Μενού
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

''Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...

και μνημονεύετε Μίκη Θεοδωράκη.

Με αυτόν τον τελευταίο στίχο θα ήθελε σήμερα  ο Ελύτης να ολοκληρώσει το

μήνυμα που έστειλε τότε σε  όλους εμάς τους Έλληνες, μέσα από το Άξιον εστί.

Είναι βέβαιο πως κανένα βιβλίο και κανένας συγγραφέας που θα καταπιαστεί με το συμπαντικό φαινόμενο ‘’Μίκης Θεοδωράκης’’, δεν θα καταφέρει να το διηγηθεί και να το απεικονίσει και να διεκδικήσει την πληρότητά του. Το έργο του Μίκη δεν είναι μετρήσιμο, δεν  είναι απλό, δεν περιγράφεται, δεν εξαντλείται από τον λόγο, παρά μόνο βιώνεται ως αιώνια πνευματική κληρονομιά και παρακαταθήκη.

Ηφαιστειώδης και χειμμαρώδης, ανυπότακτος και αντιεξουσιαστής, μπροστάρης μιας γενιάς που θυσίασε τη νιότη της για τα σημερινά αυτονόητα…την ελευθερία και τη δημοκρατία. Στο πρόσωπό του συναντήθηκε ο παγκόσμιος συνθέτης και ο ανυποχώρητος επαναστάτης. Χαρακτηρίστηκε ως ‘’καταιγίδα μέσα στην πολιτική ιστορία που την πότισε βαθιά με την πρωτόγνωρη μουσική του και με ένα διαρκές ηθικό αίτημα για την ελευθερία’’,γράφει ο Γ. Μαλούχος. Με αυτή την μουσική που έντυσε τους στίχους των ποιητών, ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα της γης κι  έκανε το κάλεσμά του σε έναν ολόκληρο λαό. Κι ο λαός ακολούθησε και γνώρισε τους θησαυρούς της γλώσσας και της τέχνης και γαλουγήθηκε και άνθισε ο νους του και μεγάλωσε τα παιδιά του, τα εγγόνια του, την Ελλάδα όλη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, μια ολόκληρη ζωή, έδωσε στόχο ηθικό στην τέχνη του, μέσα από την ίδια θυελλώδη δική του ζωή που μόνο εκείνος μπορεί να μιλήσει γι αυτήν.

Κι έχει να πει πολλά για την πάλη που έδωσε χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Κι αυτά μπορεί να αποδειχθούν όπλο και εφόδιο στον σκληρό αγώνα μικρών και μεγάλων για τη διεκδίκηση του αύριο.  

 

ΖΑΤΟΥΝΑ 1968-1969

Με στέλνουν στη Ζάτουνα με την οικογένειά μου. Μείναμε εκεί φυλακισμένοι σε ένα σπίτι 18 μήνες. Νομίζατε ότι κάναμε vacances, όταν ξέραμε ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να με σκοτώσουν; Κι αν δεν υπήρχε ένα παιδί στο Λεβίδι, καλή του ώρα, τα παιδιά μου και η γυναίκα μου η Μυρτώ θα είχαν πεθάνει από την αγωνία τους. Διότι ερχόνταν μες τη νύχτα οι χωροφύλακες με το τζιπ….3 τα μεσάνυχτα και μου έλεγαν: ‘’Ντύσου!’’

Πού με πάνε τέτοια ώρα, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, 1200 μέτρα υψόμετρο, 2 μέτρα χιόνι; Να ουρλιάζει η γυναίκα μου, να ουρλιάζουν τα παιδιά μου! Κι με επαιρναν μέσα στο τζιπ και με πήγαιναν στα Λαγκάδια, από δω , από κει και με γύριζαν πίσω το πρωί. Και βρέθηκε εκείνο το παλλικλάρι από το Λεβίδι, που όμως πήγαινε στο σχολείο της Δημητσάνας. Η Δημητσάνα ήτανε απέναντι από το χωριό μου, τη Ζάτουνα. Και λέει το παιδί σε έναν Δημητσανίτη:

‘’Στο σπίτι μας στο Λεβίδι, έχουμε το τηλέφωνο το οποίο πάει Τρίπολη, Λεβίδι, Δημητσάνα, Ζάτουνα. Ότι λέγεται στην Τρίπολη για να φτάσει Δημητσάνα περνάει και από το Λεβίδι. Και τις προάλλες άκουσα να λένε; ‘’Μεθαύριο το βράδυ, πάτε πάρτε τον Θεοδράκη για εκφπβισμό’’.

Κι έτσι ήρθε ο Δημητσανίτης και το είπε στη δασκάλα κι η δασκάλα το είπε στην κόρη μου κι η κόρη μου σε μένα.Και την Πέμπτη που ήρθανε ξανά και με πήραν ξέραμε ότι δεν θα μου κάνουνε κακό. Πόσες φορές είδα τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, να τους παίρνουν για σωματική έρευνα και μένα με είχανε δεμένο στο διπλανό δωμάτιο και φώναζαν εκείνοι και φώναζα κι εγώ! Κι όταν πια έφυγε και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου κι έμεινα μόνος στο σπίτι…Ανοίγω μια μέρα την πόρτα, βγαίνω στο κεφαλόσκαλο και βλέπω τους χωροφύλακες μαζεμένους, μαζί με τον διοικητή, τον κ.Στεργίου, εκείνο το παλλικάρι που ήθελε να δείρει τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Κι εκεί που βγαίνω, να΄σου μια χωριάτισσα, η Βενετσανοπούλου που ήταν η ωραιότερη και η πλουσιότερη του χωριού. Μα θέλανε οι δικοί της να την παντρέψουν με έναν γέρο. Αυτή όμως ήταν ερωτευμένη με ένα νέο. Τρελαίνεται, παίρνει τα βουνά και ζει εκεί με τα όρνια και τα αρνάκια της. Και κατέβηκε στη Ζάτουνα, εκείνον τον καιρό που κατέβηκα κι εγώ. Ήταν γύρω στα εβδομήντα, ψηλή, ωραία γυναίκα. Όταν με έβλεπε λοιπόν, ήξερε ποιος ήμουν, με χαιρετούσε με έμφαση και δυνατά:

‘’Καλημέρα σας, κύριε Θεοδωράκη’’, μου έλεγε.

Τη βλέπω λοιπόν εκείνη τη μέρα, που έχω βγει στο πλατύσκαλο, να έρχεται κρατώντας ένα δέμα. Περνάει μπροστά από τους χωροφύλακες, της λέει ο διοικητής, ο Στεργίου:

‘’Πού πας κυρά μου;’’

‘’Άντε πάγαινε από κει πέρα’’, του λέει αυτή με το χέρι και ανεβαίνει τα σκαλοπάτια κι εκεί μπροστά σε όλους μου λέει:

‘’Γιε μου, λεβέντη μου, σου φέρνω τα προικιά μου!’’

 Αυτός ήταν ο λαός ο ελληνικός. Δεν είναι αυτά που ακούμε, που βλέπουμε ή διαβάζουμε σήμερα στις εφημερίδες. Η Βενετσανοπούλου είναι ο λαός!

 

      Μ. Θεοδωράκης, από τη συνέντευξη στη Βίκυ Φλέσσα, 2/5/2010

                                                                                                       

 

Στον μαυροπίνακα του πέτρινου Δημοτικού Σχολείου της Ζάτουνας ο Μίκης γράφει με κιμωλία:

Ελευθερία είναι....

Πέτρινο Δημοτικό Σχολείο Ζάτουνας

''Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη''

Ο Μίκης στη Ζάτουνα, κατά τη διάρκεια της εξορίας του,

μαζί με τα παιδιά του, έξω από το καφενείο του μπαρμπα-Λια.

 

ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΚΗ

Κάθε που έρχεται ο Αύγουστος, στο ψηλό πέτρινο σχολείο, που είναι το Μουσείο του μεγάλου συνθέτη,

τα παιδιά της Ζάτουνας ζωγραφίζουν τη μουσική του Μίκη με τα πιο ωραία χρώματα, 

 

 

Έργο της Ζατουνίτισσας ζωγράφου, Κατερίνας Χατζηγιαννούλη

που στολίζει την είσοδο του Μουσείου Μίκης Θεοδωράκης.

''Τα προικιά''

Ζάτουνα 1968. Η Βενετσανοπούλου, προσφέρει τα προικιά της στον Μίκη.

Έργο του Μ. Βαρλάμη