος ο λογισμός του Θεού......
Η γυναίκα δεν κοιμόταν. Η τύχη του νεογέννητου Θεού, ήρθε να τυρρανίσσει την ψυχή της. Τι θα απογίνει μέσα σε τούτη την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος; Εκείνος που της δόθηκε με το χέρι άσπροντυμένου Χερουβίμ; Ποια θα είναι η ζωή και ποιο το τέλος του; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πια τα λόγια των Προφητώ . Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμα των Φαρισαίων και των Ρωμαίων το ζυγό.  Δεν κιθαρίζει ο Δαυίδ... του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν... απιστίας σύννεφο κάθεται στην Ιερή Κιβωτό. Η Γη της Επαγγελίας, χωρισμένη σε βασίλεια φθείρεται από τον εμφύλιο σπαραγμό...Κόλαση έγινε ο ποτέ Παράδεισος. Εγωιστής και εκδικητικός ο περιούσιος λαός του Κυρίου! Πώς θα ζήσει σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;
Άξαφνα! Λύχνος ήλιοστάλαχτος κρεμάστηκε εμπρός στης γυναίκας την ψυχή, έτοιμος να δείξει το μέλλον του γιου της. Και τον είδε, τριαντάχρονο λεβεντονιό να μαγνητίζει τις ψυχές του λαού. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια, μιλούσε στον λαό και τον έπειθε. Η έρμη γη αναδροσίζεται στο πέρασμά Του, τα πλανεμένα πρόβατα γυρίζουν στο μαντρί τους, η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα στέρνα του και δροσίζει το καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν, τους τυφλούς φωτίζει , τους χωλούς οδηγεί . Τα Γεροσόλυμα στρώνουν δρόμους με Βάγια να τον δεχθούν ....Σύγκαιρα ομως καρφώνουν τον Σταυρό...
. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίδει ...ο δειλός φίλος τον αρνιέται πριν λαλήσει ο πετεινός .
Μα Εκείνος , ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνηση και την προδοσία και διαβαίνει πράος...
-Γυναίκα να ο γιος σου! λέει και αποχαιρετά με βλέμμα μελαγχολικό, τη μάνα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, τον λαό που τον τυρράνισσε, τη γη που είδε τις πίκρες , τον ουρανό που θα δεχόταν το σώμα.
Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπε όλα...
-Μη! φώναξε και ξύπνησε ... Το βρέφος κοιμόταν δίπλα της. Αγγελική αρμονία κατέβαινε από ψηλά, λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στην σπηλιά. Και οι Μάγοι γονατιστοί, εμπρός στα πόδια της με τα σμύρνα, το χρυσό , τον λίβανο, ονόμαζαν τον γιο της, Βασιλέα και Θεό....»

2021 χρόνια μετά ...κι όλα έμειναν ίδια ..


(Απόσπασμα από το « Θείον Όραμα», του Ανδρέα Καρκαβίτσα.


Η εικόνα της Γέννησης, είναι του Γ. Κόρδη