Ο παππούς της φίλης μου της Νίνας, είναι ετών 90.
Ζει μόνος του σε ένα μικρό και απόμακρο χωριό της Γορτυνίας.
Η γυναίκα του και γιαγιά της Νίνας, έφυγε από τα επίγεια, πριν από 10 χρόνια.
Η Νίνα θυμάται:
Με προξενειό παντρεύτηκαν και η γιαγιά περνούσε τον παππού επτά ολόκληρα χρόνια.
Ήταν και οι δυο πολύ ήρεμοι. Άνθρωποι φιλήσυχοι.
Οι γονείς μου με άφηναν μαζί τους, στο χωριό, τα καλοκαίρια και με ξεχνούσαν εκεί έως τον Σεπτέμβριο που άρχιζαν τα σχολεία.
Εκείνο που χαράχτηκε για πάντα στην μνήμη μου και στην καρδιά μου, από αυτή την κοινή μας συμβίωση, ήταν κάτι πολύ όμορφο που έκαμαν οι δυο τους.
Κάθε πρωί που ξυπνούσαν, πριν σηκωθούν από το κρεβάτι, μιλούσαν για ώρα πολλή.
Τι έλεγαν, δεν θυμάμαι καλά, αλλά θυμάμαι πως μιλούσαν, σε τόνους, γλυκούς, απαλούς και ωραίους. Τώρα που μεγάλωσα αυτό ερμηνεύεται μέσα μου πως οι αγωνίες και οι προβληματισμοί που θα συναντούσαν, έβρισκαν διέξοδο και λύση μέσα από τους δικούς τους κοινούς σχεδιασμούς και χειρισμούς.
Αφού τελείωναν την κουβέντα τους, σηκωνόντουσαν και ετοιμαζόντουσαν για να υποδεχτούν τη μέρα.
Ήταν οι δυο τους, κάτι σαν συμμαχία και κοινό μέτωπο σε ό,τι αυτή θα έφερνε.
Τώρα ο παππούς δεν έχει τη γιαγιά αλλά συνεχίζει να υποδέχεται την κάθε του μέρα όπως και όταν η γιαγιά ζούσε.
Έχει κοτούλες και κατσικούλες που τα περιποιείται κι αυτά μονάχος.
Το φαγητό είναι και αυτό δικής του επιμέλειας.
Κάθε μέρα και διαφορετικό και ποτέ το ίδιο.
Του αρέσει πολύ ο μπακαλιάρος που τον ξαλμυριζει και τον βάζει στην κατάψυξη κι όποτε του κάνει όρεξη είναι θέμα μισής ώρας να τον ρίξει στο τηγάνι και να το διασκεδάσει.
Τηλεόραση έχει και τη χρησιμοποιεί σα ραδιόφωνο για να ακούει ειδήσεις για λίγο, στο κρατικό κανάλι και μόνο τα απολύτως απαραίτητα.
Δεν ξέρει τι θα πει κλιματική αλλαγή, θυμάται όμως πως από τότε που ήτανε μικρός υπήρχαν έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως ο δυνατός ανεμοστρόβιλος.
Και θυμάται ακόμα πως δενόταν τότε μαζί με το γαϊδούρι του σε μια γέρικη ελιά για να μην τον πάρει η δύναμη του ανέμου.
Λέει, πως πέρασε ο κούκος (εννοεί το πουλί), πριν κάποια χρόνια και καθώς στάθηκε σε ένα δέντρο, ο παππούς τον ρώτησε πόσα χρόνια του μένουν ακόμα να ζήσει. Ο κούκος λάλησε τόσες φορές που ο παππούς όταν τις μέτρησε, του βγήκε ότι θα ζήσει μέχρι τα 93.
Αν και νους απλός φαίνεται απόλυτα συνειδητοποιημένος. Δεν απωθεί από την σκέψη του τον θάνατο, ούτε τον ξορκίζει, γιατί το ξέρει καλά πως όλοι είμαστε παροδικοί και πάροικοι και πως η γη δεν ανήκει σε κανέναν μα,ς μα ο τελικός προορισμός όλων είναι ο ουρανός. Δεν παραπονείται που είναι μόνος του, ούτε κακομοιριάζει, ούτε καταδυναστεύει τα παιδιά του με απαιτήσεις και χαίρεται με ηρεμία και γλυκύτητα την κάθε του μέρα.
Να σας πω κάτι; Πολύ την χάρηκα αυτή την γνωριμία, «εκ του μακρόθεν», με τον παππού της Νίνας. Είναι αξιοθαύμαστος γιατί έχει μια φυσική αξιοπρέπεια και ειρηνεύει χωρίς μιζέριες και κακομοιριές.
Και ακόμα έχω χαρεί και για άλλη μια γνωριμία, πάλι «εκ του μακρόθεν, με μια άλλη γιαγιά», που ζει σε ένα άλλο ορεινό μέρος.
Είναι η γιαγιά Ελένη.Εκείνη είναι 75 ή 77 ετών.
Έθαψε τον άντρα της τον Κωνσταντή πριν από τρία χρόνια και τώρα ζει μόνη της στο σπίτι της στο βουνό, χωρίς να έχει απαιτήσεις από κανένα παιδί της. Ανεξάρτητη και αυτόνομη, αν και στα 57 της έπαθε εγκεφαλικό, το οποίο και κατάλαβε μόνη της και μόνη κατέβηκε από το βουνό για να πάει στο αγροτικό ιατρείο. Έκτοτε της έμεινε κάτι ελαφρύ στο περπάτημα και κάτι ελαφρύ στο στόμα, αλλά τίποτε από αυτά δεν την εμπόδισε να συνεχίσει να ζει προκομμένα.
Το μικρό της χωριό, έχει ελάχιστους κατοίκους όπως άλλωστε και όλα τα χωριά.
Παπάς δεν υπάρχει να λειτουργήσει στις εκκλησίες του χωριού, μα η κυρα Λένη ανάβει σε όλες, όλα τα καντήλια με λάδι που πηγαίνει η ίδια και νηστεύει σε όλες τις νηστείες.
Αυτό όμως που συγκινεί και σε βάζει σε μεγάλες σκέψεις είναι το παρακάτω γεγονός:
Πριν από μερικά χρόνια η Αστυνομία κυνηγούσε έναν άνθρωπο που ήταν πολύ μπλεγμένος.
Αυτός έτρεξε να κρυφτεί στο βουνό. Κι όταν βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της κυρα Λένης, την παρακάλεσε να τον κρύψει. Εκείνη δεν το σκέφτηκε πολύ.
Τον έκρυψε και του έβαλε κι ένα πιάτο φαΐ να φάει.
Όταν πέρασε η Αστυνομία, είπε πως δεν είδε κανέναν και τους έστειλε στην ευχή του Θεού.
Ο άγνωστος που δεν ήθελε να βάλει τη γιαγιά σε μπελάδες, έφυγε λίγο αργότερα.
Στα παιδιά της που τη μάλωσαν, όταν έμαθαν το γεγονός, είπε:
«Μπα, τι μου λέτε τώρα; Ήρθε άνθρωπος ταλαιπωρημένος στην πόρτα μου και δε θα του δώκω ένα πιάτο φαγητό; 'Οποιος και να ήταν.
Και μετά; Ποια θα είναι η απολογία μου στον Θεό;Τι θα του πω; Ότι τον άφησα στο έλεος γιατί φοβήθηκα; Να το ξέρετε, πως ο Θεός τους απεχθάνεται τους δειλούς».
Τι θα του πω; Ότι τον άφησα στο έλεος γιατί φοβήθηκα; Να το ξέρετε, πως ο Θεός τους απεχθάνεται τους δειλούς».
Αυτά είπε η γιαγιά η Ελένη, που ήξερε καλά ποιος ήταν ο άγνωστος κι εγώ τη ζήλεψα και τη θαύμασα και είπα μέσα μου πως έτσι θα ήθελα να γεράσω, σαν τον παππού της Νίνας και σαν τη γιαγιά την Ελένη. Να έχω θάρρος, να μη δειλιάζω, να μη φοβάμαι και να έχω μεγάλη καρδιά και νου απλό και στραμμένο πάντα στον Θεό.
ΤΒΜ