Μενού
''Εις μνήμην αρχαίου ποιητή: Φῶς ἱλαρόν'', από τη Δήμητρα Σταύρου

Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.

Γλυκύ, τερπνό και ιλαρό φως δόξας αγιασμένης,

ενός Πατέρα αθάνατου και ουράνιου και ιερού,

Χριστέ μου, καθώς φτάσαμε σ’ ώρα προχωρημένη

τη χάρη αξιωθήκαμε ήλιου εσπερινού.

Κι ήρθε η στιγμή πια η ψυχή Εσέ θερμά να υμνήσει,

μαζί Πατέρα και Υιό και Πνεύμα, Έναν Θεό,

κι ο κόσμος όλος με χαρά θα ’ρθει να προσκυνήσει,

Ζωή και Σωτηρία μας και Φως αληθινό.

  Αυτά, τα αυτοσχέδια λόγια μπόρεσε μοναχά να αρθρώσει ο ποιητής, ενώ βρισκόταν στον δρόμο του μαρτυρίου του. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει. Οι ακτίνες αγκάλιαζαν απαλά τους ώμους του, πληγωμένους και συγκύπτοντες. Κι οι λέξεις, τι παράδοξο, κατάφεραν να ζεστάνουν και την καρδιά του για όσο έζησε ακόμη.

  Άραγε για πόσο; Αυτό μας είναι άγνωστο. Κάποιοι διέδωσαν πως άφησε παρακαταθήκη τους στίχους του την παραμονή της βίαιης θανάτωσής του. Άλλοι πάλι λέγαν πως τους ψιθύρισε, πολύτιμο απόσταγμα, σε κάποιον αδελφό καιρό πριν πεθάνει εν τέλει στο στρώμα από γηρατειά. Ούτως ή άλλως καθ’ οδόν, ασθενής και οδοιπόρος, όπως όλοι μας, λιγότερο ή περισσότερο κοντά σε κάποιου είδους τέλος, επίσης όπως όλοι μας.

  Με αυτά και με εκείνα πάντως ξεχάστηκε το όνομά του. Μεταγενέστερα αναφέρθηκε ως στιχουργός ο Καππαδόκης μάρτυς επί Διοκλητιανού Αθηνογένης, στα τέλη του 3ου αιώνα, μα κανείς δεν ήταν ούτε καν τότε σίγουρος για αυτό. Μάλιστα ο Μέγας Βασίλειος στα μέσα του 4ου αιώνα, αναφέρεται στον δημιουργό αυτών των στίχων ανωνύμως, με τον επιθετικό προσδιορισμό «αρχαίος». Πόσο αρχαίος όμως μπορεί να θεωρείται ήδη σε εκείνα τα χρόνια ένας χριστιανός; 

  Οι δοξολογικοί στίχοι ταξιδεύουν τη μνήμη μας. Περνούν από το ζεστό φως του απογεύματος στο ροδαλό και κατόπιν στο ιώδες για να καταλήξουν στο συχνά πύρινο πορφυρό της δύσης. Τολμώ να συνεχίσω τη φράση: καταρρίπτοντας όλη την παρα-φιλολογία και τη «ρομαντικο-λογία» περί ηλιοβασιλέματος. Ή μάλλον ξεπερνώντας την. Προβιβάζοντας την σε ένα μυστήριον ξένον: από το σκίρτημα του μελιχρού φωτός σε μία πορεία μαρτυρική, που καταλήγει οπωσδήποτε στο καστανέρυθρο χρώμα των ανοιχτών πληγών. Ορατών ή αθέατων.

Η θέση του ποιήματος στην ιστορία του κόσμου μάς πηγαίνει στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Η πολυτέλεια του πορφυρού ενδύματος, βαμμένου από το πολύτιμο όστρακο, επιτρεπόταν μονάχα σε εξαιρετικά υψηλά κοινωνικά στρώματα και στον αυτοκράτορα. Η βυζαντινή πορφύρα ντύνει για περίπου χίλια ακόμη χρόνια τη συλλογική μας μνήμη. Κι εμείς, οι όλο και αμβλύτεροι Νεοέλληνες, λέμε σήμερα ότι ο ήλιος «βασιλεύει», δηλαδή ντύνεται την αυτοκρατορική πορφύρα, όχι στη μεσημβρινή του μεγαλοπρέπεια αλλά στη χαρμολύπη της δύσης του. Το βασίλεμα του ήλιου, μια λέξη ακριβή, μνήμη βυζαντινή, ανακαλεί την αιμάτινη πορφύρα, που ντύνει ήλιους, βασιλιάδες, μάρτυρες, τον Ίδιο τον Κύριό μας χλευαζόμενο λίγο προτού να σταυρωθεί. 

Με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο ανακαλούνται στο μυαλό μας εικόνες παλιές. Οι απλές μα καθόλου απλοϊκές γιαγιάδες των παιδικών μας χρόνων έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα και σταυροκοπιόνταν λέγοντας «Δόξα σοι…». Και πλάι τους εμείς, αδαείς ακόμη, να μουρμουρίζουμε μεταξύ μας κοροϊδευτικά πίσω από τις κυρτές τους πλάτες. Έπρεπε η σκέψη μας να φτάσει στο σήμερα, πλουσιότερη σε χρόνιους πόνους, ενήλικη σε πονεμένα χρόνια, για να καταφέρει να καταλαβαίνει τα πράγματα λίγο, ελάχιστα καλύτερα.

Πριν λίγους μήνες βρέθηκα σε μια κοπιαστική, εσπερινή ανηφοριά για το χατίρι ενός προφήτη Ηλία πάνω στο βουνό. Η χαρμολύπη της πορείας μάς είχε δωρίσει πλήθος μικρά και μεγάλα δώρα, πέτρες, αγκάθια, σκόνη, ανηφόρα, ιδρώτα, σιωπή. Είχαμε απολαύσει φως ιλαρότατον ανηφορίζοντας, μα κατεβαίνοντας ήταν σχεδόν σκοτάδι. Τότε λοιπόν ακούστηκε πίσω μου μια άγνωστη, γυναικεία φωνή να λέει ουδέτερη, χορτάτη:  «Όλα τα ηλιοβασιλέματα τα ίδια είναι». Δεν γύρισα να κοιτάξω. Ρίγησα, τρόμαξα σχεδόν και σκέφτηκα το ζευγάρι, που περιγράφει στο ποίημά του ο Σεφέρης να λέει «Πάμε στο σπίτι μας να ανάψουμε το φως». Και τον μικρό πρίγκηπα του Εξυπερύ, που μετακινούσε κάθε τόσο την καρέκλα του για να δει δεν ξέρω πόσα ηλιοβασιλέματα στον μικρό του πλανήτη. Και πόση ζωή περνά από μπροστά μας απαρατήρητη.

  Και έθου σκότος και εγένετο νυξ. Καθώς ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. Η γνώση του επερχόμενου σκότους, τόσο δύσκολη. Η γνώση της ίδιας μας της δύσης δυσκολότερη. Μια γνώση, που, ακόμη και αν κατακτηθεί, συνεχίζει να πονά: μνήμη κι αυτή κοινή, συλλογική, ανθρώπινη. Ο παρηγορητικός  επιλύχνιος ύμνος γράφτηκε για να ψάλλεται μόλις το λεπτό φως λυχναριών και καντηλιών αρχίσει την προσπάθεια να κάνει πιο υποφερτό το σκοτάδι. Εν αναμονή μιας έγερσης. Και επ’ ελπίδι ολοπόρφυρης και ατελεύτητης Αναστάσεως. Με μοναδικό όπλο μας, παρμένο από το ιλαρό φως, καθημερινό μας δώρο εν όψει της δύσης του ήλιου, την υμνολογία προς τον εν Τριάδι Θεον.

  Έτσι ο ποιητής οδηγείται -και μας οδηγεί- από τη συγκίνηση του ορατού στην ομολογία του αθέατου. Oι στίχοι μοιάζει να προφητεύουν αντιστικτικά το Άκτιστον φως. Και να παραπέμπουν πρωθύστερα στην περί αυτού πατερική θεολογία. Άραγε το ορατό ιλαρόν φως του απογεύματος αποτελεί για τον στιχουργό μια υπόμνηση για το επίσης ορατό, ενσαρκωμένο πρόσωπο της Σοφίας του Θεού; Μια υπόμνηση του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης, που ποτέ Του δεν δύει; Και με πόση βεβαιότητα αισθάνεται ο τόσο πρώιμος χριστιανός ποιητής πως το Φως, που θα λάμψει μετά από μιαν Νύκτα, δεν μπορεί παρά να είναι το Άκτιστον;

  Εφάμιλλο με μίαν άλλου τύπου Αγία Αναφορά, το ιλαρόν φως του εσπερινού συνεχίζει να μας οδηγεί κρατώντας μας απαλά από το χέρι. Ο ποιητής- ούτως ή άλλως μάρτυρας και πάντως ομολογητής- αν και ανώνυμος, δεν μας είναι πια άγνωστος. Γίνεται φίλος.

Φίλτατε αδελφέ μου, αρχαίε ποιητή, συγχώρεσέ μου την ταπεινή προσέγγιση των στίχων σου. Μη νομίζεις, επιμένω κι εγώ, ελαχίστη, πως μερικά κείμενα πρέπει να μείνουν αμετάφραστα. Ο λόγος ετούτης της προσπάθειας είναι η σχεδόν χαμένη πια προσωδία της ελληνικής γλώσσας. Σκέφτηκα, καθώς η συντομότερη οδός που ενώνει δύο σημεία, επί του προκειμένου τον ύμνο και την καρδιά μας, είναι η ευθεία, να κάνω μια μικρή προσπάθεια. Μια προσπάθεια, που για τον οποιονδήποτε σημερινό αναγνώστη να αποτελέσει ανάγνωση μίας, με απόλυτη ακρίβεια: μίας χρήσεως. Η πρόθεση ήταν αγαθή, μια στιγμιαία σκέψη, και ξαναγυρνάμε, τόσο εγώ όσο και οποιοσδήποτε άλλος αναγνώστης αυτών των αράδων, φυσικά και αποφασιστικά στον δικό σου, μεστό λόγο.

Έτερον ξένον μυστήριον: οι στίχοι εξακολουθούν να αγκαλιάζουν και να ζεσταίνουν σταυρούς και σταυρούς, ώμους και ώμους, αιώνες τώρα. Και οι λέξεις λάμπουν κι αυτές, καντηλάκι στη μέση του σκοταδιού, εις μνήμην αρχαίου ποιητή.

Πηγή:

φωτ. Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά , ''Το φως ιλαρόν, πάνω από τη γη της Αρκαδίας''