Μενού
"Στην καρδιά μου, για πάντα, το φως θα κρατώ"

Στην καρδιά μου,για πάντα, το φως θα κρατώ

Στα βάθη της

τα αστέρια θα αμπαρώνω

Κι η Πούλια από πάνω

που θα με κοιτά

γλυκά θα μου χαμογελά

Έτσι με έμαθε η μάνα…

Τους ήλιους

στα ονείρατά μου να τους

κουβαλώ

και στο λιοπύρι του μεσημεριού

με τον τζίτζικα να φλυαρώ

στις πεταλούδες να τραγουδώ

και τα πουλιά φίλους να κάμω

Κι όταν κατά το λιόγερμα

νταν και νταν η καμπάνα σημαίνει

«Τρέξε πουλί μου, τρέξε»

θα μου λέει πάντα

η φωνή της η βλογημένη

Τρέξε!

Λάδι να ρίξεις στη μεγάλη την καντήλα

Στον Χριστό να φέξει

και στο κόνισμα της Παναγιάς μπροστά

Μα και τούτο το φως που θα ανάψει

πιότερο από όλα δικό σου

να το κάμεις!

«Κι άμα, μάνα μου,

το λάδι σωθεί,

πώς του Χριστού την καντήλα θα ανάβω;»

Έτσι τη ρώτησα μια φορά,

κει που την είδα

να μιλά με κατιφέδια

και βασιλικά.

«Τότε κόρη μου»,

μου λέει πάλι

η φωνή της η βλογημένη,

«θα περιμένεις να βγει το φεγγάρι

σεντόνι από αστέρια

να σου στρώσει

και να σου βάλει

προσκεφάλι γιασεμιά

και σκέπασμα τον ουρανό.

Κι ύστερα την Παναγιά

να φωνάξεις,

Κι εκείνη

από το κόνισμά της

θα κατέβει

το άγιο της το χέρι 

θα απλώσει και

τρεις φορές

θα σε σταυρώσει.

Και θα σου πει

και θα σου ψιθυρίσει

Πέσε και κοιμήσου

και με του τριζονιού το τραγούδι νανουρίσου

και ήλιους ονειρέψου

κι αυγές ροδαλές

κι ανθρώπους και φωτοστέφανα και καλοσύνες».

 

Κι άμα στο ξημέρωμα εκεί κοντά

τ’αηδόνι με ξυπνήσει μάνα;

 

«Χαρά να έχεις τότε

και

ξύπνα και άκου το

και δες τι θέλει να σου πει

Γιατί δεν είναι αηδόνι

μα Άγγελος είναι

που λόγια και μηνύματα

απ´τον Θεό θε να σου φέρει.

Κι όσο εκείνο

το τραγούδι του να τελειώσει

η μέρα θα ‘χει έρθει

και στις κορφές απάνω

θα την ειδεις

να αλαφροπερπατά

πριν το μεγάλο της αντάμωμα

με όλη την μεγάλη Πλάση.

Κοίτα τότε να χεις προλάβει

να νιφτείς, να καλοχτενιστείς

και τη γαλάζια σου ποδιά

να χεις φορέσει

Κι έτσι όμορφη,

εκείνη

σαν σε δει…

πόσα λούλουδα μάτια μου

και ρόδα και τριαντάφυλλα

και φως και γαλήνη

στην ποδιά σου

θα αφήσει…

ούλα τους

δώρα από τον ουρανό φερμένα.

Τότε γύρνα κατά κει που λεν πως ειν´

του Παραδείσου η Πύλη

Ανατολή θαρρώ

την έχουν ονομάσει

Τα τρία δάχτυλά σου σμίξε

και με το άλλο απ´το ζερβί

το χέρι

το σταυρό σου κάμε

την ευχή μου πάρε

και στις κορφές των βουνών

να πας να περπατήσεις

Από τα αμπέλια το καλό να τρυγήσεις

Με στάχυα χρυσά

στεφάνια να πλέξεις

και στων παιδιών τα κεφαλάκια

σα στέμματα από θείο φως

να τα φορέσεις.

Κι εκείνα θα δεις που θα γελούν

και μες στα χαμομήλια θα κυλιούνται

Και ο ήλιος που από ψηλά θα βλέπει

χαρά θα έχει

και με κορδέλες κίτρινες και πλουμιστές

όλη την πλάση θα στολίζει.

Τότε, πάλι τα δέντρα θα λαμποκοπούν

Κι η θάλασσα θα φέγγει

μέσα σε μια χρυσή, γαλάζια ησυχία

Και οι Αγγέλοι του Θεού

Τα λευκά τους φτερά θα ενώσουν και

χορό θα στήσουν με τα παιδιά και τα πουλιά

και τους Αγίους

γύρω από τούτο το τόπι

που λεγεται γη

Κι οι καμπάνες οι ασημένιες θα αστραφτοκοπούν

και τη χαρά θα καμπανίζουν

και την Ειρήνη

και την καλοσύνη.

Και ο Σταυρός που σήκωσε ο Χριστός

και ύστερα ο κόσμος

Και τούτος ο Σταυρός

ο Τίμιος και Αγιασμένος

έτσι θα στραφτοκοπά

κάτω από το Φως

Πότε λευκός

Πότε αργυρός

Πότε μαλαματένιος.

Στην καρδιά μου το φως για πάντα θα κρατώ

Στα βάθη της

τα αστέρια θα αμπαρώνω

Κι η Πούλια από πάνω

που θα με κοιτά

θα μου χαμογελά

Έτσι με έμαθε η μάνα…

Τους ήλιους, τα φεγγάρια

Τους Αγγέλους, τα πουλιά

τα παιδιά

Τους 'Αγιους και την Παναγιά

στα ονείρατά μου

τα ζωντανά

όλα να τα

κουβαλώ

και μαζί τους

σε γη και σ'ουρανό

να περπατώ.

          ΤΒΜ